Απ’ εδώ κι εμπρός ίντα να περιμένει κανείς; Ο καιρός ήλλαξε, οι βοριάδες ερκινήσανε κι ακόμα εν έχεις χαλώσει… Α περιμένεις πια μια και καλή μετά τις εγιές, σκέβεσαι, έμπα έβγα θα γίνουνε μες τις πατουμιές οι κουρελούδες… Αλλά σαν εμπήκες στο σπίτι εκοτοπούλιασες από την υγρασία κι ήρριξες έναν μποξά στην πλάτη… Κακοχράχει η ώρα τως, είπες από μέσα σου, εν έχει μείνει τίποτι πετρέλαιο, πάνε τρία χρόνια από τότε που εγέμισες το τάγκι κι επήες να φέρεις ξύλα ν’ ανάψεις το τζάκι, κακά ψυχρά… ας χαλάσεις και δυό τρία κούτσουρα…
Ήκατσες δίπλα στη φωτιά και το σώμα σου εκαψαλλίστηκενε, εζεστάθηνε… Ήταξες μα ε σου κάμει όρεξη να πας για βεγγέρα καρσί στην Κατίνα κι ας σου ’χενε παστελαριές, ζεστή κανέλλα και κουσέλι… Απλώνεις τα χέρια σου στη φωτιά κι αναλογίζεσαι τη βδομάδα που επέρασενε και χάνεις το μπούσουλα, ντρέπεσαι και τραβάς τα χέρια, σηκώνεσαι…
Ίντα να πρωτοσυλλογιστείς… Που σου ’ρτε ευτός ο ένφιας κι ο φπα και σου ’ρτενε γούσουρα κι ενεύριασες ξανά με τους «αριστερούς» καραγκιόζηδες… Που ακόμα κάμνουνε παρελάσεις για να περνούνε καμαρωτοί, είρωνες γραβατωμένοι και μη, με τα μυαλά τως φουσκωμένα και που εν έχουνε καταλάβει πως είναι αιρετοί και θα κριθούνε… Που επέρασες απέ το λιμεναρχείο κι ήπεσες απάνω σε αθρώπους που τα ρούχα τως ήτανε σύμουδα, με τα παιδιά τως, μούλα, να τρέμουνε… Άλλοι, σαν τα σφαντά, να γυρνούνε με τις μπατανίες στην πλάτη, κουκουλωμένοι, μανάδες να θηλάζουνε καταής στο χώμα, βρέφη να καιγούντενε απέ τον πυρετό, αποκαμωμένα στην αγκαλιά του πατέρα τως…
Παρόλες έρκονται στ’ αυτιά σου, από αθρώπους σε θέση περίοπτη: «Ευτά τα μπισκότα της ύπατης αρμοστείας είναι αρκετά για να χορτάσει κάποιος μια μέρα, έχουνε τις απαιτούμενες θερμίδες»… «Εγώ, τα γήπεδα δεν τα δίνω», «Εγώ, το Καλουτά δεν το δίνω», «Έχουμε σκεφτεί και θα στήσει η ύπατη αρμοστεία τέντες και σπιτάκια, ΙΚΕΑ περικαλώ, στη Σούδα, στο Κάστρο κι έτσι θα λύσομενε το στεγαστικό των προσφύγων και θα τους κρύψομενε, ε θα φαινούντενε και θα κάμομε και το χρέος μας και την καλή μας την πράξη σε όσους εν αντέχουνε να τους βλέπουνε»…
Καζάνι το κεφάλι, σαν εκείνο που εμαγείρευενε ο Νικόλας και τ’ άλλα τα παιδιά τα 40 κιλά φακές για τους πρόσφυγες…
Θολούρα στο μυαλό, σαν εκείνη τη σκόνη που σηκώνανε η Βικτωρία, η Ελένη, η Σταματία κι άλλοι πολλοί σαν εσκουπίζανε τις σκηνές για να τις έβρουνε καθαρές οι καινούργιοι πρόσφυγες…
Παγωμάρα στο σώμα, σαν εκείνη που νιώθουνε τα μωρά άμα τα τσιτσιδώνουνε η Μαρκέλλα, η Δέσποινα, η Τζένη για να τους βάλουνε στεγνά και καθαρά ρούχα, που νοικοκυρέψανε η Στάθια, η Αλεξάντρα, η Δέσποινα, γυναίκες πολλές που χώνουντενε, ολημερίς, σε στοίβες ρούχων…
Αγωνία στη ψυχή, σαν εκείνη που νοιώθει η Φιλία, ο Αντώνης, ο Στέφανος κι όλοι όσοι είναι απίκου… άμαν ακούς τον αέρα και διαβάζεις για ναυάγια…
Θες να κλιάψεις για όλα και για όλους, για τις ζωές που χάνουντενε στη θάλασσα, για τα μωρά που γεννιούντενε στον τόπο μας, για τα σπίτια που ανοίγονται για φιλοξενία… για τα βουρκωμένα μάτια της Σάσκιας άμα έρκεται σε απόγνωση, την κούραση της Νατάσσας… Για το νοιάξιμο της άμιας που καθημερινά φέρνει από το υστέρημα της μπισκότα για ν’ αναποσιχαριάσει τα παιδάκια… Κλαις από χαρά για τους ανώνυμους αλληλέγγυους, από λύπη για τους επώνυμους πολιτικάντηδες…
Και σκέβεσαι και λες πως όλα εδώ είναι κι όλοι μας θα κριθούμενε… για το καλό και το κακό… Αν είν’ παπάς… θα σημάνει…