Χρονιάρες μέρες ήρτανε και φαίνουντε από τα λαμπάκια που αναβοσβήνουνε γύρω-γύρω κι από τις παρκαρισμένες κούρσες όξω από τις μαρκέτες…
Καιρό εν έχεις για να στολίσεις, ούτε το καρεδάκι της μάνας δεν επρόκαμες να βάλεις… Ευτό… το κατακόκκινο… που σε κάθε του γωνιά είχενε κεντήσει ένα κεράκι με ένα γκι από κάτω, μερακλίδικο… Που κάθε χρόνο στο πλυντήριο δίνει στα υπόλοιπα ρούχα ένα χρώμα ροζουλί αλλιώτικο…
Όμως είπες πως φέτος θα δοκιμάσεις ξανά την τύχη σου… Θα σιάξεις γλυκά!.. Ευτή τη μυρουδιά στο σπίτι σου ήθελες να τη νοιώσεις μπας κι ανοιώσεις γιορτές… Επαρήγγειλες τ’ αλεύρια και τις ζάχαρες, τις βανίλιες και την άχνη. Ήσπασες τα μύγδαλα, τα βαλες να τα ξεσπρίσεις, ήβαλες στο γουδί τα καρύδια… Επήες απάνω σίφουνας.
Μάνα έχεις ένα πορτοκάλι, θα κάνω μελομακάρονα, της είπες με καμάρι… Αμέ κόρη μου… είπενε… και σου ’φερε δυό λεμόνια, όλο χαρά…
Κι ήκατσες στον καναπέ της, ρε μάνα τι είναι αυτό που μου ’φερες; Ε πως, κόρη μου, εν είναι καλά; Καλά είναι πορτοκάλια δεν είναι…
Έγειρες το κεφάλι πίσω και με κλειστά τα μάτια ερχίνησες να θυμάσαι μυρωδιές και γεύσεις δικές της… Στο στόμα σου ήρτενε το τραγανό της κουραμπιεδάκι, το όπως πρέπει μελωμένο μελομακάρονο, οι δίπλες που το αυγό ούτε που ακουγότανε… Άσε τα φαγιά της, άσε τη νοικοκυροσύνη της, εσύ ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι εν της πήρες, κατσιβέλα… Σε ’δε που κατσούφιασες, κατάλαβε πως κάτι δεν έκαμε καλά… κι επήε στο ψυγείο… Φρούτα έχεις; Ήφαες; ’Εχω… της είπες και την πήρες αγκαλιά να τη γλυκάνεις γιατί ξεύρεις πως της αρέσει τώρα πια και την αποζητά όπως κι εσύ…
Κατέβηκες στο σπίτι και κάθε διάθεση σου ’φυγε… Σκέβεσαι και εν ηξέρεις τι είναι πιο καλό τελικά… να ’χουνε οι μεγάλοι αθρώποι τα λογικά τως ή να μην τα ’χουνε; Και λες πως η μάνα είναι τυχερή, μπορεί να ξεχνά και να τα χάνει, όμως είναι στα ζεστά της, έχει τους δικούς της αθρώπους στο σπίτι της κι αλί στους αθρώπους τους ξεσπιτωμένους…
Και σου ’ρτενε στο μυαλό μια γυναίκα μελένια, εκειδά στα Ταμπάκικα τις προάλλες… Καθισμένη καταής, σε μια κουβέρτα, εκρατούσαινε το εγγονάκι της αγκαλιά… Που χρονιάρες μέρες είναι μακριά από το σπιτικό και το νοικοκυριό της, που δεν έχει την κουζίνα της να κάμει τα γλυκά για τον καινούργιο χρόνο που έρκεται… και που δεν ξέρει ούτε που θα ναι κι αν μπορέσει ξανά ποτέ να σιάξει χαλουάδες, μουχαλεμπί και μπακλαβάδες… Κι άραγες έχει μαζί της τις συνταγές της, τις θυμάται; Θα ’βρει ξανά έναν τόπο, ένα καλυβάκι να ’μπει μέσα, να βάλει ένα τσουκάλι στη φωτιά, να ’χει καλά γεράματα ή θα περιφέρεται μες την ταλαιπώρια; Γιατί θυμήθηκες ευτό που ΄λεγενε η μανή: ο κάβουρας στην τρύπα του μεγάλος άρχων ήτο… Και κάθε άθρωπος σε τούτη τη γη θε να ’χει το σπίτι του κι ευτό είναι το σωστό…
Η πρώτη δόση τα μελομακάρονα ήπιασενε κι ας ήσουνε δίπλα στο φούρνο… κι ύστερα σου φται η μάνα…