της Στέλλας Τσιροπινά
Είναι φορές που μνήμη και αισθήσεις μουδιάζουν από τον πόνο που προκαλεί η αδυναμία της επιστροφής στην τρυφερή αγκαλιά των πρώτων βιωμάτων. Παραλύουν, τότε, θαρρείς, από το βάρος μιας νοσταλγίας που καθένα από τα συνθετικά της τραβά αλλού, το «άλγος» βελονίζει την καρδιά και ο «νόστος» περιφέρεται αδιέξοδα σε καλοκαιριάτικες νύχτες που ποτίσανε με το αγιάζι τους την παιδική μας ηλικία, σε χώρους μαγείας και ονείρου, που τώρα πια νανουρίζουν μέσα μας την αίσθηση της εξορίας από όλα όσα μας έθρεψαν.
Τέτοιες στιγμές, οι εικόνες ανακατώνονται ξανά με την αναπόληση, όπως συνέβαινε πριν από πολλά χρόνια πια, μέσα και γύρω από το θερινό κινηματογράφο στον Άγιο Σίδερο του Βροντάδου: η μυρωδιά από τα σουβλάκια που ετοίμαζε η επιδεξιότητα της κυρα-Κυριακής, η θέρμη του καλοκαιριού απ’ όπου προσπαθούσαν να αποδράσουν οι νεαρές δεσποινίδες με τα χυμώδη ντεκολτέ τους, «ζεν πρεμιέ» της γειτονιάς, καβάλα στα μοτοσακό τους, κατάληψη καθισμάτων, τύπου «αγκαζέ», για ολόκληρη την οικογένεια, και, πάνω απ’ όλα, διεσταλμένα μάτια παιδιών που κρατούσαν στο ένα χέρι το σουβλάκι και στο άλλο την γκαζόζα, έκθαμβων μπροστά στις κινούμενες εικόνες που ένωναν ζωή και παραμύθι: ήταν εκεί γύρω στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του ’60, στο θερινό σινεμά του Παντελή Χαρίτου, φτιαγμένο σε οικόπεδο του Νίκου και της Μιμίνας Μίτση, στο σταυροδρόμι του Αγιού Σιδέρου, στο Βροντάδο, μετά το Τσουκαλοχώρι και πριν από τη Μούτσαινα, λίγο παραμέσα από τους Τρεις Μύλους, λίγο πριν φθάσουμε στον Άγιο Κήρυκο. «Cine ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ» ήταν το όνομά του.
H επιγραφή δεν ήταν πάντα εκεί. Μπήκε, φωτεινή και καλλιγραφημένη, όταν εξωραΐστηκε η χειμερινή αίθουσα του σινεμά, τότε που τοποθετήθηκαν και τα σταθερά καθίσματα, τα οποία αντικατέστησαν τις σειρές των ψάθινων καρεκλών που άρχιζαν να λοξεύουν από τα πρώτα πέντε λεπτά της παρακολούθησης του έργου. Το θερινό σινεμά, κολλητό στη χειμερινή αίθουσα, χωριζόταν από τον κεντρικό δρόμο στο νοτιά του με έναν τοίχο, όπου σκαρφάλωναν πυκνές αναρριχόμενες πρασινάδες. Η οθόνη, ήταν τοποθετημένη στη δυτική του πλευρά, ακριβώς απέναντι από το σπίτι της οικογένειας Μίτση, απ’ όπου -από τα παράθυρα που ήταν αντίκρυ στην οθόνη- έβλεπαν και ξανάβλεπαν οι «τυχεροί» συγγενείς των ιδιοκτητών τα έργα.
Στα χρόνια αυτά και το χειμερινό και το θερινό CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ υπήρξε -όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά του- ένας «ομφαλός» ποικίλων λειτουργιών για το Βροντάδο. Εκεί η ψυχαγωγία, εκεί η επικοινωνία, εκεί και η εκτόνωση. Στο χώρο αυτό, με την ευκαιρία, την αφορμή ή το πρόσχημα της παρακολούθησης των ταινιών, καλλιεργήθηκαν, θερμάνθηκαν και αλληλομπολιάστηκαν κάθε είδους σχέσεις: οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές: στο περιθώριο των προβολών, στα διαλείμματα κυρίως, ένα παρατεταμένο σούσουρο μετέτρεπε τον κινηματογράφο σε έγκυρο πρακτορείο επιβεβαίωσης ή διάψευσης φημών και ειδήσεων. Εννοείται ότι το παραδοσιακό άθλημα της «κοινωνικής κριτικής» κατείχε τα σκήπτρα, αξεχώριστο από το αίσθημα της αλληλεγγύης που ένωνε τη μια γειτονιά εναντίον της άλλης. Το σταθερό φόντο ήταν η αμεσότητα της επαφής που ευνοούσε κάθε ποικιλία έκφρασης, από την πηγαία και ανυπόκριτη έως την πιο επιτηδευμένη και υποκριτική.
Και πώς να γινόταν διαφορετικά, αφού όλος σχεδόν ο Βροντάδος συνωστιζόταν στις απογευματινές και βραδινές προβολές του σινεμά; Από του Ρήγου, του Μπούκιου, το Σκόι και του Πούλου, αλλά και από το Καστέλο, τον Άγιο Λουκά, το Λατόμι και τα Λιβάδια κατηφορίζανε και ανηφορίζανε «κονβόγια» -που λέγανε και οι μανάδες μας- όλων των ηλικιών, «συν γυναιξί και τέκνοις». Όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στον κινηματογράφο αποκτούσαν τα καλοκαιρινά βράδια μια φλύαρη κινητικότητα που διανθιζόταν από ποικίλες κρίσεις και σχόλια για το έργο, καλησπερίσματα και καληνυχτίσματα, με το στερεότυπο «πάτενε, ε;» που απεύθυναν στους διαβάτες όσοι κατέληγαν στην επιλογή της δροσερής βεράντας. Ο προορισμός ήταν βέβαια γνωστός. Μόνο η κίνηση μπορούσε να διαφέρει από μέρα σε μέρα, σε σχέση πάντα και με το έργο που παιζόταν.
Και τα έργα δεν ήταν παρά οι Ελληνικές ταινίες της εποχής αυτής, καθώς και διάφορα γουέστερν. Το γυναικείο κοινό, όμως, που αποτελούσε και την πλειονότητα των θαμώνων του σινεμά, έδειχνε σταθερή προτίμηση στα έργα της πρώτης κατηγορίας. Και ήταν φυσικό. Οι Ελληνικές ταινίες του CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ -και μάλιστα οι μελοδραματικές- ήταν το τέρμα και η κορύφωση μιας περιπλάνησης στο σαγηνευτικό κόσμο του πόθου και του πάθους, που άρχιζε το πρωί στο ραδιόφωνο, με το «Σπίτι των ανέμων» και τη «Ρεγγίνα ντε Μάρκου», συνεχιζόταν στις σελίδες των σινερομάντζων και των λαϊκών αναγνωσμάτων του ενός «Ντομινό» ή του «Ρομάντζο», που έκαναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα το γύρο της γειτονιάς και τελείωνε αποθεωτικά, σε μια παράδοση, άνευ ορίων και άνευ όρων, στα σώματα και τα πρόσωπα των «ωραίων» του Ελληνικού σινεμά που «εμφανίζονταν» στο πανί, τρικυμισμένα από το βραδινό μελτεμάκι.
Εκεί, γυμνασιοκόριτσα και μαθητευόμενες στα μοδιστράδικα των Λιβαδίων και του Βροντάδου ή στα κομμωτήρια της Χώρας, «φαντίνες» και νιόπαντρες, ώριμες και μεγαλοκοπέλες αποκτούσαν ένα μέτρο σύγκρισης -έστω και πλαστό- γι’ «αυτό» που θα τους συνέβαινε ή τους είχε ήδη συμβεί στον τομέα του έρωτα και του γάμου. Γιατί, βέβαια, ο έρωτας στο πανί ερχόταν οπωσδήποτε, βασανισμένος και βασανιστικός, για να δοκιμάσει την ευσυγκινησία των κοριτσιών, αλλά και την προνοητικότητά τους στην προμήθεια μαντηλιών ή χαρτομάντιλων που θα αναχαίτιζαν τον ποταμό των δακρύων από την ταύτιση με τα πάσχοντα πρόσωπα. Στα διαλείμματα, μάλιστα, τα βουρκωμένα μάτια διασταυρώνονταν όχι για να κρύψουν, αλλά για ν’ αποκαλύψουν την ψυχική συντριβή. Η φράση, άλλωστε, «την είδε στο σινεμά, του άρεσε και τη ζήτησε», που απέδιδε το συνοπτικό ιστορικό ενός αρραβώνα ή ενός γάμου, συνδεόταν από το μέρος των ενδιαφερόμενων με την εκτίμηση αυτής της πανηγυρικά επιδεικνυόμενης ευαισθησίας των κοριτσιών, της οποίας ατράνταχτο πειστήριο αποτελούσαν τα μονίμως υγρά μάτια.
Το συναίσθημα, πράγματι, ήταν διάχυτο, σαν τις ευωδιές από τα λουλούδια και τις αναρριχόμενες πρασινάδες του σινεμά. Και ο ερωτισμός το ίδιο. Απαγορευμένος από την κοινωνική ηθική της εποχής, επιβεβλημένος όμως από τα θέματα των ταινιών και από την ηλικία ενός μέρους των θεατών, ήταν πανταχού παρών σε νεύματα, ματιές, κινήσεις και υπονοούμενα, εντός και εκτός του σινεμά, στην πλατεία, στο μπακάλικο-καντίνα, όπου γίνονταν και οι τελευταίες προμήθειες σε τσιπς και φλογερές ματιές, στα απελπισμένα ή επινίκια γκαζώματα των νεαρών με τα μοτοσακό της εποχής, που επέσυραν το παραδοσιακό «κακοχρονονάχεις!» των μεγαλύτερων γυναικών.
Επιπλέον, το CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ υπήρξε, αναμφίβολα, ένα είδος λαϊκού επιμορφωτηρίου, κυρίως σε ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος, με την απλούστευση βέβαια και την υπερβολή σε ίση δοσολογία. Προσφέροντας παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, άνοιγε ταυτόχρονα παράθυρα στον κόσμο της μόδας και των στυλ, καθώς όλες ανεξαιρέτως οι Ελληνικές ταινίες της εποχής υπογράμμιζαν τα ήθη, τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές με τους κατάλληλους ενδυματολογικούς κώδικες. Έτσι, στο CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ γινόταν καθημερινά από τους θεατές του, φυσιολογικά και αβίαστα, η μελέτη και η εντρύφηση στο ύφος και το στυλ κάθε ταινίας. Γι’ αυτό και τα λουλουδιασμένα τσιτάκια της Χώρας ή τα υφάσματα, που έφερναν από το εξωτερικό οι ναυτικοί, μιμούμενα στο κόψιμο και ράψιμο τις ενδυματολογικές ανάγκες των ταινιών musical, τύπου «Ραντεβού στον αέρα», αντικατέστησαν γρήγορα τα μεσάτα φορέματα με τα χορταστικά φουρό -γνώριμο ενδυματολογικό στοιχείο των πρώτων ταινιών της Τζένης Καρέζη και των άλλων ενζενί του ελληνικού σινεμά. Κι η ταπεινή «μαγουλίκα» αναδείχθηκε, από ένα σημείο και πέρα, σε σύμβολο ενός συγκεκριμένου στυλ που συνδύαζε παράδοση και ανανέωση, μόδα και φρονιμάδα.
Σε όλη αυτήν την περίοδο, οι βεντέτες του Ελληνικού κινηματογράφου πρόσφεραν ασταμάτητα, επίσης, και τα νέα πρότυπα για τα χτενίσματα της καθημερινότητας ή της επίσημης περίστασης: μαλλιά ξασμένα για ν’ αποκτήσουν κάποιον όγκο, «τσάρλεστον», «ποστίς» από κότσους και αλογοουρές και, αργότερα, μαλλιά που αφέθηκαν να κυματίζουν ελεύθερα, χωρίς όμως τον κόκκινο Βουγιουκλακικό ιβίσκο που έμεινε για τις περισσότερες νέες της περιοχής ένα εφηβικό απωθημένο.
Έτσι, κανένας άλλος από τους θερινούς ή χειμερινούς κινηματογράφους, που ευκαιριακά λειτούργησαν στους Τρεις Μύλους, τη Δασκαλόπετρα και τα Λιβάδια, δε μπόρεσε να συναγωνισθεί το CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ, είτε σε προσέλευση θεατών, είτε σε ακτινοβολία. Οι κινηματογράφοι της Χίου, εξάλλου, φιλοξενούσαν τους Λιβαδιώτες και τους Βρονταδούσους «τας Κυριακάς, εορτάς και εξαιρεσίμους ημέρας», όταν και το δρομολόγιο του τελευταίου λεωφορείου μετατοπιζόταν κατά μια ώρα πιο αργά το βράδυ. Γιατί, σε εποχές ισχνών αγελάδων, λίγοι είχαν το προνόμιο να συνδυάζουν σινεμά και βραδινή κούρσα με τα λιγοστά ταξί που κυκλοφορούσαν τότε, κανονικές λιμουζίνες για τα παιδικά μας μάτια, με αμάξωμα που έμοιαζε στην απόληξη του πίσω μέρους του σαν τεράστια πεταλούδα. Προτιμούσαν κυριακάτικο απογευματινό «υποβρύχιο» στου Σαραντή ή του Μισκή κι όταν το «Άδωνις» είχε ρίξει την άγκυρά του στο λιμάνι, το συζητούσαν και για σινεμά.
Εξάλλου, το CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ έχαιρε και μιας ιδιότυπης ασυλίας αναφορικά με τις απαγορεύσεις περί βραδινής κυκλοφορίας και παρακολούθησης κινηματογραφικών έργων που ίσχυαν εκείνη την περίοδο στα σχολεία. Από τη μια, η οικογενειακότητα της κατάστασης το αναγόρευε σε χώρο υπεράνω πάσης υποψίας, από την άλλη, η χαλάρωση στην τήρηση των κανονισμών, που ήταν αποτέλεσμα της θερινής παύσης των σχολείων, μετέτρεπαν το μικρό σινεμά σε επίγειο παράδεισο και των γυμνασιόπαιδων.
Ας προστεθεί ότι όλες τις προπαγανδιστικές ταινίες που γυρίστηκαν κατά την περίοδο της Χούντας, στο CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ τις είδαμε, με την επισημότητα που συνεπάγεται μια σχολική εκδήλωση και με τη συνοδεία των δασκάλων μας. Το αποτέλεσμα ήταν «Σύνορα της προδοσίας» και «Κομιτατζήδες», «28η Οκτωβρίου, ώρα 5 και 30′» και Ιωάννης Μεταξάς, η ιστορία και η παραχάραξή της, δηλαδή, να βαδίζουν αρκετά χρονάκια χέρι χέρι… Κι όταν κάναμε Γεωγραφία, πάμπολλες φορές, οι δάσκαλοι μάς παρέπεμπαν σε χαρακτηριστικές σκηνές κινηματογραφικών έργων, γυρισμένες σε χώρους ιστορικής ή άλλης σημασίας και μας παρακινούσαν να τους προσέξουμε στην προσεχή μας επίσκεψη στο χειμερινό CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ: για να δούμε, για παράδειγμα, το φράγμα της λίμνης του Μαραθώνα, είδαμε και την «Υπολοχαγό Νατάσα», ενώ την πλατεία Ομονοίας και το Λευκό Πύργο τα ξέραμε πριν γνωρίσουμε το Πυργί και τη Βολισσό.
Έτσι, μεγαλώναμε, βλέποντας ταινίες που δεν καταλαβαίναμε σε όλες τους τις λεπτομέρειες, έτοιμα σαν παιδιά να κλάψουμε, να τσιρίξουμε ή να ξεκαρδιστούμε σε κάθε ευκαιρία, μαγνητισμένα από τον ασθματικό ρυθμό των ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ της εποχής και κρεμασμένα στη γοητεία των ΠΡΟΣΕΧΩΣ και του έναστρου ουρανού.
Όλα γύρω μας έμοιαζαν ότι θα έμεναν ανάλλαχτα και αναλλοίωτα εις τους αιώνας των αιώνων: το σκηνικό που θύμιζε αυλή θαυμάτων, ο χρόνος, σαν ρωγμή ή σαν υπενθύμιση, αγκυροβολημένος στις προσόψεις και τα τοξύλια των όμορφων ακόμη σπιτιών της περιοχής, το εικονισματάκι του Αγιού Σιδέρου με το αναμμένο του καντήλι, εμπειρίες σαν όνειρα θερινής νυκτός, καθώς άναβαν ένα-ένα τα φώτα των στύλων και τα άστρα. «Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα», όπως θα ’λεγε και ο ποιητής, από τα αμυγδαλωτά μάτια των κοριτσιών, από τα παιχνίδια της μεγαλύτερης κόρης των ιδιοκτητών, από τη ζωή που φαινόταν να ξετυλίγεται αμέριμνη και διψασμένη για θέαμα δυο ωρών ή για δυο ταινίες με ένα εισιτήριο.
Άλλοι ρόλοι όμως μας περίμεναν στη γωνία κι εμείς, μέτοχοι και συμμέτοχοι στο πραγματικό έργο της ζωής, τους υποδυθήκαμε αδιαμαρτύρητα. Ο ρόλος του τηλεθεατή, στην αρχή, φαινόταν, να καταργεί μόνο τον ποδαρόδρομο, αλλά στο τέλος τα κατάργησε όλα: και την επικοινωνία και τον ερωτισμό, πάνω από όλα, όμως, τη μαγεία μιας επαφής Πρωτεϊκής με τα πρόσωπα, τις εικόνες και το χώρο που σφάλισε δια παντός, όταν η επιγραφή του CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ δεν ξανάναψε πια.
Ο κινηματογράφος έκλεισε και η είσοδος του θερινού χώρου χτίστηκε με τούβλα. Το «τέλος» γράφτηκε σε ένα βασανιστικό slow motion τεσσάρων, περίπου, δεκαετιών: αρχικά, με την μετατροπή της χειμερινής αίθουσας -υπό άλλη πια ιδιοκτησία- σε χώρο παρακολούθησης «ερωτικών» ταινιών, κάτι που ποτέ δε χώνεψε η μικρή γειτονιά και η ευρύτερη Βρονταδούσικη κοινωνία. Αργότερα, με διαδοχικές αλλαγές της χρήσης του: πρώτα με τη μετατροπή του σε ξυλουργείο, με το κλειστό γκισέ να καδράρει τα μαδέρια και τα πριονίδια από τις κορδέλες των μηχανημάτων του, ύστερα με μια παρατεταμένη εγκατάλειψη και, τα τελευταία χρόνια, με την εγκατάσταση αρτοποιείου: όταν, για πρώτη φορά, μπήκα μέσα για να πάρω ψωμί, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά από την τελευταία φορά που είχα διασκελίσει την είσοδο του τότε σινεμά, ένιωσα ότι η νοσταλγία ήταν έτοιμη για το τελειωτικό σάλτο μορτάλε της.
Δεν την άφησα όμως να το επιχειρήσει.
Προτίμησα να την κρατήσω ζωντανή, γράφοντας τούτες τις γραμμές εις μνήμην όλων των απωλειών, αλλά και στο όνομα της σημασίας που είχαν, κάποτε, οι μικρές χαρές και οι μεγάλες προσδοκίες. Κι ακόμη, στο όνομα της παιδικής μας αθωότητας, που ήξερε να ξεχωρίζει ενστικτωδώς το ψέμα από την αλήθεια και να αλλάζει, πάντα, με τη φαντασία, το νου και την καρδιά, κάθε «τέλος», με το οποίο δεν μπορούσε να συμβιβαστεί.
* Οι σύγχρονες φωτογραφίες είναι της αρθρογράφου και οι παλαιότερες προέρχονται από το αρχείο της.