20160222
Είναι απόγευμα, φυσάει βοριάς αλλά δεν κάνει κρύο, η ατμόσφαιρα είναι καθαρή· πλησιάζω στο χωριό, στο βάθος πάνω από τους σχίνους και τις ελιές φαίνεται η θάλασσα και τα βουνά της μικρασίας. Μέχρι να αφήσω το μηχανάκι και να κάνω λίγα βήματα είχαν αρχίσει να γαβγίζουν τα σκυλιά, μια γυναίκα βγήκε να δει τι γίνεται: «παραξενεύτηκα που αρκήσανε να γαυγίζουν, κι ήβγα να δω ήντα ‘γινε».
Κατά τ’ άλλα ησυχία στο μικρό χωριό, κάποιος καίει κλαδιά, κάποιοι σκάβουν, μια γυναίκα κοσκινίζει· κάτι τη ρώτησα μου απάντησε μονολεκτικά. Την ησυχία έσπασε ο ψαράς από τα Νένητα: «Γιαρέμ, γιαρέμ, έχω μαρίδα φρέσκια», σταμάτησε μπροστά στην κυρία με το κόσκινο· αυτή κοίταξε τα ψάρια, «εν είναι φρέσκα, από πότε τα ‘χεις;», «βρε Μαρίκα φρέσκα είναι· σημερινά. Να μύρισε» -μου δίνει ένα να το μυρίσω. «Ε μου ‘ρτανε εμένα», «τόσα χρόνια έρκομαι στην Παγίδα, μπαγιάτικα ψάρια α σου ‘φερνα;» Τελικά η αγοραπωλησία δεν έγινε.
Κατηφόρισα προς την ανατολική άκρη του χωριού και συνέχισα προς το νεκροταφείο, δίπλα μια πρόσφατα συντηρημένη εκκλησία και τριγύρω ένα περιποιημένο περιβόλι. Επέστρεψα στον κεντρικό δρόμο, κάποιος βγήκε από το μικρό καφενείο· μου είπε ότι το χωριό παλιά ήταν στην ανατολική πλευρά, «αλλά με το χαλασμό γκρεμίστηκε και το χτίσανε πιο πάνω»· η εκκλησία που είδα σώθηκε, είναι του χίλια επτακόσια τόσο. «Εικοσιτέσσερις αθρώποι είμαστε, όλοι σχεδόν ηλικιωμένοι, έχουμε και μια οικογένεια με δυο παιδιά. Ο καφετζής εδώ είναι ενενήντα χρονών, εβδομήντα χρόνια καφετζής, έλα να σε κεράσουμε ένα καφέ».
Πήγα στα Φλάτσια και μόλις σκοτείνιασε επέστρεψα στο καφενείο. Μικρός και πολύ ζεστός από την ξυλόσομπα ο χώρος, ευγενής ο καταστηματάρχης, παλιά είχε φορτηγό και έκανε μεταφορές: «Όλους τους χωριανούς σου, τους αγρότες της Καλαμωτής τους ήξερα, τους πήγαινα καρπούζια στο παζάρι.» Μου απαρίθμησε πολλούς, οι περισσότεροι δεν ζούνε. Δίπλα μου καθόταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με κοίταξε έντονα· «Εμένα με θυμάσαι; έχουν περάσει χρόνια έπαιζα μπάλα στην Καλαμωτή έντεκα χρόνια, όλοι στο χωριό σου με ξέρουνε, πήγαινε στο καφενείο και πες τους χαιρετίσματα από το Γερμανό, έτσι με ξέρουνε». Μετά ήρθε ο κυρ Γιάννης που γνώρισα νωρίτερα και ένας χωρατατζής που τους πείραζε όλους. Κάποιος είπε κάτι για κούρεμα, τους ρώτησα: « πού κουρεύεστε;» «εγώ κουρεύτηκα σήμερα στη Χώρα, άλλος πάει στο Θολοποτάμι, άλλος φωνάζει κάποιον και έρκεται εδώ».