του Ηλία Πιστικού
Γι’ αυτήν την Κυριακή, 14 Ιουνίου, προγραμματίστηκε μια ασυνήθιστη πορεία, ανοιχτή για συμμετοχή. Μια αυτοκινητοπομπή θα διασχίσει το νησί τής Λέσβου, συλλέγοντας από το δρόμο και μεταφέροντας μετανάστες που βαδίζουν από τα σημεία άφιξής τους προς το λιμάνι τής Μυτιλήνης. Η αυτοκινητοπομπή αυτή είναι προσχεδιασμένη παρανομία, μια μαζική ανυπακοή.
Η εικόνα
Τους τελευταίους μήνες, οι αριθμοί των εισερχομένων μεταναστών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα σε όλες τις μεσογειακές χώρες (όποιος υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, έχει πλήρη μεσάνυχτα). Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στη Λέσβο. Πρώτη φορά έχουν καταγραφεί ημερήσιες αφίξεις που υπερβαίνουν τους χίλιους ανθρώπους. Αυτό, μας προκαλεί επιτακτικά να σκεφτούμε ότι κάθε βόμβα, κάθε σφαίρα, όπου και αν κατασκευάζεται, όπου και αν πωλείται, από όπου και αν εκτοξεύεται, προς οπουδήποτε και αν κατευθύνεται, αφήνει και ένα αποτύπωμα εδώ. Το σύστημα που ζούμε, είναι σύστημα διεξάρτησης. Ως αποτέλεσμα, το οδόστρωμα του νησιού εγγράφει μια διαρκή και πυκνή ροή ανθρώπων που κατευθύνεται προς την πόλη τής Μυτιλήνης για να πάρει το καράβι. Ορισμένες λέξεις μπορούν να μας βοηθήσουν να φανταστούμε την εικόνα: γυναίκες, άνδρες, παιδιά, μωρά, αλλά και ηλικιωμένες, είτε κουτσαίνοντας είτε όχι, με ή χωρίς πρησμένα πόδια, άυπνοι για μέρες, με βρεγμένα ρούχα και παπούτσια, κουβαλώντας πείσμα και εξάντληση, σέρνοντας λιγοστά μπαγκάζια ή, καλύτερα, απομεινάρια ενός νοικοκυρεμένου παρελθόντος, θυμίζοντάς μας ότι κανένα νοικοκυριό δεν είναι παντοτινό, και αφετηρία ενός εξίσου επισφαλούς μέλλοντος, στην παρυφή τής ασφάλτου, κατά δεκάδες, απομακρύνονται από τον όλεθρο του “δυτικού αντιτρομοκρατικού πολέμου”, βαδίζοντας προς την ελπίδα τής “εκμετάλλευσης των χωρίς χαρτιά”. Ποια μπορεί να μείνει ασυγκίνητη σ’ αυτό το θέαμα, αν όχι προβληματισμένη και εξοργισμένη γι’ αυτό που προκαλεί αυτό το θέαμα; Ποιος; Σίγουρα, όχι οι κάτοικοι της Λέσβου. Ούτε και οι τουρίστες -τουλάχιστον, όσοι δεν μαντρώθηκαν σε ξενοδοχεία που μοιάζουν περισσότερο με αποστειρωμένες καταναλωτικές βεντούζες, παρά με καταλύματα ανθρώπων.
Ο νόμος
Το σχετικό νομικό πλαίσιο ορίζεται από το αρ. 30 του ν. 4251/2014. Απαγορεύει κυβερνήτες και οδηγούς κάθε είδους μεταφορικού μέσου να μεταφέρουν ανθρώπους που δεν έχουν ταξιδιωτικά έγγραφα, όπως επίσης και τη φιλοξενία. Οι κυρώσεις δεν είναι απλά αυστηρές, αλλά εξαντλητικές. Ο νόμος αφήνει μόνο δύο εξαιρέσεις. Δεν επιβάλλονται κυρώσεις, μόνο σε περιπτώσεις διάσωσης στη θάλασσα και σε περιπτώσεις μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, υπό το πρόσχημα της πάταξης της λαθροδιακίνησης μεταναστών, ο νόμος καταφέρνει να καταστείλει θεμελιώδεις πρακτικές αλληλεγγύης. Σύμφωνα με το αρ. 3 (ΙΙ) του ν. 3875/2010, η “λαθραία διακίνηση μεταναστών” ορίζεται ως “επίτευξη παράνομης εισόδου ενός προσώπου σε ένα Κράτος Μέρος, του οποίου το πρόσωπο αυτό δεν είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος, με σκοπό την απόκτηση, αμέσως ή εμμέσως, ενός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους” (η επισήμανση δική μου). Ο 3875 επικυρώνει σχετικό πρωτόκολλο του ΟΗΕ. Να θυμίσω ότι στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση, το απόγευμα της 26ης Αυγούστου 2010, σωστά ο τότε Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας την καταψήφιση του νόμου από το κόμμα του, επικαλέστηκε την αντίφαση μεταξύ ελευθεριών και κυριαρχίας, καθώς και τις φοβικές στάσεις που ενθαρρύνει το ιδεολόγημα της ασφάλειας. Θα αναφερθώ με πολύ πρακτικούς όρους στον τρόπο με τον οποίο η κρατική παρεμβατικότητα καταστέλλει το δικαίωμα της ζωής στην αλληλεγγύη. Ωστόσο, πριν απ’ αυτό, θα ήθελα να θυμίσω μια λαϊκή σοφία με σαφείς ηθικο-δικαιικές προεκτάσεις: “καλύτερα χίλιοι ένοχοι έξω από τη φυλακή, παρά ένας αθώος μέσα”.
Το ολίσθημα
Να ξεκαθαρίσω ότι καταδικάζω οποιαδήποτε μορφή κερδοσκοπίας. Αλλά το επίδικο, στην ιστορία μας, δεν είναι η κερδοσκοπία. Όχι. Αν ήταν η κερδοσκοπία, τότε θα αρκούσε, νέτα-σκέτα, ένας νόμος που να ποινικοποιεί την κερδοσκοπία αυτή καθαυτήν ή, τουλάχιστον, τη συγκεκριμένη κερδοσκοπία εις βάρος μεταναστών -μα μόνο αυτήν. Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο δεν αρκείται σ’ αυτό. Ολισθαίνει ύπουλα και συνειδητά σε ποινικοποίηση πρακτικών που δεν υποβαθμίζονται σε ωφελιμιστικά κίνητρα. Το αν κάποιος μεταφέρει μετανάστες παίρνοντας αμοιβή, δεν συνεπάγεται ότι οποιοσδήποτε μεταφέρει ή φιλοξενεί μετανάστες παίρνει αμοιβή˙ ωστόσο, ουσιαστικά, ο 4251 λέει ακριβώς αυτό. Ενώ η παράνομη διακίνηση ορίζεται από το όφελος, εδώ απονομιμοποιείται η βοήθεια στο δρόμο, η επαφή με τους μετανάστες και με όποιον δεν φέρει ταξιδιωτικά έγγραφα, η αδιαμεσολάβητη αλληλεγγύη. Αντίστροφα από πριν, θα αρνηθώ μια άλλη λαϊκή σοφία: “καίμε τα χλωρά, μαζί με τα ξερά”. Ο 4251 καίει μόνο χλωρά! Στον καπιταλισμό, ουσιαστικά, το επίδικο σπάνια είναι η κερδοσκοπία -αυτή είναι εγγενής στην ιδεολογία του. Το επίδικο είναι ο έλεγχος της ζωής, ως προϋπόθεση της εκμετάλλευσής της. Γι’ αυτό ποινικοποιείται η αδιαμεσολάβητη αλληλεγγύη και καταστέλλονται οι τόποι της: γιατί αποτελεί μια σαφή κατάφαση υπέρ τής ζωής, αποστερημένης από οποιαδήποτε διαχειριστική ταξινόμηση (π.χ. εθνικότητα), μιας ζωής που προηγείται του κράτους και υπερβαίνει τις διαχωριστικές / διαχειριστικές του γραμμές. Σ’ αυτά τα σημεία τριβής, σ’ αυτούς τους τόπους, διακυβεύεται η άεθνη επινοητικότητα των ανθρώπων να χτίζουν εναλλακτικές και αντιστάσεις. Να θυμίσω σε μια αριστερή δημοκρατική κυβέρνηση ότι αυτοί, μεταξύ άλλων, είναι οι τόποι όπου παράγεται προς ενεργοποίηση η δημιουργική έννοια του “λαού” ως προοπτική ταξικής αυτοοργάνωσης (αν και η συγκεκριμένη αυτοοργάνωση μπορεί να μην αγγίζει άμεσα την παραγωγική διαδικασία, με τη στενή οικονομική έννοια, αυτό δεν την καθιστά ασήμαντη). Αυτή η προοπτική δεν επιβάλλεται εκ των άνω˙ ωστόσο, αν μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να βρει τρόπους να επιτρέψει αυτές τις διαδικασίες, να καταφέρει να εγγυηθεί ένα περιβάλλον πολιτικών ευκαιριών εκ των κάτω, τότε τα πρόσημα της “ριζοσπαστικότητας” και της “δημοκρατικότητας” μόνο κατ’ ευφημισμόν μπορούμε να τα επικυρώσουμε.
Το πεδίο
Η εποχή που η εικόνα που περιέγραψα άφηνε φοβικά σαστισμένους τους κατοίκους τής Λέσβου, έχει παρέλθει. Πλέον, μιλάω για τη Λέσβο, η φιγούρα τού μετανάστη είναι ένας κόμβος αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης, είναι ο κόμβος όπου επενδύεται η πιθανότητα διάλυσης -ή, τουλάχιστον, ξεθωριάσματος- της έννοια του “ξένου” και, σημαντικό, εδώ διακυβεύονται πολλά: ρατσισμός, εθνικισμός, ακόμη και η δυνατότητα ιδεολογικής συγκράτησης του ναζισμού, πρόβλημα με το οποίο δεν τελειώσαμε. Είναι κόμβος, ακριβώς γιατί ο μετανάστης, ως φιγούρα που αφηγείται τη δική του εμπειρία, είναι πλάνητας, όχι καθηλωμένος σε κάποιο γκέτο ή πίσω από μια περίφραξη. Είναι κόμβος, γιατί η αντιεθνικιστική του σημασία δεν αναδύεται ή ενεργοποιείται ξέχωρα από την επαφή με την αλληλεγγύη. Έτσι, ακριβώς γιατί αυτή η προβολή τής επαφής με το μετανάστη συμπυκνώνει πλήθος στοιχημάτων, δεν πρέπει να παρακωλύεται υπό το πρόσχημα της λαθροδιακίνησης˙ πιο σωστά, ακριβώς γι’ αυτό παρακωλύεται νομικά υπό το πρόσχημα της λαθροδιακίνησης. Σήμερα, πάρα πολλοί άνθρωποι πάνω στο νησί μεταφέρουν μετανάστες -ακόμη και πολλοί τουρίστες. Κάποιοι απ’ αυτούς που έπεσαν σε αστυνομικό μπλόκο, συνελήφθησαν, στιγματίστηκαν, έμπλεξαν γραφειοκρατικά, δίχως κάποια δυνατότητα επιβεβαίωσης κερδοσκοπίας από μέρους των αρχών, παρά μόνο επειδή θέλησαν να έρθουν σε επαφή μ’ αυτούς τους ανθρώπους -εν αγνοία τους ή όχι, κατά παράβαση ενός νόμου, αλλά πάντα προς τιμήν τους. Η εξαίρεση που αναγνωρίζει ο νόμος, δηλαδή για τις περιπτώσεις που χρήζουν διεθνούς προστασίας, είναι αστεία. Δεν χρειάζεται καν να προσφύγω σε σχετικά κείμενα της Ύπατης Αρμοστείας που σκιαγραφούν τις δυσκολίες που έχει η εξακρίβωση αυτής της κατάστασης -παρόλο που δεν πιστεύω ότι εξακριβώνεται αυτή η κατάσταση. Θα αναφέρω το ακόμη πιο στοιχειώδες. Δεν νοείται, για παράδειγμα, για να βοηθήσουμε μια έγκυο που έχει να βαδίσει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα, να της ζητάμε πιστοποίηση ιθαγένειας ή να της παίρνουμε συνέντευξη για να δούμε αν “χρήζει διεθνούς προστασίας”, αν είναι μετανάστρια ή πρόσφυγας, σαν η ταυτότητα του πρόσφυγα να είναι το διαβατήριο που διακτινίζει έναν άνθρωπο από μια ζωή ανάξια να βιωθεί σε μια ζωή που αξίζει. Επιπλέον, η εξαίρεση που αναγνωρίζει ο νόμος, μεταφέρει την εξουσία για τη σύλληψη ή μη του οδηγού στη διακριτική ευχέρεια του αστυνομικού που θα τον ελέγξει. Όλοι οι άνθρωποι χρήζουν προστασίας ή, αλλιώς, ο αστυνομικός δεν είναι αυτός που μπορεί να κρίνει αν ο συνεπιβάτης “χρήζει ή δεν χρήζει…”. Έτσι, ο αστυνομικός, είτε συλλαμβάνει τους πάντες είτε, αλλιώς, το κριτήριό του για το αν θα προβεί σε σύλληψη ή όχι δεν μπορεί παρά να είναι άσχετο (η ιδεολογία του, η εμφάνιση του οδηγού κ.ο.κ.). Τέλος, επειδή ακούστηκε και η λύση των δημοτικών λεωφορείων, σε πρακτικό επίπεδο, να πω και το εξής. Τα σημεία και οι ώρες άφιξης των μεταναστών δεν έχουν κάποια τακτικότητα ή σταθερότητα. Μακάρι να μπουν λεωφορεία, θα βοηθήσουν, αλλά μόνο σε περιορισμένο και μερικό βαθμό. Ωστόσο, το ουσιώδες της αυτοκινητοπομπής βρίσκεται αλλού.
Η αυτοκινητοπομπή
Η σημασία τής αυτοκινητοπομπής, λοιπόν, δεν αναγάγεται στο πρακτικό ζήτημα της μεταφοράς των μεταναστών, ασχέτως αν το εμπεριέχει˙ ούτε διεκδικεί να αντικαταστήσει το κράτος στη μεταφορά των μεταναστών προς το λιμάνι. Η αυτοκινητοπομπή, καταφάσκει στο καθολικό δικαίωμα της ζωής στην αδιαμεσολάβητη αλληλεγγύη και επαφή, ενώ αμφισβητεί τον παρεμβατισμό τού τέρατος στο βιόκοσμο και την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων. Διεκδικεί ως αδιαμεσολάβητη, ως γυμνή, τη σχέση ανθρώπου με άνθρωπο. Η αυτοκινητοπομπή, μετατρέπει σε φωνή οργής την αποπνικτική βιωματική ένταση που αναδύεται στην κόψη μεταξύ τιμωρίας τής επαφής και επιθυμίας για επαφή. Έτσι, αγγίζει την πιο ευαίσθητη χορδή τού Κόμματος: την ένταση κυβερνητικής / κινηματικής ταυτότητας. Επιπλέον, δηλώνει κάτι που ούτε κατά διάνοια δεν μπορούν να συλλάβουν οι τοπικές αρχές: ότι οι μετανάστες δεν είναι η ντροπή που πρέπει να κρύψουμε από τα μάτια ενός αποστειρωμένου τουρισμού˙ αντίθετα, η τουριστική βιομηχανία είναι μια μάστιγα που πρέπει να εκλείψει από το μέλλον μας. Ωστόσο, θα ήμουν εκτός θέματος αν προσέφευγα στην πλούσια βιβλιογραφία που υποστηρίζει την οικονομική -και όχι μόνο- αποτυχία τού συγκεκριμένου τουριστικού μοντέλου. Πέρα, όμως, από την αναπτυξιολογία, καμία Λέσβος δεν είναι ένα αποστειρωμένο κομμάτι γης που έχει να επιδείξει μόνο ούζο και συρτάκι. Συμπυκνώνει, όπως κάθε τόπος με τον ιδιαίτερο τρόπο του, τις αντιφάσεις, τις οδύνες, τις ευκαιρίες, τις ομορφιές και τις ασχήμιες που εγγράφουν επάνω του οι σχέσεις, τα βήματα και οι κόποι των ανθρώπων˙ είναι ένας καθρέφτης που συμπυκνώνει το παγκόσμιο σύστημα διεξάρτησης, έναν καπιταλισμό που δονείται διαρκώς˙ όχι το νεκρό σκηνικό μιας στημένης χορευτικής παράστασης για θατσερικής έμπνευσης τουρίστες. Να, λοιπόν, μια μοναδική ευκαιρία για το βιομηχανοποιημένο τουρισμό να αντικρίσει την πραγματικότητα και, στο πρόσωπο αυτής, την ίδια του την αποστείρωση. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας ενός τόπου, δείχνει ειλικρίνια και σεβασμό προς τον επισκέπτη του. Αυτή η σχέση αλλοτριώνεται, όταν ο επισκέπτης ευτελίζεται στη θέση ενός που πληρώνει εισιτήριο για να δει μια καλοστημένη παράσταση.
Το παραπάνω πλαίσιο δεν εκφράζει απαραίτητα τους εμπνευστές τής αυτοκινητοπομπής.
Ο μοναδικός τρόπος να πάψει η λαθροδιακίνηση, είναι να απελευθερωθεί η μετακίνηση.