20150916
Αργά το απόγευμα, νοτιάς και υγρασία, περπατώ παράλληλα με το ποτάμι· ο Kαταρράκτης είναι από τα λίγα χωριά του νησιού που είναι κοντά στη θάλασσα και που το διασχίζει ποτάμι, χείμαρρος δηλαδή. Περβόλια με πορτοκαλιές και μποστάνια· δυο αγρότες μόλις έχουν τελειώσει το όργωμα και κουβεντιάζουν στην άκρη του χωραφιού δίπλα στο πηγάδι, μιλούν ήσυχα, συντονισμένοι με την απογευματινή γαλήνη· θέλω να τους φωτογραφίσω αλλά ντρέπομαι να τους το πω – γιατί να χαλάσω την ησυχία τους για μια φωτογραφία;
Τέλος εποχής αλλά το χωριό έχει ακόμη καλοκαιρινούς επισκέπτες, κάποια από τα ενοικιαζόμενα είναι γεμάτα· στις γειτονιές, έξω από τις πόρτες, ανάμεσα στις γλάστρες με τα μαστιχάκια και τους βασιλικούς κάθονται οι ηλικιωμένες κυρίες στις πλαστικές καρέκλες και κουβεντιάζουν. Ανακατωμένα κι εδώ όπως παντού τα καινούργια με τα παλιά, τα ερείπια με τα κατοικημένα, τα πέτρινα και οι κατοικίες με νεοκλασικά στοιχεία μπερδεμένα με την αστόχαστη αρχιτεκτονική των τελευταίων δεκαετιών. Βγαίνω στην παραλία, λίγος κόσμος στα καταστήματα, μια τηλεόραση αναβοσβήνει τους υποψήφιους των εκλογών, κάποιοι ψαρεύουν στο λιμάνι, τα φώτα από απέναντι όσο περνά η ώρα ανακατεύονται με τα φώτα του νησιού. Καθίσαμε να φάμε, παραδίπλα ένα ερωτευμένο ζευγάρι· νύχτωσε και τα φώτα έχουν μπερδευτεί εντελώς· ποιος ξέρει πόσοι άνθρωποι ετοιμάζονται απέναντι να έρθουν τα ξημερώματα προς τα δω…
Θυμάμαι την ιστορία της χριστίνας:
«…με το κουπί ξεκινήσαμε έντεκα αθρώποι με τη βάρκα του πατέρα μου από το λιλικά, μωρό ο αδελφός μου στην αγκαλιά της μάνας μου· μόλις ανοιχτήκαμε όμως, μας έπιασεν κακοκαιρία, κείνα τα κύματα! σκεπάζανε τη βάρκα - τι να κάμομε; λέει ο πατέρας μου, να πάμε πίσω, πού όμως; θα μας σκοτώνανε -, τελικά ήβγαμε στον καταρράκτη, ήξερε τους ψαράδες κι εκεί δεν είχε γερμανούς· μας κρύψανε σε μια αποθήκη, μας ψάχνανε όμως, ήρτε ο αστυνομικός από την καλαμωτή να μας γυρεύει, είπε στους ψαράδες ότι ήταν φίλος του πατέρα μου, συναντηθήκανε και του ’πε: να φύγετε, καλύτερα να πνιγείτε παρά να σας πιάσουν οι γερμανοί, πρώτα θα σκοτώσουν μπροστά σου τα παιδιά σου και μετά εσένα. το βράδυ με μια πιο μεγάλη βάρκα και άλλοι πολλοί μέσα ξεκινήσαμε, με τέσσερα κουπιά· έδωσε ο θεός μπουνάτσα και φτάσαμε απέναντι· στην αρχή φοβηθήκαμε γιατί είδαμε φωτιά, αλλά ήταν κι άλλοι πολλοί σαν εμάς».
Ρωτήσαμε στην ταβέρνα πόσα παιδιά έχει το σχολείο «σαράντα μαζί με το νηπιαγωγείο», δεν είναι και λίγα, το χωριό είναι κοντά στη Χώρα και τα νέα ζευγάρια ακόμα κι αν δουλεύουν στην πόλη μπορούν να μένουν στο χωριό. Κοίταξα το λευκό χάρτινο τραπεζομάντιλο με το χάρτη του νησιού, μετά μπροστά μου τη μαύρη θάλασσα και τα φωτάκια. Υγρασία και λίγο κρύο, οι ταβέρνες άδειασαν, ζητήσαμε λογαριασμό.
Το επόμενο Σάββατο, τα Καμπιά