Το βιβλίο «Βγερού γλυκά φανού» και η συμμετοχή μου σ’ ένα εγχείρημα ανασύστασης των τοπίων της μνήμης, της ψυχής και της γλώσσας
της Στέλλας Τσιροπινά
O Δημήτρης Πικιώνης, στα 1929, μετά από ένα ταξίδι του στο νησί της καταγωγής του, τη Χίο, είχε γράψει: «…καταπλέοντας προς τη Χίο, προσπαθεί να διαβάσει κανείς πάνω στη γύμνια και την αγριάδα της (…). Με την αποτέφρωση των δασών η γη κατολίσθησε, αποκαλύπτοντας τη φυσιογνωμία ενός εδάφους ηφαιστιογενούς που δονήθηκε συχνά από σεισμούς (…) κάτι το ευάλωτο και θηλυκό αναμειγνύεται αλλόκοτα με το τραχύ. Και σε αυτόν που γνωρίζει την Ιστορία αυτού του νησιού, παρεισφρέει μιαν ακαθόριστη αίσθηση αίματος…»
Δεν είχα πει ποτέ στο φίλο Γιώργο Χατζόπουλο –το μαθαίνει, με την ευκαιρία της παρουσίασης της νουβέλας του «Βγερού γλυκά φανού»- ότι οι λέξεις που ένιωθα να χαρακτηρίζουν περισσότερο τα πρόσωπα της ιστορίας του είναι ακριβώς αυτές: γύμνια, αγριάδα, θηλυκό, αίμα, ευάλωτο, τραχύ, Ιστορία, λέξεις που περιγράφουν τα ψυχικά τοπία των πρωταγωνιστών του, τα οποία ρημάζονται θαρρείς από έναν ολότελα καταστροφικό σεισμό, είτε αυτός αντιστοιχεί στα γεγονότα των σφαγών του 1822, είτε έχει να κάνει με το συναισθηματικό ακρωτηριασμό μιας απιστίας κι ενός επικείμενου διαζυγίου σ’ ένα σύγχρονο ζευγάρι των ημερών μας.
Και πράγματι: οι βασικές πρωταγωνίστριες της νουβέλας του, μέσα από την συνύπαρξη ή την αντίστιξή τους υπάρχουν και αναπνέουν είτε ως πρόσωπα-παίγνια της Ιστορίας, είτε ως λογοτεχνικοί χαρακτήρες, σε ένα πλαίσιο, που εναλλάσσει την αγριότητα με την ευπάθεια, το αίμα της ζωής με το αίμα της σφαγής, τη γύμνια της ψυχής με τον πλούτο της. Και η σταθερή επιδίωξη τους είναι να στηθούν ξανά στα πόδια τους, μετά από όσα τις έχουν συγκλονίσει, αλλά ευτυχώς, δεν τις έχουν αφανίσει.
Ο αναγνώστης του βιβλίου έχει την ευκαιρία να ακολουθήσει το ιδιαίτερο νήμα της σκέψης του Γ.Χ., τα ερωτήματα και τις αγωνίες του. Ερωτήματα ενός ανθρώπου που η ωριμότητα της ενήλικής του ζωής κονταροχτυπιέται με προβληματισμούς που απορρέουν από διαβάσματα, εμπειρίες και βιώματα, άμεσα και έμμεσα. Ερωτήματα όπως:
Πώς συνυπάρχουν ο άντρας και η γυναίκα σε συνθήκες πραγματικού πολέμου ή ακήρυχτου διαπροσωπικού ψυχικού πολέμου;
Πόσο πολυδιάστατες μπορεί να είναι λέξει, όπως οι ακόλουθες, στο αντιθετικό ζευγάρωμά τους: θύτης-θύμα, θάνατος-ζωή, δυστυχία-ευτυχία, μικρόνοια-γενναιοδωρία, ατιμία-εντιμότητα, εκδικητικότητα-συγχώρεση, προδοσία-πίστη, ηδονή-ερωτική αγάπη, ατομικότητα-οικογενειακή ζωή, λήθη-αλήθεια, προσωπικό βίωμα-συλλογική μνήμη;
Πόσο ακόμη, το παρελθόν, το κοντινό ή το απώτερο, ζει και ανασαίνει μέσα στο δικό μας παρόν, πόσο, ενίοτε, μπορεί να μας δίνει ζωογόνα λακτίσματα ενσυναίσθησης, δημιουργικότητας και συνειδητότητας;
Όλα αυτά, αλλά και άλλα επιμέρους ερωτήματα, αρθρώνονται ρητά ή συγκαλυμμένα μέσα από τις δύο γυναικείες φωνές του βιβλίου, την Αγγελική και τη Βγερού, αλλά και τις λιγότερο ηχηρές φωνές, του Νικόλα, του Κιβεσόγλου, του Ζαννή του Κρίτσα, της Ανθής. Μέσα από τις φωνές αυτές συνδιαλέγονται, άλλοτε συγκρουόμενες, άλλοτε ομονοούσες οι φωνές του παρελθόντος και του παρόντος, της ιστορικής μαρτυρίας και του σύγχρονου προσωπικού βιώματος, της λαϊκότητας και του κοσμοπολιτισμού, της συλλογικότητας και των ατομικών επιλογών, των παράλληλων προσωπικών ιστοριών που τροφοδοτούν κάποτε και τα νερά της Ιστορίας των Μεγάλων Γεγονότων.
Το εγχείρημα της σύνθεσης όλων των παραπάνω ήταν, πράγματι, πολύ τολμηρό, αλλά ο Γ. Χ. το υποστήριξε με έναν τρόπο τελείως αφοπλιστικό: στηρίχτηκε στις αυθεντικές προσωπικές μαρτυρίες των Σφαγών, τις καταγεγραμμένες από τον Στυλιανό Βίο, συνάρμοσε σε αυτές τα προσωπικά του βιώματα και ανησυχίες, εφαρμόζοντας, έτσι, στην πράξη, τη σοφή παραδοχή του Γιώργου Σεφέρη: «είναι παιδιά πολλών γονιών τα λόγια μας».
Πώς όμως εκφέρονται αυτά τα λόγια; Πώς από το συνταίριασμά τους, τη γραμματική και το συντακτικό τους, τις παύσεις τους και τις αποσιωπήσεις τους μπορούν να γεννήσουν τους χαρακτήρες ενός έργου, να ζωντανέψουν τις περιγραφές και αφηγηματικά τμήματά του, να ζωοποιήσουν τους διαλόγους του; Και αν η γλώσσα της Αγγελικής δεν μπορεί παρά να είναι δεδομένη, ποια θα μπορούσε να ήταν η λαλιά της Βγερούς;
Η πρακτική απάντηση στο ερώτημα ήταν από την πλευρά μου το επιστέγασμα μιας διετούς σχεδόν συνεργασίας/συνομιλίας με τον Γ.Χ., από τη στιγμή που άναψε μέσα του ο πρώτος σπινθήρας της έμπνευσης του βιβλίου μέχρις όταν ξεπροβοδίσαμε το τελευταίο δοκίμιο για το «τυπωθήτω» από τις εκδόσεις «Αιώρα». Η δική μου συνεισφορά ήταν, λοιπόν, στο να υποστηρίξω τη χιώτικη ταυτότητα της Βγερούς: να ανασυστήσω δηλαδή πειστικά τα τοπία της καταγωγής της και τα τοπία της ψυχής της. Με αυτήν την επιδίωξη, ακολούθησα το νήμα της αφήγησης της που ο Γ. Χ. έγραφε στη σύγχρονη γλώσσα μας, μεταγράφοντας το ωστόσο ευθύς αμέσως στην ντοπιολαλιά που η Βγερού θα μπορούσε να μιλήσει σαν μια δυνητική γιαγιά μιας Χιώτισσας προγιαγιάς μας.
Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς ο Γ. Χ. επιχειρούσε να καταδυθεί στην Ιστορία, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε ένα διδακτικό νόστο για λογαριασμό της σύγχρονης ηρωίδας του, της Αγγελικής, έτσι κι εγώ έπρεπε να «ντύσω» την αφήγηση της Βγερούς με μια «νόστιμη», με την ομηρική σημασία της λέξης, γλώσσα, που θα μπορούσε να μας επιστρέφει με κάθε φρασούλα της σ’ εκείνη την εποχή και σε εκείνη την κοινωνία.
Θα έπρεπε να είναι μια γλώσσα που για την ίδια τη Βγερού, την ηρωίδα που επέζησε των σφαγών και της δουλείας, θα ήταν το μόνο ζεστό κουκούλι που της είχε απομείνει. Στις λέξεις της και μόνο θα φώλιαζε πια το παρελθόν της και με τις λέξεις αυτές θα έπρεπε να σχετίζεται το παρόν και το μέλλον της. Η γλώσσα αυτή θα ήταν ο τόπος της, η μάνα, ο πατέρας της, τα αδέρφια της και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να είναι μια γλώσσα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε αυταρέσκεια, με έντονα τα σημάδια της προφορικής της εκφοράς, ζυγιασμένη ανάμεσα στα συλλογικά πάθη της Ιστορίας και την εξομολογικότητα της βιωμένης περιπέτειας.
Ευτυχώς, για τη δική μου γενιά, η γλώσσα αυτή θάλλει ακόμη εντός μας, επειδή μας κληροδοτήθηκε από γονείς Δημοτικού μεν, αλλά, αυθεντικούς της φορείς, ανθρώπους που είχαν μάθει από τους δικούς τους γονείς να την υπηρετούν με φυσικότητα και μέτρο, όπως ακριβώς, ταπεινά και διά βίου, υπηρετούσαν τη γη και τη φύση που τους έθρεφε. Μέσα σ’ αυτή τη γλώσσα και στις παραξενιές της, τις παραξενιές δηλαδή των τοπικών ιδιωμάτων, πριν βέβαια τα αποξεχάσουμε, κατοικούσε ο κοινοτικός τρόπος ζωής, μια συλλογικότητα που κεντήθηκε από μια μακριά αλυσίδα γενεών στο πέρασμα πολλών απαράλλαχτων αιώνων, μια γλώσσα που έμοιαζε κι αυτή απολύτως φυσικό δημιούργημα, κοινωνικό πρωτίστως, αλλά και, παράλληλα, ένα ακριβό αντίδωρο ευγνωμοσύνης στο θάμπος της μαγικής φύσης που περιέβαλε τους παλιούς ανθρώπους.
Βέβαια, όπως η ιστορία της Βγερούς στα περισσότερα σημεία της είναι επινοημένη έτσι και η γλώσσα της, από την αρχή μέχρι το τέλος του μονολόγου που δημοσιεύεται στη νουβέλα ως επίμετρο με τον τίτλο: «Η ιστορία της Βγερούς, όπως τη θυμόταν η δισέγγονή της, η κερά-Στελιανή», είναι και αυτή επινοημένη. Με αυτή την έννοια βρίθει -όπως είναι φυσικό- ποικίλων λεκτικών αναχρονισμών, όπως και η ίδια η αφήγηση της Βγερούς, που για να αποκτήσει τη λογοτεχνική πλέον αληθοφάνειά της πιάνεται από πολλές «σημαδούρες» -ας το πούμε έτσι- τοπωνυμίων, ονομάτων, αντιλήψεων που, βεβαίως, συνιστούν στην πραγματικότητα μία προβολή στο μέλλον, αν σκεφτούμε ότι η χρονική αφετηρία της αφήγησης είναι το έτος 1822:
(…) Με τα πολλά, εφτάσαμε στης Κόρης το Γιοφύρι κι εβρέξαμε και το χειλάκι μας στην όχτη του Παρθένη που, τόπους-τόπους, ετρέχανε ακόμα τα νερά του. Ο Ζαννής κι εγώ ενηφορίσαμε για τα Λιβάδια, οι άλλοι πια το βάλαν για τη Χώρα. Ομπρός μου ο Ζαννής και καταπόδι του εγώ. Εννιά μερώ φεγγάρι εφώτιζε τη στράτα μας, άμαν επιάσαμε το ποταμάκι του Κουφού.
Μόλις ήβγαμε στο περιβόλι του Λουτράρη, Χριστούλη μου και Παναγιά, ίντα να δούνε τα ματάκια μας! Τα τοιχογύρια όλα, βουλημένα, καμένα σπίτια, σωροί σωροί οι πέτρες, αθρώποι πεταμένοι εδώ κι εκεί. Εδιασκελούσαμε από πάνω τως για να περάσομε. Τους επατούσαμε, σαν που πατούν τον Αύγουστο, απάνω στα συκάμινα, που κείτουνται στο χώμα. Στο τσαρδάκι της κοκώνας Βεργινώς με πήρανε τα κλιάματα, γιατί εθυμήθηκα την κόρη της τη Μερσινιά και τα τραγούδια της. Ο αγέρας εμύριζε λέσι, παντού.
Με το που φτάσαμε όξω αφ’ το σπίτι μου, όρμηξε απάνω μου ο Κανέλλος, το σκυλί μας. Με ’γλυφε κι εκλαίγαμε κι οι δυο, σκύλος και άθρωπος μαζί. Μπαίνομε με το Ζαννή στο σπίτι. Η σκεπή είχενε καεί. Οι ξυλοδεσιές της και τα κεραμίδια της ήτανε σωριασμένα μες στη σάλα (…)
Όλοι αυτοί οι αναχρονισμοί, γλωσσικοί, τοπογραφικοί και ανθρωπολογικοί ήταν από την πλευρά μου μια περιπέτεια αγάπης και μνήμης. Κάθε φορά που έγραφα, για παράδειγμα, τη λέξη «σπαρταράκι μου», αναπηδούσε μέσα μου η τρυφερότητα μάνας και κόρης, όπως την έζησα από τη δική μου μάνα. Κι όταν αβίαστα, σχεδόν, επέπλεαν στον αφρό αυτής της γλωσσικής μνήμης ονόματα ανθρώπων και τοποθεσιών: η κοκώνα η Βεργινώ, η Μερσινιά, το σκεπαστό της θείας της Κατίνας, η σκάρπα του Γιωργιαφέντη, το ποταμάκι του Κουφού, το περιβόλι του Λουτράρη, πάλι στο χείμαρρο μιας τέτοιας μνήμης κατέφευγα, πλούσιας από δεκάδες αφηγήσεις, μητρικές ή πατρικές, που όλες τους ήταν σάρκα από τη σάρκα ενός πλούσιου ιστού σχέσεων που ένωνε -στο πολύ κοντινό μας παρελθόν ακόμη- τη μια οικογένεια με την άλλη, τη μια γειτονιά με τη διπλανή της.
Ίσως, λοιπόν, σε τελευταία ανάλυση και από κάθε πλευρά, είτε περιεχομένου, είτε γλώσσας, το πυρηνικό ζήτημα της νουβέλας «Βγερού γλυκά φανού» να είναι η μνήμη της μνήμης και η απώλεια ή η διατήρησή της σ’ ένα παρόν… χαοτικής ασάφειας: με ποιους τρόπους διασώζεται, αν διασώζεται; Τι είδους εφαλτήριο μπορεί να είναι ή να γίνει για μας, τους ανθρώπους του 21ου αιώνα; Ο Θεσσαλονικιός Γιώργος Χατζόπουλος καταπιάνεται, εν τέλει, με τα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα, ενώνοντας τόπους, χρόνους και ανθρώπους, παλιούς και σύγχρονους, πλέοντας σε μια θάλασσα με νερά, αλλού διαυγή και κρυστάλλινα, αλλού θεοσκότεινα και άπατα.
Η προσπάθειά του και το λογοτεχνικό της αποτέλεσμα είναι σημαντικά γιατί συνιστούν ένα έντιμο εγχείρημα ατομικής και συλλογικής αυτογνωσίας. Ιδιαίτερα, τώρα, στη σημερινή συγκυρία, που θα πρέπει να μας απασχολήσει τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά, με ιδιαίτερη ένταση και, ίσως ίσως, με ένα αίσθημα κατεπείγοντος, το ερώτημα «πώς, άραγε, προχωρούμε;». Γιατί οι «Σφαγές» στις μέρες μας –το εμπεδώνουμε καθημερινά σχεδόν- δεν γίνονται πια -ή δεν γίνονται μόνο- με χατζάρια και γιαταγάνια…