Σα ντώρα θυμάσαι ένα άσπρο φουστανάκι, με βολάν και φούσκα μανικάκι, αμπιγέ… απέ κείνα της εκκλησιάς, όταν σε τραβολόγαγε τις Κυριακές η γιαγιά… Όχι, πως η μάνα δε σου ’ραβενε καινούργια, και ραφτομηχανή είχαμενε στο σπίτι… έπιπλο, αλλά εκείνο το φορεματάκι, όπως κι άλλα ήταν αποφόρι της αξαδέρφης που ’τανε μεγαλύτερη… Παπούτσια ε σου δινε γιατί εφόραγες τα ειδικά της πλατυποδίας, απέ του Μούγερ…
Εδίνανε οι αθρώποι τα πιο καλά ρούχα τω μπαιδιώ τως, γιατί τα απλά, τα καθημερινά εν επρολαβαίνανε από το πλύνε βάλε, εγιώνανε και οι μανάδες τα κάμνανε πεσκίρια και σφουγγαρόπανα… σα μπούκαμε κι η μάνα τη ζακετούλα τη ραφ σαν εξεσκόλισες… την εφόραγενε α λα μπατάιγ στο σπίτι καμιά 10αριά χρόνια και μετά στη σίκλα…
Τα χρόνια επεράσανε, όλοι πια αποχτήσαμενε ρούχα πολλά, φτηνά κι ακριβά… της βότας, της δουγιάς, του σκολιού, της εκκλησιάς, άλλα για τους γάμους, άλλα για τα βαφτίδια, άλλα πρωί, άλλα βράδυ… Εγεμόσαμενε πατάρια, σκρίνια και ντολάπες με ναφταλίνη μπόλικη ώσπου μας ήβρενε εδευτή η κρίση… Οι αθρώποι εφτωχύνανε γύρω μας, ήρθαν πρόσφυγες στον τόπο μας κι ερχούντενε μόνο με τα ρούχα που φορούνε…
Κι αθρώποι που νοιαζούντενε τους άλλους αθρώπους ανοίξαν τις ντολάπες τως… κι όσα ρούχα είχανε χωσμένα τα φανερώσανε… Κι από τη μια σκέβεσαι πως είναι παρήγορο όλο ετούτο αλλά από την άλλη δε ταιριάζουνε όλα τα ρούχα σε όλους…
Δε μπορείς να δώκεις σε μια μουσουλμάνα, που φορά μαντήλα, την τουαλέτα τη λιλά τη ξώπλατη, με τα στρας που εφόργιες στο γάμο της κόρης σου, αφού ξέρεις πως ευτή η γυναίκα δε θε να φαίνεται ούτε ο αγκώνας της… Ούτε τα παπούτσια, τα περλέ τα μπεζ, το σκαρπίνι το μυτερό γιατί πρέπει να σκεφτείς πως ευτοί οι αθρώποι θα ’χουνε να κάμουνε χιγιόμετρα με τα πόδια και το τακούνι και η γόβα ή το ξώφτερνο ε θα τους βολέψει… Μπορείς ευτά τα πατούμενα να τα δώκεις αλλού… Το παντελόνι το φανελένιο του παππού, το φαγωμένο από το σκώρο, που ας το ’χε πάρει ακριβά απέ ’να μπάρκο και το καμάρωνε για χρόνια, εν είναι πια να το βάλει κανείς, τρίψε τα μπρούτζινα… τα λερωμένα τα φανελλάκια κάμε τα ξεσκονόπανα, μην τα δίνεις σε αθρώπους, τις γιωμένες τις κάλτσες τω μπαιδιώ πέτα τις…
Απλά, λες πως καλό είναι να δίνομε τα ρούχα που δε θέμε, καθαρά και φρεσκοπλυμένα, σαμπου αρμόζει σε όλους μας… με σεβασμό και προσοχή… γιατί αγιώς τα διαγουμίζομε τ’ αποφόρια…