του Γιώργου Τσιάκαλου
Σύνορα, εμπορεύματα, άνθρωποι
Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός της ελεύθερης διακίνησης των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται «παγκοσμιοποίηση». Την ίδια ώρα πολλοί περιορισμοί, με τη μορφή εθνικών και υπερεθνικών συνόρων, ορθώνονται στη μετακίνηση των ανθρώπων, χωρίς, όμως, να αφορούν όλους το ίδιο: είναι σχεδόν ανύπαρκτοι για τους πολίτες των πλούσιων και ισχυρών κρατών και σχεδόν απόλυτοι για τους πολίτες των φτωχών περιοχών της γης. Έτσι, ενώ η απόλυτη φτώχεια που επικρατεί σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη (κυρίως εξαιτίας της πολυποίκιλης και αδυσώπητης εκμετάλλευσης τους από τις ισχυρές χώρες) υποχρεώνει τους ανθρώπους να αναζητήσουν σε άλλα μέρη τη δυνατότητα επιβίωσης, τα πλούσια κράτη συνασπίζονται με ένα διπλό στόχο: αφενός να παράσχουν στους πολίτες τους ελευθερία μετακίνησης χωρίς ελέγχους (με κύριο σκοπό την απάλειψη κάθε εμποδίου στη λειτουργία μιας ενιαίας αγοράς που εγγυάται υψηλότερα κέρδη), και αφετέρου να ελέγξουν και να παρεμποδίσουν την είσοδο στην επικράτειά τους των θυμάτων της φτώχειας και των πολέμων.
Με το πρώτο μέρος της πολιτικής αυτής υπόσχονται στους πολίτες τους ένα κόσμο ευημερίας και ελευθερίας, ενώ με το δεύτερο υποβάλλουν την άποψη ότι η μαζική έλευση μεταναστών και προσφύγων αποτελεί μια μεγάλη απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάθε μέσο, και για το σκοπό αυτό προβάλλουν ως απαραίτητη τη συνεργασία στο πλαίσιο νέων εθνικών και υπερεθνικών μηχανισμών καταστολής. Όσα βιώνουμε σήμερα (τους θανάτους στο Αιγαίο, τις συνθήκες ζωής στην Ειδομένη και στα Κέντρα (δήθεν) Φιλοξενίας, τους φράχτες και τα τείχη ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης, τη συρροή ξένων στρατευμάτων στα σύνορα της Ελλάδας) είναι αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η οποία κάνει την Ευρώπη να διολισθαίνει όλο και γρηγορότερα στην απανθρωπιά, την κρατική ανομία, τη βία και τον ανορθολογισμό –δηλαδή, στην υπονόμευση της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από την Ομάδα TREVI στη Συνθήκη Schengen και στη Σύνοδο του TAMPERE
Κοιτάζοντας προς τα πίσω γίνεται πλέον φανερό ότι ο τρόπος που ξεκίνησε η συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών για τη διαχείριση των συνόρων τους προδίκαζε τη συνέχεια και το σημερινό κυρίαρχο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η πολιτική για τα θέματα των μεταναστών/ριών και των προσφύγων.
Το πρώτο βήμα ήταν η συγκρότηση (από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών των μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) της Ομάδας TREVI τον Ιούλιο του 1976. Αφορούσε την συνεργασία στους τομείς της «εσωτερικής ασφάλειας» και του «ελέγχου των συνόρων» με άμεσο στόχο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Το όνομα TREVI (Terrorism, Radicalism, Extremism, Violation International) αναδεικνύει τη λογική εκείνης της εποχής, όπου ως σημαντική απειλή για μια ευρωπαϊκή οικονομική ζώνη χωρίς εθνικούς περιορισμούς θεωρούνταν η τρομοκρατία, ο ριζοσπαστισμός, ο εξτρεμισμός και η διεθνής βία. Έτσι, αυτονόητη θεωρήθηκε από την αρχή η συνεργασία της Ομάδας με τις (μυστικές) Υπηρεσίες Ασφαλείας, ενώ το 1988 δημιουργήθηκε η Ομάδα «TREVI 1992» με ειδική αποστολή, πρώτα, τη μελέτη των συνεπειών και των παρενεργειών που θα είχε η πλήρης κατάργηση των εσωτερικών συνόρων στην Ευρώπη, και, κατόπιν, το σχεδιασμό του τρόπου αντιμετώπισης των κινδύνων που θα συνεπάγονταν αυτές.
Στον παραπάνω σχεδιασμό βοηθήθηκαν από την ανάλυση και τα συμπεράσματα μιας υπο-επιτροπής που είχε συγκροτηθεί το 1983, με σκοπό τη μελέτη της μετανάστευσης και του ασύλου. Εκείνη, στη δική της έκθεση, υιοθετώντας μια αρνητική αντίληψη για τους πρόσφυγες και συνδέοντάς τους με την τρομοκρατία, πρότεινε τη θέσπιση μιας πολύ αυστηρής και περιοριστικής πολιτικής στη χορήγηση ασύλου. Αποδείχτηκε επανειλημμένα ότι ο συσχετισμός προσφύγων και τρομοκρατών δεν στηρίχτηκε ποτέ σε πραγματικά στοιχεία αλλά μόνον σε αρνητικές προκαταλήψεις, έμελε όμως να έχει ισχυρή και διαρκή επίδραση σε όλες τις σχετικές διεργασίες που ακολούθησαν στο μέλλον.
Η Συνθήκη Schengen (που έφτασε στη σημερινή ης μορφή μετά από πολλές φάσεις) και οι Συμφωνίες του Δουβλίνου είναι τελικά αυτές που διέπουν το σημερινό καθεστώς. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι, αφενός, η χωρίς ελέγχους μετακίνηση των ανθρώπων ανάμεσα στις χώρες που υπέγραψαν και εφαρμόζουν τη συνθήκη και, αφετέρου, ο έλεγχος της εισόδου πολιτών που προέρχονται από χώρες «εκτός Schengen”. Για τους τελευταίους υπάρχουν διαφορετικές προβλέψεις για διαφορετικές κατηγορίες, γενικά όμως κυριαρχεί η διάταξη ότι για την είσοδο απαιτείται ειδική βίζα (είχε προταθεί από την Ομάδα TREVI), που χορηγείται με αυστηρές και ιδιαίτερα περιοριστικές προϋποθέσεις από τις προξενικές αρχές των κρατών-μελών Schengen στο εξωτερικό (και κατ’ εξαίρεση, για ειδικές περιπτώσεις, στα σύνορα μιας χώρας). Ουσιαστικά η Συνθήκη Schengen είναι το επίσημο κείμενο οριοθέτησης της Ευρώπης ως «Φρούριο».
Πάντως, επειδή η Συνθήκη αυτή χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει κάθε κατασταλτική ενέργεια σε βάρος των προσφύγων, είναι σημαντικό να υπενθυμίσει κανείς την εξειδίκευση που έγινε σε σχέση με το θέμα αυτό στη Σύνοδο του TAMPERE (15-16 Οκτωβρίου 1999). Στις σχετικές αποφάσεις τονίζεται: (Συμφωνούμε) «να δημιουργήσουμε ένα κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου που θεμελιώνεται στην πλήρη και συμπεριληπτική εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης, διατηρώντας την αρχή της μη-επαναπροώθησης», με «απόλυτο σεβασμό στο δικαίωμα αίτησης ασύλου». Μάλιστα, στη Σύνοδο αποφασίστηκε και η δημιουργία Ειδικού Ταμείου για τις περιπτώσεις «μαζικής εισόδου προσφύγων» που θα χρειάζονταν «παροδική προστασία», δηλαδή για καταστάσεις σαν τη σημερινή.
Η Σύμβαση της Γενεύης
Η Σύμβαση της Γενεύης κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζητήσει προστασία σε μια άλλη χώρα επικαλούμενος το γεγονός ότι κινδυνεύει στη χώρα του. Όμως, ενώ το δικαίωμα στην υποβολή αιτήματος είναι απαραβίαστο και η υποχρέωση της χώρας να το εξετάσει είναι αδιαπραγμάτευτη, η διαδικασία εξέτασης και η σχετική απόφαση εμπίπτουν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της κάθε χώρας. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος υπάρχουν κράτη που εγκρίνουν την πλειοψηφία των αιτήσεων πολιτών από συγκεκριμένες χώρες, ενώ την ίδια ώρα άλλα κράτη απορρίπτουν όλες τις αιτήσεις ανθρώπων από τις ίδιες χώρες και με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα ανήκει στα κράτη με τα μικρότερα ποσοστά εγκρίσεων (0,6%), ενώ τα ποσοστά για ορισμένες ομάδες σε κράτη, όπως η Σουηδία, φτάνουν ακόμη και το 90%.
Σε σχέση με τη Συνθήκη Schengen και τις Συμφωνίες του Δουβλίνου είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αίτηση για άσυλο ή προστασία μπορεί να υποβληθεί από ένα άτομο μόνον σε μία χώρα και μία φορά, και η σχετική απόφαση –θετική ή αρνητική- ισχύει για όλες τις χώρες της ΕΕ. Αυτό εξηγεί τον λόγο για τον οποίον πολλοί/ες πρόσφυγες αποφεύγουν και αρνούνται να ζητήσουν άσυλο ή προστασία σε ορισμένα κράτη, όπως είναι κυρίως η Ουγγαρία και η Ελλάδα: γνωρίζουν ότι εκεί δεν υπάρχει ελπίδα έγκρισης και ότι η αρνητική απάντηση αποκλείει κάθε δυνατότητα αναζήτησης προστασίας κάπου αλλού στην Ευρώπη.
Γενικά, μπορεί να ξεχωρίσει κανείς δύο κατηγορίες κρατών στον τρόπο εφαρμογής της Σύμβασης της Γενεύης:
Στην πρώτη ανήκουν χώρες, οι οποίες στην εξέταση της αίτησης ασύλου ή προστασίας έχουν ως κύριο και αποκλειστικό μέλημα να διαπιστώσουν εάν είναι αληθινοί οι λόγοι που επικαλείται ένα άτομο, και εάν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε όσα προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης. Οι χώρες αυτές αποδέχονται στην ουσία της τη Σύμβαση της Γενεύης και τα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από αυτήν.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν χώρες, οι οποίες στην εξέταση της αίτησης έχουν ως αφετηρία τη διερεύνηση των πιθανών «κινδύνων» σε περίπτωση παροχής ασύλου. Οι «κίνδυνοι» αυτοί μπορεί να σχετίζονται με την υποχρέωση παροχής υλικής βοήθειας και δυνατότητας συμμετοχής στην αγορά εργασίας, με τον φόβο διπλωματικών εντάσεων, ακόμη και με αταβιστικές θεωρίες για «υπονόμευση της καθαρότητας της φυλής». Οι χώρες αυτές δεν αποδέχονται στην ουσία της τη Σύμβαση της Γενεύης, παρόλο που την έχουν υπογράψει, δηλαδή δεν αποδέχονται το δικαίωμα ενός ανθρώπου που κινδυνεύει η ζωή του ή η ελευθερία και η αξιοπρέπεια στη χώρα του, να ζητάει και να βρίσκει καταφύγιο και ασφάλεια σε μια άλλη χώρα. Πρόκειται για χώρες, στις οποίες θεωρείται ότι η επίκληση της έννοιας «εθνική ασφάλεια» αποτελεί αποδεκτό λόγο για τον περιορισμό ή την πλήρη καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ελλάδα και πρόσφυγες
Η Ελλάδα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία χωρών, με προεξάρχοντα, μάλιστα, ρόλο στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά την καταπάτηση του δικαιώματος των ανθρώπων να ζητούν προστασία. Ήδη από τη δεκαετία του 1990 υπήρξαν εκθέσεις διεθνών οργανισμών και ανθρωπιστικών οργανώσεων που έδειχναν μια συστηματική παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης ακόμη και στα πιο απλά στοιχεία της, τον απόλυτο σεβασμό των οποίων απαιτούσε και αυτή η Συνθήκη Schengen: δηλαδή, το δικαίωμα στην αίτηση του ασύλου και την απαγόρευση της επαναπροώθησης (πριν την εξέταση του αιτήματος προστασίας από την αρμόδια υπηρεσία).
Οι συστηματικές παραβιάσεις των προηγούμενων δεκαετιών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 2011, όταν η Ελλάδα συμφώνησε με την Τουρκία και ανέθεσε στη χώρα αυτή να εμποδίζει τη νόμιμη προσέγγιση των συνοριακών μας σταθμών σε όσους ταξιδιώτες (με νόμιμα έγγραφα) δεν είχαν βίζα Schengen. Έτσι, με τη βοήθεια της Τουρκίας απέκτησε τη δυνατότητα να παραβιάζει τη βασική αρχή της Σύμβασης της Γενεύης που είναι τα αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζητάει προστασία.
Η συμφωνία αυτή με την Τουρκία συμπληρώθηκε αμέσως μετά με την κατασκευή στον Έβρο του πρώτου φράχτη στην Ευρώπη (στον οποίον χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το φονικό λεπιδοφόρο συρματόπλεγμα που φέρει το όνομα «Σύρμα του ΝΑΤΟ»), και κατόπιν με την εγκατάσταση και λειτουργία της πιο σύγχρονης τεχνολογίας (θερμικές κάμερες, ανιχνευτές καρδιακών παλμών, «τεχνητές μύτες) για την ανίχνευση και σύλληψη όσων θα προσπαθούσαν να περάσουν παράτυπα τα σύνορα για να ασκήσουν με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα αίτησης προστασίας. Η συνεργασία με την Τουρκία περιλαμβάνει το δικαίωμα (και ταυτόχρονα υποχρέωση) των Ελληνικών αστυνομικών αρχών να σαρώνουν με τις θερμικές κάμερες το έδαφος της Τουρκίας σε βάθος δύο χιλιομέτρων, και, όταν διαπιστώνουν «ύποπτη» κίνηση, να ενημερώνουν την Τουρκική αστυνομία για να συλλαμβάνει τα άτομα.
Η παραπάνω συμφωνία ντροπής για την Ελλάδα πήρε και ευρωπαϊκή έγκριση με τη συμφωνία που υπογράφτηκε στις 28 Μαΐου 2012 ανάμεσα στην Τουρκία και στην FRONTEX. Έτσι, η Ελλάδα απέκλεισε το δικαίωμα στους ανθρώπους από τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και από τις άλλες περιοχές πολέμου, φυσικών καταστροφών, πείνας και διωγμών να προσεγγίζουν την Ευρώπη με νόμιμο και ασφαλή τρόπο. Συνειδητά ως μόνη δυνατότητα διέλευσης αφέθηκε το Αιγαίο. Με την ελπίδα των κυβερνήσεων της Ευρώπης και όλων των κυβερνήσεων της Ελλάδας από το 2011 μέχρι σήμερα ότι οι εκατοντάδες θάνατοι που έμελλε να συμβούν στα νερά τα Αιγαίου θα λειτουργούσαν ως μέσον εκφοβισμού και αποτροπής των προσφύγων.
Πράγματι, όπως προσδοκούσαν οι κυβερνήσεις, το Αιγαίο έγινε ο υγρός τάφος αμέτρητων ανθρώπων, κυρίως μωρών, μικρών παιδιών και των μανάδων τους. Όμως, αντίθετα από τις δικές τους προσδοκίες, ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν από τη χώρα μας, βίωσαν τη συμπαράσταση εκατοντάδων χιλιάδων απλών ανθρώπων, και κατευθύνθηκαν προς τη Βόρεια Ευρώπη. Το 2015 η πορεία των κατατρεγμένων της γης και η συμπαράσταση των πολιτών της Ευρώπης σάρωσαν το Schengen και το Δουβλίνο.
Η ακροδεξιά Ευρώπη και το αρνητικό «πρότυπο Ελλάδα»
Ακολούθησε η αντεπίθεση των ακροδεξιών κυβερνήσεων κάποιων ευρωπαϊκών κρατών με επικεφαλής την Ουγγαρία. «Αποφάνθηκαν» ότι οι πρόσφυγες αποτελούν κίνδυνο για τον πολιτισμό και την ασφάλεια της Ευρώπης, και, ψάχνοντας να βρουν τρόπο για να τους κρατήσουν έξω από αυτήν, ανακάλυψαν το «πρότυπο Ελλάδα»: ύψωσαν φράχτες κατά το πρότυπο του Έβρου, και ζήτησαν από τις γειτονικές τους χώρες να μην επιτρέπουν κανέναν χωρίς βίζα Schengen να προσεγγίζει τα σύνορά τους, κατά το πρότυπο της συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Και όταν η Ελλάδα πήγε να διαμαρτυρηθεί, τότε οι μεσάζοντες της FRONTEX υπενθύμισαν στην κυβέρνησή μας ότι αυτή πρώτη απ’ όλους είχε κλείσει τα σύνορα, πρώτη ύψωσε φράχτες και πρώτη παραβίασε τις βασικές αρχές της Σύμβασης της Γενεύης. «Και τώρα συνεχίζετε την ίδια πολιτική στα χερσαία σας σύνορα, γιατί να μην κάνουν το ίδιο και οι άλλοι;» ήταν το αμείλικτο ερώτημα. Στο ερώτημα αυτό η κυβέρνησή μας απάντησε αποδεχόμενη στην πράξη την κατάσταση στην Ειδομένη, προφανώς για να μπορέσει να διατηρήσει την ίδια κατάσταση στον Έβρο. Και τη συνέχισε επεκτείνοντας το «σύρμα του ΝΑΤΟ» από τον Έβρο στο Αιγαίο, όπου πια θα καταγράφει τους εκατοντάδες νεκρούς όχι μόνον η FRONTEX αλλά και η αρμάδα του ΝΑΤΟ.
Επιστροφή στην τήρηση της Σύμβασης της Γενεύης ΤΩΡΑ!
Η υιοθέτηση από άλλα κράτη της Ευρώπης εκείνης της πολιτικής απέναντι στους πρόσφυγες, που πρώτη η Ελλάδα ξεκίνησε στον Έβρο, πλήττει τους πρόσφυγες και ταυτόχρονα λειτουργεί σαν θανάσιμο μπούμερανγκ για την ίδια τη χώρα μας. Τώρα μετρούμε πια νεκρούς και στα ποτάμια και στις χαράδρες των Βόρειων γειτόνων μας. Τώρα μετρούμε πια και τις χώρες -ολοένα και περισσότερες!- που αναπτύσσουν στρατεύματα από την άλλη μεριά των βόρειων συνόρων μας: η Ιταλία στο έδαφος της Αλβανίας, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία στο έδαφος της ΠΓΔΜ. Τώρα, βλέπουμε να περιπολούν στα θαλάσσια σύνορά μας στο Αιγαίο, μετά από αίτηση της κυβέρνησής μας, ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, στις οποίες συμμετέχουν με πλοία τους όλες εκείνες οι χώρες του ΝΑΤΟ που εμπλέκονται στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία. Υπάρχει κανείς που να είναι τόσο αφελής πολιτικά ώστε να θεωρεί ότι όλα αυτά αποτελούν κάτι το κανονικό, για το οποίο δεν χρειάζεται ν’ ανησυχεί;
Μία είναι η διέξοδος: επιστροφή στην απόλυτη τήρηση της Σύμβασης της Γενεύης, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπαράσταση στα θύματα των πολέμων και της πείνας. Αυτό έδειξαν οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες με την έμπρακτη και ανιδιοτελή συμπαράστασή τους στους/στις πρόσφυγες. Αυτό είναι το δικό μας «πρότυπο Ελλάδα» που στέλνουμε στην Ευρώπη. Και θα το επιβάλουμε απέναντι στο απάνθρωπο πρότυπο που υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις μας.
Ο Γιώργος Τσιάκαλος είναι ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ομιλητής στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες Χίου «ΛΑΘΡΑ;» με θέμα «Οι ευρωπαϊκές πολιτικές για τους πρόσφυγες και η κοινωνία των πολιτών» το Σάββατο 19/3/2016