It’s all Greek to me

0

γλώσσα

Συχνά ακούμε για το πόσο πλούσιες ή δύσκολες στην εκμάθηση είναι μερικές γλώσσες, και αντίστοιχα πόσο απλές είναι κάποιες άλλες. Για παράδειγμα, υπάρχει η άποψη ότι τα ελληνικά έχουν γενικά περίπλοκη γραμματική, ενώ τα αγγλικά θεωρούνται «υποδεέστερα» σε αυτόν τον τομέα. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ας δούμε μερικά παραδείγματα που μπορεί να κλονίσουν κάπως την πεποίθηση ότι τα αγγλικά θεωρούνται εύκολη γραμματικά γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως όχημα τα λεγόμενα question tags (ερωτήσεις ουράς):

John didn’t come to the party, did he?
John hasn’t come to the party, has he?
John came to the party, didn’t he?
John has come to the party, hasn’t he?
John won’t come to the party, will he?
John will come to the party, won’t he?
John isn’t going to come to the party, is he?

Ο Γιάννης δεν ήρθε, ε;
Ο Γιάννης δεν έχει έρθει, ε;
Ο Γιάννης ήρθε, ε;
Ο Γιάννης έχει έρθει, ε;
Ο Γιάννης δεν θα έρθει, ε;
Ο Γιάννης θα έρθει, ε;
Ο Γιάννης δεν σκοπεύει να έρθει, ε;

Οι παραπάνω προτάσεις – που, σημειωτέον, καλύπτουν μόνο κάποιες ομαλές περιπτώσεις – δίνουν ένα μόνο δείγμα της πολλαπλότητας των γλωσσικών δομών που απαιτείται να χρησιμοποιήσει ένας ομιλητής της αγγλικής ώστε να εκφράσει αυτό που στα ελληνικά διευθετούμε συνήθως με ένα απλό ε; ή έτσι δεν είναι; Δηλαδή, εκεί που στα αγγλικά κάποιος που θέλει να επιβεβαιώσει μία εκτίμηση θα πρέπει, όταν φτάσει στο τέλος της κύριας πρότασης, να θυμηθεί ποιον χρόνο χρησιμοποίησε, να χρησιμοποιήσει το βοηθητικό ρήμα αυτού του χρόνου, να κάνει την εναλλαγή κατάφαση-άρνηση ή άρνηση-κατάφαση και στο τέλος να προσθέσει και την προσωπική αντωνυμία, ένας ομιλητής της ελληνικής απλά χρησιμοποιεί μία ή τρεις συγκεκριμένες λέξεις! Φυσικά θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι για έναν Βρετανό, Αμερικανό, Αυστραλό κλπ. φυσικό ομιλητή η παραπάνω φαινομενικά δαιδαλώδης διαδικασία γίνεται σχεδόν αυτόματα μέσα στο μυαλό του, δεν παύει όμως να αποτελεί ένα εξαιρετικά σαφές παράδειγμα για το πόσο περίπλοκη είναι στον τομέα αυτό η αγγλική γλώσσα και πόσο πιο λιτά αντιμετωπίζει το ίδιο ζήτημα η ελληνική.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο παρατήρησης σχετικό με τα ζητήματα αυτά προκύπτει από τη σημασία που έχει για τις γλώσσες η θέση των όρων, των λέξεων ουσιαστικά, μέσα σε μία πρόταση. Στα ελληνικά οι όροι (υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο) μπορούν να κινούνται φαινομενικά χωρίς περιορισμούς, κάτι που είναι εφικτό λόγω του κλιτικού συστήματος. Καθώς δηλαδή τα άρθρα και οι καταλήξεις ενός ουσιαστικού προδίδουν ποια πτώση χρησιμοποιούμε κάθε φορά (ο σκύλος, του σκύλου, τον σκύλο – η καρέκλα, της καρέκλας, την καρέκλα κλπ.), μπορούμε πάντα εύκολα να καταλάβουμε ότι ο τύπος την καρέκλα είναι αιτιατική και επομένως είναι το αντικείμενο μέσα σε μία πρόταση. Αντίθετα, στα αγγλικά τα ουσιαστικά δεν έχουν καταλήξεις, και επομένως τα πράγματα πρέπει να μπουν σε μια σειρά (Υποκ-Ρήμα-Αντικ) η οποία είναι… αδιαπραγμάτευτη, ώστε να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις! Για παράδειγμα:

The dog bit George. (Ο σκύλος δάγκωσε τον Γιώργο.)

Αν αντιστρέψουμε τους όρους, προκύπτει η περιγραφή μιας πιο σπάνιας, αν και όχι εντελώς απίθανης, κατάστασης:

George bit the dog. (Ο Γιώργος δάγκωσε τον σκύλο.)

Στα ελληνικά είτε πούμε

Ο σκύλος δάγκωσε τον Γιώργο

είτε

Τον Γιώργο δάγκωσε ο σκύλος

προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τη λιγότερο πιθανή κατάσταση που περιγράφουν οι προτάσεις Ο Γιώργος δάγκωσε τον σκύλο και Τον σκύλο δάγκωσε ο Γιώργος.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι στα αγγλικά η «άκαμπτη» δομή μπορεί να μην παρέχει τη δυνατότητα στον χρήστη της γλώσσας να δώσει την επιθυμητή έμφαση, τουλάχιστον με τον τρόπο που το κάνουμε στα ελληνικά, του επιτρέπει όμως να ξεκαθαρίσει ποιος… δάγκωσε ποιον χωρίς να την ανάγκη να χρησιμοποιήσει άρθρο και καταλήξεις σε ονομαστική και αιτιατική (εδώ του αρσενικού γένους, ο, τον και -ος, -ο). Από την άλλη, η πιο ελεύθερη δομή της ελληνικής γλώσσας και οι φανερές πτώσεις λόγω των καταλήξεων επιτρέπουν να δοθεί η επιθυμητή έμφαση χωρίς να υπάρχει κίνδυνος παρανόησης, ακόμα κι αν διαταραχτεί η σειρά των όρων της πρότασης. Το τελευταίο στοιχείο, αυτό της ελευθερίας στη δομή των όρων, στην οποία είναι συνηθισμένοι οι Έλληνες ομιλητές, ευθύνεται για τα συντακτικά λάθη στα οποία είναι επιρρεπείς όσοι μαθαίνουν αγγλικά, καθώς θεωρούν αποδεκτό ότι μπορούν να τοποθετήσουν το υποκείμενο μετά από το ρήμα, παρασυρόμενοι έτσι στην παραγωγή λανθασμένων προτάσεων όπως *Should be taken measures (αντίστοιχο του Πρέπει να παρθούν μέτρα, που θεωρείται βέβαια απόλυτα αποδεκτή σύνταξη στα ελληνικά) αντί του ορθού Measures should be taken (Μέτρα πρέπει να παρθούν).

Διαπιστώσεις όπως οι παραπάνω μπορούν να καταδείξουν πόσο προβληματική, αν όχι αδύνατη, είναι η κατάταξη μιας γλώσσας στις «εύκολες» ή τις «δύσκολες». Το συμπέρασμα όμως που συνάγεται αντικειμενικά είναι ότι οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει ένα επίπεδο (π.χ. η μορφολογία, με τις τόσες πολλές καταλήξεις), και η συνακόλουθη προσαρμογή σε αυτές, σημαίνει ότι σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της σύνταξης π.χ., τα «αντανακλαστικά» ενός φυσικού ομιλητή δεν είναι το ίδιο… ακονισμένα, εξ ου και τα σημαντικά συντακτικά λάθη στα οποία υποπίπτει ένας Έλληνας φυσικός ομιλητής όταν κληθεί να μιλήσει ή να γράψει στα αγγλικά. Και το ανάποδο: η δυσκολία να πειθαρχήσει κανείς σε μία αυστηρή σειρά, όπως η σειρά Υποκ-Ρήμα-Αντικ της αγγλικής, «ανταμείβεται» με το ότι δεν χρειάζεται να απομνημονευτεί ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός καταλήξεων.

Αλλά και στον ίδιο τον λεξιλογικό τομέα, αυτόν που συνήθως θεωρούμε μέτρο για τον πλούτο μιας γλώσσας, μπορούν να γίνουν παρόμοιες διαπιστώσεις. Για παράδειγμα, η ελληνική διαθέτει αξιοσημείωτα μεγάλο αριθμό ρημάτων, αλλά από την άλλη είναι απίστευτη η ευρηματικότητα με την οποία στην αγγλική απλά, καθημερινά ρήματα συνδυάζονται με μερικές προθέσεις για να προκύψουν τα γνωστά μας phrasal verbs (φραστικά ρήματα). Αυτά τα τελευταία είναι αφενός πάρα πολλά σε αριθμό και αφετέρου οι τόσο δυσδιάκριτες εξωτερικές διαφορές τους κρύβουν μια τέτοια ποικιλία εννοιών (π.χ. put on=φοράω, put out=σβήνω [φωτιά], put off=αναβάλλω, put up with=ανέχομαι και πάμπολλα άλλα) που απαιτείται συνεχής ενασχόληση με τη συγκεκριμένη γλώσσα για να γίνουν κτήμα ενός μη φυσικού ομιλητή· παράλληλα η προσέγγισή τους πρέπει να γίνει διαφορετικά από αυτήν που αντίστοιχα θα χρειαστεί να καταβάλει ένας Αμερικανός ή μία Αμερικανίδα για να απομνημονεύσει ρήματα της ελληνικής.

Πάντα λοιπόν κάτι χάνεται, πάντα κάτι κερδίζεται, και αυτό ίσως αποτελεί μία από τις γοητευτικότερες πλευρές των ανθρώπινων γλωσσών!

Επιμέλεια: Νίκος Λουτράρης, Νίκη Γκόνου

Άφησε σχόλιο