Λίγο πιο μεγάλη από σένα και έχει ζήσει τα πάντα σε τούτη τη ζωή

0

Είσαι ζουλιάρα… όχι πως ζηλεύεις πλούτη και παράδες, κούρσες και σπίτια μεγάλα που έχει γεμίσει ο τόπος κι είναι σα να βλέπεις στου Γρου, παραδείγματος χάρη, τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ… Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, ελέγανε οι παλιοί οι αθρώποι και χίλια δίκια είχανε…

Και τι εζήλεψες περικαλώ; Ευτή τη φιλονάδα εζήλεψες που είχενε τη διάθεση και την καλή καρδιά να φιλέψει τους αθρώπους, που μας ήρτανε από τον πόλεμο, στο σπίτι της… Να τους ταΐσει, να τους περιποιηθεί… Σα να’ναι η φαμίλια της που ήρτενε από μακριά κι είχε χρόνια να τους δει…

Και το ‘βαλες στο μυαλό σου… Κι είπες: κι εγώ θα το κάμω… Θα βάλω κάτω τους τσελεμεντέδες, να ‘βρω συνταγές που θα τις τρώνε, θα φροκαλίσω και θα συμμαζέψω, θα στρώσω το καλό το τραπεζομάντηλο και θ’ ανοίξω με χαρά την πόρτα μου…

Μια και δυό επήρες τελέφωνο τη φιλονάδα σου, της είπες την απόφαση σου και να’βρει μια οικογένεια να φέρει, ας είναι και δέκα νοματαίοι… Το ραντεβού έκλεισε!

Ερχίνησες να μαγειρεύεις κι άμα εβάρεσε η πόρτα, εκαρδιοχτύπησες… Άνοιξες με χαρά… κι είδες δυό αγοράκια να βγάζουνε στο κατώφλι τα παπούτσια τους και μετά μια νέα κοπέλα να κάμνει το ίδιο, η γιαγιά ξοπίσω κι η φιλονάδα… Τους αγκάλιασες και τους φίλησες, τους καλωσόρισες…

Η ιστορία η ίδια… Κούρδοι της Συρίας… Χαμένος ο άντρας της γιαγιάς Αϊσέ στον πόλεμο, οι δυό της γιοί ήδη βρίσκονται στη Γερμανία κι ο κύρης των παιδιών, ο γαμπρός της, της Γκιουλμπαχάρ ο αρραβωνιάρης επίσης…

Στα κινητά τως φωτογραφίες από το χωριό τους, από γείτονες σκοτωμένους, από παιδιά κι εγγόνια… Που αν τις είχανε σε άλμπουμ θα γιόμιζαν βιβλιοθήκες…

Ήβλεπες τη γιαγιά με το μαντήλι κι όλο και πιο πολύ σου θύμιζενε τη μανή σου την Ελένη… Στητή και αυστηρή, ευγενική, τρυφερή και σκληρή… Τη σκέβεσαι να λε παραμύθια στα εγγόνια της τη νύχτα, να τα χει αγκαλιά και τη μέρα να τους καταλέ…

Κι όσο το φαγητό εγινούντανε τους είπες να κάμουνε ένα μπάνιο, να το φχαριστηθούνε τώρα που το νερό ζεματά… Τους ήβαλες πετσέτες μπόλικες, σαπούνια και διαλυστήρες…

Τα κλάματα των αγοριών ακουστήκανε… Να’τα! εσκέφτηκες… Τώρα η γιαγιά τους γδέρνει το κεφάλι και την πλάτη… σάμπου σου ‘καμε και σένα η δικιά σου η μανή… κι ήνοιωσες σα να ‘σουνε εσύ στη σκάφη…

Σε λίγο εβγήκανε και τα δυό, όμορφα, παστρικά και ήρεμα… Μίκυ μάους στην οθόνη και πιτούλα στο χέρι…

Μέχρι να μπανιαριστούνε όλοι, το τραπέζι ήταν έτοιμο…

Η γιαγιά Αϊσέ-Ελένη κέρβερος στα μικρά… Που σε ελεύθερη μετάφραση εκατό τοις εκατό είναι: τρώτενε όμορφα, μη δω ψίχουλο κάτω βοή στη μοίρα σας, άμα πάμενε στην τέντα μας αλίμονο σας… ίμπα και ζητήσετε να σας πάω στον Κήπο στις κούνιες, να σας λείπει… να μάθετενε τρόπους να γίνετε αθρώποι, βούβα στο ξένο σπίτι…

Ο Χασάν ο τρίχρονος, έβαζε τα δυνατά του να κανέψει με το πιρούνι το στοματάκι του, μπουντελωμένος από τη γιαγιά και τη θεία… Πήγε να σηκωθεί, κάτσε εδωνά, ήσυχος του είπαν… νεύριασε το παιδί κι ήνοιωσες το ζόρι του… Κι ήρτενε η ώρα του γλυκού κι εκεί που έφτανε η στιγμή να τις φα ο Χασάν από τη γιαγιά, σου ‘ρτενε στο μυαλό ο δικός σου ο σωτήρας… η θεία η Μαρία… Τον εβούτηξες, πάμε βότα, είπες…

Σαν έφτασε η ώρα να φύουνε, το σπίτι άδειασε και λυπήθηκες…

Μπήκες στο μπάνιο να πλυθείς… Από τα τέσσερα πεσκίρια που είχες αφήκει να σκουπιστούν χρησιμοποιήσανε μόνο το ένα όλοι τως… Κι όλα ήτανε πεντακάθαρα όπως τα είχες αφήκει… Και θυμήθηκες μια… που είχες κάποτε φιλοξενήσει… και διευθύνουσα σε μεγάλη πολυεθνική και γκραν τουαλέτ αλλά την τουαλέτα την άφηνε σύχριστη…

Μια δυό μέρες μετά, σαν επέρασες να τους δεις, η γιαγιά δερβέναγας σε φίλησε, σε πήρε από το χέρι να σε πα στην αυτοσχέδια τέντα της, να σου δείξει το σπίτι της και τον Χασάν… Τι κι αν ήταν έξω, πάνω στο χώμα; Ντράπηκες να μπεις με τα παπούτσια και τα ‘βγαλες για να μπεις στο πεντακάθαρο, νοικοκυρεμένο ‘’σπιτικό’’ τους…

Η γιαγιά η Αϊσέ είναι μόνο 55 χρονών… Λίγο πιο μεγάλη από σένα και έχει ζήσει τα πάντα σε τούτη τη ζωή και συνεχίζει τον αγώνα της…

Στο πρόσωπο της βλέπεις τη γιαγιά σου, γυναίκες άλλης αξίας…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο