Η Ανατολή Βροχαρίδου παρουσιάζει γυναικείες προσωπικότητες με μεγάλη συμβολή στον Πολιτισμό και τις Τέχνες. Σειρά έχει η γλύπτρια Καμίλ Κλοντέλ
Στο στούντιο της οδού Quai Bourbon το φως παρέμενε ανοιχτό μέχρι και τις πρωινές ώρες. Η μοναχική ένοικος που έμενε εδώ και λίγα χρόνια στο διαμέρισμα δεν είχε συγκεκριμένες ώρες εργασίας. Συνήθιζε να μένει άγρυπνη μέχρι το πρωί στην προσπάθειά της να δώσει λίγη ψυχή στις παγωμένες πέτρες και πολλές φορές την έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο σκονισμένο τραπέζι ανάμεσα σε μισοτελειωμένα γλυπτά και ράθυμες γάτες.
Το βράδυ εκείνο τη βρήκε σκυμμένη πάνω από ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο να προσπαθεί να το σμιλέψει με τα επιδέξιά της χέρια…να του δώσει ζωή και κίνηση. Πολλές φορές αυτές οι σκληρές και αδάμαστες πέτρες της θύμιζαν τον ίδιο της τον εαυτό…τις περισσότερες φορές ευχόταν να έμοιαζε με τον πηλό, αυτό το εύπλαστο υλικό, που όταν το άγγιζαν τα χέρια της, σε ελάχιστο χρόνο, του έδινε τη μορφή που ήθελε. Με μικρές γρήγορες κινήσεις τον μεταμόρφωνε πότε στην αγαπημένη της γάτα…πότε στο γέρο που καθόταν στο παγκάκι, πότε στο μικρό κορίτσι που χάριζε χαμόγελα στον κόσμο. Ο πηλός ήταν το εύκολο μαγικό της κόλπο…τον έπλαθε με τα χέρια της αρκετές φορές την ημέρα και κατάφερνε για λίγο να σταματήσει τη σκέψη της, που φούσκωνε σαν γιγάντιο ηφαίστειο έτοιμο να ξεράσει την πυρωμένη λάβα του και να τους κάψει…την ίδια και τον Ωγκύστ.
Ο Ωγκύστ… ο δάσκαλος και ο εραστής της… η αρχή και το τέλος της.
Αν ήταν πηλός τα μαγικά χέρια του καλλιτέχνη θα του έδιναν με ευκολία τη μορφή που επιθυμούσε. Μα αυτή δεν ήταν πηλός… ήταν μάρμαρο. Ο Ωγκύστ αγαπούσε το μάρμαρο…θαύμαζε τα κρυμμένα του χρώματα, το παγωμένο και αστραφτερό δέρμα του… αλλά πολλές φορές εγκατέλειπε οργισμένος την προσπάθειά του να το δαμάσει και έψαχνε για πιο πειθήνια υλικά.
Αρχαία πέτρα….ψιθύρισε η Καμίλ και ταξίδεψε τα χέρια της στην νεκρή επιφάνειά στην προσπάθειά της να νιώσει τον παλμό της, όπως στα χρόνια τα παλιά οι καλλιτέχνες συνήθιζαν να κάνουν στα αρχαία εργαστήρια.
Για μια στιγμή, τα χρώματα από το μάρμαρο φώτισαν το πρόσωπό της επιστρέφοντας του για λίγο εκείνη την απόκοσμη και αλαζονική ομορφιά των δεκαεννιά της χρόνων…ο αέρας από το ανοιχτό παράθυρο έπαιξε με τα μπλεγμένα μαλλιά της και η μελωδία της θάλασσας του Ντεμπισύ πλημμύρισε το άχαρο δωμάτιο. Το χέρι της έπιασε τη σμίλη και άρχισε ρυθμικά να δουλεύει πάνω στην άψυχη επιφάνεια που σε λίγο καιρό θα έσφυζε από ενέργεια και ζωή σαν ένα ορμητικό ωκεάνιο κύμα, που παρασέρνει στη δύνη του όλα τα βάσανα του κόσμου και επιστρέφει γλυκιές αναμνήσεις. Μια δημιουργική ευδαιμονία την κατέκλυσε και τα γαλάζια της μάτια, που τα τελευταία χρόνια είχαν γεμίσει χειμώνες και θύελλες, άρχισαν πάλι να θυμίζουν καλοκαιρινό ουρανό…
Ώρα για το κύμα της μνήμης… ψιθύρισε και θυμήθηκε την επιστολή που είχε σπρώξει ο ταχυδρόμος κάτω από την πόρτα, το πρωί.
Η επιστολή αυτή δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες επιστολές που λάμβανε από τους λιγοστούς φίλους, που ακόμη τη θυμόταν, ούτε με τις σπαραξικάρδιες επιστολές που λάμβανε πριν λίγο καιρό από τον Ωγκύστ. Η επιστολή ήταν μια πρόσκληση σε δείπνο για γυναίκες καλλιτέχνιδες… για γυναίκες που η ιστορία τις ξέρασε στις όχθες της…και αυτές περιμένουν το δεύτερο κύμα να τις τραβήξει ξανά στο παιχνίδι της μνήμης.
Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel)
Γαλλία 1864 – 1943
Η Καμίλ Κλοντέλ γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας και μαζί την ευκατάστατη οικογένειά της μετακόμισαν στο Παρίσι για να μπορέσει η Καμίλ να φοιτήσει στην Ακαδημία Colarossi, η οποία δεχόταν και γυναίκες φοιτήτριες. Το 1893, ανέλαβε να διδάξει, στη σχολή που φοιτούσε η Καμίλ, ο Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος ήταν την εποχή εκείνη ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης. Η Καμίλ ήταν τότε 19 χρονών και ο Ροντέν 43 χρονών. Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Ο Ροντέν ανακάλυψε το ταλέντο της και την πήρε στο εργαστήριο του ως συνεργάτισσα, ερωμένη και μούσα του. Δεν συγκατοίκησαν ποτέ, καθώς ο Ροντέν αρνιόταν να διακόψει την επί εικοσαετία σχέση του με τη Ροζ Μπερέ (Rose Bereut). Η μητέρα της Καμίλ ήταν πάντα αρνητική προς την ενασχόλησή της κόρης της με την τέχνη, σε αντίθεση με τον πατέρα της που υπήρξε πάντα υποστηρικτικός απέναντί της.
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.
Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η
τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν το “Valse group” όπου παρουσίαζε ένα ζευγάρι σε διάφορες εκδοχές να χορεύει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα, απορροφημένο από τη μουσική. Στο “Age de la Maturite” παρουσιάζει τρεις γυμνές φιγούρες και αποτελεί σύμβολο για τη τριγωνική σχέση με τον Ροντέν που δεν ήθελε να εγκαταλείψει την επί πολλά χρόνια σύντροφό του Roset Beuret. Σημαντικό έργο της αποτελεί και “La Vague”, όπου παρουσιάζει τρεις γυμνές φιγούρες κάτω από ένα τεράστιο κύμα και είναι εμπνευσμένο από τη ιαπωνική τέχνη.
Το 1913 σημειώνεται ο θάνατος του πατέρα της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από υποκίνηση του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: «[…] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους […]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή.«. Η τοπική εφημερίδα L’ Avenir de L’ Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης.
Το 1914 ο Ροντέν αποστέλλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Bironό που διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.
Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του 1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στη μητέρα της ζητώντας τη βοήθειά της για τη σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως αρνείται.
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.
Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Βιβλιογραφία
Wedemann, C., Larass, P. & Klier, M. (2008). 50 Women Artists you should know. New York: Prestel.