20160207
Πρωί πρωί ξεκινήσαμε να ανέβουμε στο Όρος αλλά το τσουχτερό κρύο και το χιόνι μας απέτρεψαν. Περπατήσαμε ένα κομμάτι από το μονοπάτι του Μάκελλου προς την Αμεθούντα και επιστρέψαμε το μεσημέρι. Kαθώς βγαίναμε από το φαράγγι αντηχούσαν τα μεγάφωνα του χωριού· καλούσαν τους κατοίκους στο δημοτικό σχολείο να συζητήσουν τα τοπικά θέματα. Κατεβήκαμε από το ξωκλήσι της Παναγιάς, τριγύρω μικρά κτήματα με ελιές και λίγες καλλιέργειες. Στα αφτιά μας έφταναν διάσπαρτοι ήχοι από όλων των ειδών τα οικόσιτα ζώα. Στην αυλή του σχολείου έπαιζαν καμιά δεκαριά καλοντυμένα παιδιά, τα ρώτησα πόσους μαθητές έχει το σχολείο: «Στη Χώρα πηγαίνουμε, εδώ δεν έχει μαθητές, κάνουμε μόνο μάθημα χορού».
Περπάτησα στο χωριό, νομίζεις ότι είναι μικρό, αλλά δεν είναι· μικρά σπίτια, αυτοσχέδια, με εμφανείς τις μικροεπεμβάσεις και τις αλλαγές· σε αρκετές κατοικίες ο όροφος και το ισόγειο αποτελούν ενιαίο σπίτι και συνδέονται με εξωτερική σκάλα. Ανέβηκα προς τον πύργο, μια πινακίδα δίνει πληροφορίες για τους φορείς υλοποίησης και το κόστος αναστήλωσης. Επτακόσιες χιλιάδες κόστισε, αλλά καμία πληροφορία για το πότε και αν είναι επισκέψιμος ο χώρος. Μήπως είναι άλλο ένα έργο από τα τόσα στο νησί και σε όλη τη χώρα που έμειναν έτσι, να φθείρονται χωρίς να χρησιμοποιούνται; Τελειώνουν οι εργασίες, και εκεί σταματά και η ενασχόληση των υπευθύνων, περνούν τα χρόνια και κάποια στιγμή χρειάζεται το έργο συντήρηση, χωρίς ουσιαστικά να έχει λειτουργήσει ποτέ.
Ανέβηκα την ξύλινη σκάλα του πύργου, το χωριό μοιάζει φυτεμένο στα βράχια, πάνω από το ρέμα. Δυο κορίτσια βγάζουν φωτογραφίες με το κινητό τους, το στήνουν και αυτοφωτογραφίζονται· σπάνιο να δω κοπέλες τριγυρίζοντας στα χωριά, μάλλον οφείλεται στη συνάντηση των χωριανών στο σχολείο. Συνέχισα τη βόλτα, είδα μια πινακίδα «φούρνος είσοδος από εδώ», διέσχισα τον κήπο, έστριψα αριστερά, η πόρτα ήταν ανοικτή και ο φούρναρης έριχνε ξύλα για να ανάψει το φούρνο. «Γεια σας, τι κάνετε;», «Εδώ, φυλάμε το χωριό. Εσύ πώς από τα μέρη μας;» «Ήρθαμε να περπατήσουμε στο βουνό.» «Μπράβο πολύ καλά κάματε.» «Ξέρεις τα μονοπάτια;» «Τα μονοπάτια; κάθε πέτρα ξέρω· κάτω από την κοιλιά της κατσίκας με γέννησε η μάνα μου, γίνεται να μην τα ξέρω;».
Ο χώρος είναι σπίτι, φούρνος και μικρό μπακάλικο· στους τοίχους αναμνηστικά και δημοσιεύσεις για το φούρνο και το χωριό. Μια χειρόγραφη πινακίδα γράφει «ψωμί ολικής», ζήτησα ένα, το δοκίμασα, πολύ νόστιμο. «Αλεύρι παίρνω από το μύλο στην Κοινή, αυτός αγοράζει Καλαμωτούσικα σιτάρια άμα βρίσκει, άμα δε βρίσκει φέρνει από αλλού καλό σιτάρι, είναι ο πιο σύγχρονος μύλος.» κάνω να τον πληρώσω, «τώρα; αυτό είναι κερασμένο τόση ώρα, ακόμα δεν το κατάλαβες;» «Τα πρόβατα τα κατεβάζετε στα Μαστιχοχώρια;» «Εμείς τα πάμε στους Ολύμπους, εκατό χρόνια τώρα.» «Πώς σε λένε;» τον ρωτώ φεύγοντας, «Γράφει στη σακούλα του ψωμιού που κρατάς· Γιάννη με βαφτίσανε.»