06 Αμάδες
20150913
Κατηφόρησα στο χωριό, ο δρόμος με έβγαλε εύκολα στην μεγάλη πλατεία· παλιό δημοτικό, κοινοτικό γραφείο, η αγία Κυριακή – όλα τα χωριά της βόρειας Χίου έχουν μεγάλες και φροντισμένες εκκλησίες– και το καφενείο· απ’ έξω ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι, οι ιδιοκτήτες του καφενείου. «A… δεν έχει αθρώπους πια το χωριό, πιο πολύ καθόμαστε να περνά η ώρα μας». Έλεγαν πόσους φούρνους είχε παλιά το χωριό, τόσους στην πάνω «ράχη», τόσους στην κάτω «ράχη», στην έξω, στην πέρα και τόσους στη μέσα.
Περπάτησα προς τη νότια πλευρά, αρκετά σπίτια είναι επισκευασμένα, με κήπους, μποστάνια και λουλούδια· μια κυρία με ρόλλεϋ στα μαλλιά ποτίζει τις γλάστρες, «πολύ μεγάλοι οι βασιλικοί σας», «έχουμε πολύ καλό νερό εδώ, έρχεται από το Πελινναίο», «να βγάλω μια φωτογραφία τους βασιλικούς;» «τους βασιλικούς να τους βγάλεις, εμένα να μην βγάλεις». Γύρισα στην πλατεία· το μοναδικό παιδί του χωριού, ο Κρίτωνας, που πηγαίνει προνήπιο, τριγύριζε στην πλατεία και με ξενάγησε στο χωριό. Του έδειξα το παλιό σχολείο, «εδώ τι είναι τώρα;», «σχολείο που ψηφίζουν»· περπατήσαμε στη βόρεια πλευρά, εδώ μοιάζει να είναι το πιο παλιό κομμάτι, περάσαμε από το σπίτι της θείας του και το δικό τους. Όταν αργούσα να φωτογραφίσω, με παρακινούσε: «αυτό δεν το έβγαλες». Κάθησε σε ένα κούτσουρο και μου ζήτησε να τον φωτογραφίσω, του έδειξα τη φωτογραφία, «τα πόδια μου δε φαίνονται, βγάλε πάλι».
Κάναμε ένα κύκλο και επιστρέψαμε στην πλατεία, τον περίμενε η μητέρα του. Με συνόδευσε ως την έξοδο του χωριού.
07 Βίκι
20150913
Έφτασα στο χωριό με το τελευταίο φως, το καφεπαντοπωλείο και η ταβέρνα ήταν ανοικτά. Κινητικότητα στο χωριό, κάποιοι έπαιζαν τάβλι, στην πλατεία τέσσερις κυρίες έκοβαν βασιλικούς και τους έκαναν ματσάκια· «αύριο είναι του Σταυρού και θα τα μοιράσουμε σε όλους στην εκκλησία». Παραπέρα στο παγκάκι κοντά στην εκκλησία με θέα τη θάλασσα κάθονταν ένα παρεάκι ηλικιωμένων· «πιο πολλοί είστε εδώ από τα διπλανά χωριά» τους είπα, «είμαστε εβδομήντα εννιά, στα Καμπιά είναι πενήντα πέντε» απάντησε η κυρία Ειρήνη. «Μου το ξαναείπες το χειμώνα που είχα περάσει»· τότε μου είχε πει:«στο χωριό μένουμε εβδομήντα εννιά, τους ξέρω όλους· τους μετρώ κάθε βράδυ που πέφτω να κοιμηθώ. Πιο μεγάλος είναι ο Παναγιώτης, ενενήντα τεσσάρων. Στα Καμπιά μένουν πενήντα πέντε κι αυτούς τους μετρώ κάθε βράδυ».
Συνέχισα τη βόλτα γύρω από την πλατεία, ένας άντρας που έβγαινε από το σπίτι του και πήγαινε για το καφενείο, ανησύχησε που με είδε στο σκοτάδι, «βόλτα κάνω, φωτογραφίες βγάζω», «α, είπα μην ψάχνεις κάποιον». Το ίδιο ανακάτωμα και εδώ παλιών και νέων σπιτιών, με αρκετές κατοικίες έξω από το βασικό πυρήνα του χωριού.
Γύρισα στην πλατεία, οι κυρίες χαρούμενες συνέχισαν να φτιάχνουν μπουκέτα και οι άντρες να παίζουν τάβλι, η νύχτα είχε γίνει πια νύχτα.
Το επόμενο Σάββατο, η Έξω και η Μέσα Διδύμα