02 Σιδηρούντα
20150905 Σάββατο
Στην είσοδο του χωριού είναι το καφενείο, κάθονται τρεις ηλικιωμένοι στα τραπέζια της βεράντας, χαιρέτησα και περπάτησα προς τα μέσα, το απογευματινό φως ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Ησυχία και τάξη στο χωριό, μια κυρία ποτίζει τα λουλούδια της και πλένει τη γειτονιά· τα περισσότερα σπίτια είναι ανακατασκευασμένα, αρμολογημένες πέτρες χωρίς σοβά. Χωρίς να είναι τόσο περίκλειστο το χωριό όσο τα μαστιχοχώρια, τους μοιάζει αρκετά, τόσο στη δομή όσο και στον τρόπο και στο ύφος των αναπαλαιώσεων. Το δημοτικό σχολείο για αρκετά χρόνια ήταν ταβέρνα και τώρα είναι κέντρο ηλικιωμένων, επισκευασμένο, βαμμένο, με παρτέρια και ζωγραφισμένους τενεκέδες για γλάστρες. Ελάχιστοι άνθρωποι στο χωριό, οι περισσότερες από τις αναπαλαιωμένες κατοικίες κλειστές· τέλος εποχής και οι θερινοί κάτοικοι επέστρεψαν στη βάση τους. Μετά από έναν κύκλο στο χωριό γύρισα στο καφενείο.
«Έχει κόσμο τα σαββατοκύριακα αλλά σήμερα έχουμε γάμο και κατέβηκαν όλοι στη Χώρα, έλα αύριο να δεις κόσμο». «Έχετε πολύ καλή πέτρα» λέω, «την καλύτερη, από την πέτρα πήρε και το όνομα το χωριό, Σιδηρούντα, είναι απ’ εδώ δίπλα, δικιά μας». Το καφενείο είναι ανοικτό τα σαββατοκύριακα όλο το χρόνο· ρωτώ για το παλιό σχολείο: «Το σχολείο έγινε ΚΑΠΗ;» ο συνομιλητής μου με κοιτάζει με ένα ελαφρό μειδίαμα. Δίπλα του έχει ένα βοηθητικό πι, «εμένα που με βλέπεις δούλευα όλη μέρα και τώρα βλέπω και παθαίνω να ’ρτω στο καφενείο, δεκαοχτώ μήνες τώρα. Εν ήπεσα κάτω, πήγα να γυρίσω και από ένα παλιό χτύπημα που δεν είχε δέσει, το κόκκαλο ήσπασε και τώρα εν πρόκειται να φτιάξει». Χαιρετώ, στην έξοδο του χωριού λάμπουν τα ξερά φύλλα στην άσφαλτο, ο ήλιος στη δύση σε ένα χωριό με πολύ ωραίο ηλιοβασίλεμα.
03 Κατάβαση
20150912 Σάββατο
Φυσάει βοριάς και παίρνει μαζί του βελάσματα από πρόβατα και κατσίκια. Κατηφορίζω και μπαίνω στο χωριό, τριγύρω μικρές ελιές που χρυσίζουν στο απογευματινό φως. Τα περισσότερα σπίτια είναι κλειστά, ένα μικρό κορίτσι κοντοστάθηκε πριν μπει στο σπίτι του και με χαιρέτησε. Στην πλατεία μια κυρία με ρώτησε ευγενικά αν ψάχνω κάτι, «όχι βόλτα κάνω, δεν έχω ξανάρθει στο χωριό σας», «α πολύ καλά κάνατε που ήρθατε». Παρόλο που δεν είδα άλλους ανθρώπους, ένιωθα την παρουσία τους, από τους ήχους και τις μυρωδιές, από τη ζεστασιά που αναδίδουν τα σπίτια που κατοικούνται από οικογένειες. Μερικά πέτρινα σπίτια είναι συντηρημένα, η πέτρα είναι πολύ καλή μοιάζει με της Σιδηρούντας· ανάμεσα στα ερείπια ένας ξενώνας φτιαγμένος με Ευρωπαϊκό πρόγραμμα το 2006, τώρα κλειστός, ίσως λειτουργεί μόνο το καλοκαίρι· απέναντι η Αμανή και η θάλασσα. Ακούω βελάσματα, πλησιάζω, μια προβατίνα και ένα αρνάκι στην ανοιχτή πόρτα· φεύγοντας πέρασα από μια αγροικία με ζώα, κοτέτσι, μελίσσια, και χίλια δυο αντικείμενα τριγύρω.
Το επόμενο Σάββατο, ο Καταρράκτης