της Θάλειας Παντελίδη
Τρίγωνα
Τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα: Σε δυό αδελφές και μία μαύρη γάτα; Ενα αντρόγυνο και μιά αγελάδα; Εναν γηραιό ψυχίατρο, την ανηψιά του και την οικιακή του βοηθό; Εναν σμηνία, μια νεαρή αισθητικό κι έναν χονδρέμπορο κρεάτων;
Τέσσερεις ιστορίες επιθυμίας και αντιζηλίας με φόντο τη Χίο από την Θάλεια Παντελίδη.
Οι ιστορίες θα δημοσιεύονται κάθε δεκαπενθήμερο στην «Α» και θα σας συντροφεύσουν μέχρι τέλος Ιουλίου. Ξεκινάμε με την πρώτη ιστορία: Συκωτάκια σαλμί
Τσιγάρισε φρέσκα κρεμμυδάκια με λάδι και βούτυρο και τα άφησε να μαραθούνε. Ύστερα έριξε τη συκωταριά κομμένη κομμάτια και τη γύρισε μέχρι να ροδοκοκκινήσει. Έσβησε με κόκκινο κρασί, έριξε τρία φύλλα δάφνης και σκέπασε τη χύτρα.
Τα συκωτάκια σαλμί ήταν η σπεσιαλιτέ της. Δεν τα άφηνε ποτέ να ψηθούν πάνω από δέκα λεπτά για να μην σκληρύνουν. Ύστερα ετοίμασε το επόμενο πιάτο. Έκοψε μπαστουνάκια μαστέλο και τα τοποθέτησε εναλλάξ με λεπτές φέτες ντομάτας σ’ ένα ταψάκι, περέχυσε με λίγο ελαιόλαδο, πασπάλισε με μαυροκούκι και τα έβαλε στον φούρνο.
Όταν το ψήσιμο τελείωσε, ξεσκέπασε τη χύτρα για να κρυώσει το φαγητό και πήγε στην σάλα να βγάλει τα ποτηράκια για το ούζο. Γυρνώντας στην κουζίνα είδε την Αφρόδω να έχει βάλει το μπροστινό της ποδαράκι στο σκεύος και με το μουσούδι σκυμμένο να αρπάζει ένα μεγάλο κομμάτι συκώτι. Ού να μου χαθείς παλιόγατο φώναξε και σήκωσε την μαγκούρα της απειλητικά.
Η Αφρόδω ήταν μια γάτα κατάμαυρη, μικρόσωμη και πονηρή και παρ’ όλα τα 14 χρόνια της εξαιρετικά ευκίνητη. Έδωσε ένα σάλτο πάνω από τον πάγκο της κουζίνας και βγήκε από το παράθυρο στην αυλή. Η Ασπασία της είχε πολύ μεγάλη αδυναμία αντίθετα με την αδελφή της την Αγλαΐα που την απεχθανόταν. Ήταν σ’ όλα τους διαφορετικές και σ’ αυτό ακόμα περισσότερο.
Η Αφρόδω ήταν γνωστή σ’ όλη την γειτονιά. Πρώτη στους γατοκαβγάδες, γύριζε κάποιες φορές ματωμένη προς μεγάλο τρόμο της κυρίας της. Πρώτη και στις λεηλασίες σκουπιδοτενεκέδων, έτσι για την χαρά της καταστροφής και τον κρατσανιστό ήχο που έκαναν οι σακκούλες που σκίζονταν. Τα σκουπίδια δεν τ΄άγγιζε. Έδινε το σινιάλο της επίθεσης και ορμούσε σαν πειρατίνα, σαν μαύρο βέλος πρώτη, ενώ πίσω της ακολουθούσε το γατομάνι και ξεχυνόταν τσιρίζοντας μες στα στενά του Κάστρου.
Η Αγλαΐα ζούσε στην Αθήνα κι εδώ και τρία χρόνια είχε μετακομίσει στο πατρικό τους στην Χίο. Τα παιδιά της και τα εγγόνια της ζούσαν στο εξωτερικό και εκείνη ξαναγύρισε στο νησί για να συντροφεύσει την αδελφή της που ήταν μόνη στον κόσμο. Όμως απ’ όλα τα χούγια της Ασπασίας αυτό που την έκανε περισσότερο έξω φρενών ήταν η μανία της με το παλιόγατο. Η Ασπασία την άφηνε να αλωνίζει παντού, στα κρεββάτια, στους καναπέδες, στις μαξιλάρες και στους πάγκους της κουζίνας. Την πρώτη μέρα που ήρθε να μείνει η Αγλαΐα μαζί τους η γάτα κατούρησε μέσα την ανοιχτή της βαλίτσα για καλωσόρισμα.
Μόλις η Αφρόδω πήδηξε από το παράθυρο η Ασπασία έλεγξε το φαγητό για τυχόν τρίχες. Δεν θα θυσίαζε το φαγητό της για το παλιόγατο. Ξανάβαλε τη χύτρα στο μάτι και ζέστανε σε δυνατή φωτιά. Απόψε ήταν ένα ξεχωριστό βράδυ, αφού θα δεχόταν τους παλιούς της συμμαθητές. Άλλοι ήταν στο νησί για διακοπές, άλλοι έμεναν μόνιμα βόρεια ή στα νοτιόχωρα κι άλλοι στη Χώρα. Απόψε θα ξανάβλεπαν τους 14 εναπομείναντες από τους απόφοιτους της τάξης του ’49. Άναψαν τα φαναράκια στη μικρή αυλή με τις λεμονιές και τα μυριστικά. Το τραπέζι ήταν έτοιμο, ουζάκι, αυγοκαλάμαρα, πιπεριές τηγανιτές, κεφτεδάκια με κύμινο, κουκιά και αγκινάρες λαδιού σερβιρίστηκαν και τελευταίο πιάτο τα συκωτάκια σαλμί. Η σπεσιαλιτέ είχε τέτοια επιτυχία που οι δυό αδελφές, ούτε πρόφθασαν να δοκιμάσουν.Πίνοντας, οι γέροντες θυμήθηκαν τα παλιά, τις σχολικές αταξίες, τα μπάνια στον Καρφά, τα γλέντια στου Κασαπάκη. Το γεύμα τέλειωσε με σπιτική αμυγδαλότουρτα,μαστίχα υποβρύχιο και μαύρα μελωμένα σύκα απο τη συκιά της αυλίτσας.
Οι καλεσμένοι δεν έλεγαν να φύγουν κι όταν τελικά αναχώρησε κι ο τελευταίος είχε πάει δύο τα ξημερώματα. Αμέσως μετά η Ασπασία βγήκε να πετάξει τα σκουπίδια στον κάδο που ήταν παρακάτω.
Δεν πρόλαβε γιατί στο κατώφλι της αυλόπορτας βρήκε την Αφρόδω της άψυχη και ακόμα ζεστή. Η γριούλα έβαλε τα κλάμματα και τις φωνές. «Ηγού ηγού Αφρόδω μου, Αφροδιτούλα μου τι ναι αυτό που μας ήβρε». Η Αγλαΐα ακούγοντας τις φωνές έτρεξε και άρχισε να παρηγορεί την αδελφή της όμως ξαφνικά η Ασπασία σταμάτησε κατατρομαγμένη φωνάζοντας “τα παιδιά, τα παιδιά” και είπε στην Αγλαΐα για το συκώτι που είχε αρπάξει η γάτα το απόγευμα.
Η Αγλαΐα άρχισε να ουρλιάζει με την σειρά της «τι έκαμες μωρή που θα πάνε αδιάβαστοι οι αθρώποι». Έτρεξαν στα τηλέφωνα. Όσοι έμεναν στη Χώρα έσπευσαν υποβασταζόμενοι στο Σκυλίτσειο. Όλο το νοσοκομείο τέθηκε σε επιφυλακή. Ξύπνησαν τους γιατρούς. Ενα C130 παρέμενε σε ετοιμότητα για την περίπτωση που τα πράγματα χειροτέρευαν. Οι Βρονταδούσοι είδαν με απορία το ασθενοφόρο που ανέβαινε το Αίπος με την σειρήνα να ουρλιάζει δαιμονισμένα και ύστερα από μισή ώρα να ξανακατεβαίνει το βουνό μεταφέροντας τους ανθρώπους από την Λαγκάδα και τα Καρδάμυλα Την ίδια στιγμή, ένα άλλο ασθενοφόρο που κατευθυνόταν στα νοτιόχωρα, Μεστά και Ολύμπους παραλίγο να συγκρουστεί μπροστά στο γηροκομείο της Λεμονίτσας με αγροτικό που μετέφερε καρπούζια στην αγορά. Το νοσοκομείο γέμισε από κόσμο, τους φίλους και τα παιδιά των καλεσμένων. Βλέποντας έναν άντρα σε φορείο μια γυναίκα έσυρε μεγάλη φωνή “Αχου αχού Λύσσανδρέ μου, ζήλεψε ο χάρος την ευτυχία μας και ήρθε να σε πάρει”. Θα ήταν κρίμα να νόμιζε ο κόσμος ότι δεν αγαπιόντουσαν. Ήταν γνωστό σε όλους ότι ο καπετάν Λύσσανδρος όταν ξεμπάρκαρε έμενε με διάφορες προφάσεις για αγροτικές εργασίες τον μισό χρόνο τουλάχιστον στο σπίτι τους στους Ολύμπους ενώ εκείνη έμενε στη Χώρα,αφού δεν μπορούσε να αντέξει την ακατάσχετη φλυαρία της ,και γι’ αυτό απόψε, για να μην τον συνοδέψει ,δεν ανέφερε την βεγγέρα.
Οι γέροντες κατέφθαναν κάθιδροι και τρομοκρατημένοι με πυτζάμες και φανέλες ύπνου, κάποιοι χωρίς να έχουν προλάβει να βάλουν τις μασέλες τους. Υποβλήθηκαν όλοι σε πλύση στομάχου και τους χορηγήθηκαν ταμπλέτες άνθρακα. Η αυγή τους βρήκε όλους σώους και αβλαβείς.
Όταν οι δύο αδελφές γύρισαν στο παλιό σπίτι του Κάστρου είχε πια ξημερώσει. Μια καλή γειτόνισσα τις περίμενε με ένα μπουκέτο λουλούδια. Η Ασπασία έκλαιγε σπαρακτικά. Έβαλαν την Αφρόδω σε ένα μεγάλο ξύλινο δίσκο και τη στόλισαν με μαργαρίτες και τριανταφυλλάκια. Ύστερα τηλεφώνησαν στον Φρέντυ, τον νεαρό αλβανό που έκανε μερεμέτια στο σπίτι, φρόντιζε την αυλή και το κηπάκι. Ξεκίνησαν, ο Φρέντυ μπροστά κρατώντας τον ξύλινο δίσκο, ξοπίσω αγκαζέ οι δύο αδελφές. Ακολουθούσαν αρκετοί περίοικοι. Μέσα σε μια νύχτα η Αφρόδω, η μάστιγα των σκουπιδοτενεκέδων, έγινε με τη θυσία της,η πολιούχος γάτα του Κάστρου. Έφτασαν σε ένα κοντινό λοφάκι, ο Φρέντυ έσκαψε, τύλιξαν την Αφρόδω σε ένα μεταξωτό σάλι της Ασπασίας που έριξε δύο χούφτες χώμα κλαίγοντας με λυγμούς. Στην επιστροφή κούτσαινε ελαφρά και στηριζόταν με όλο της το βάρος στο μπράτσο της νεότερης αδελφής της. Η Αγλαΐα ήταν χαμένη στις δικές της σκέψεις, έπρεπε να πάει να κανονίσει τον Κοκορδέλη το χασάπη, τον Μυτηλινιό που κακόχρονο να ‘χει τους έκαμε ρεζίλι σ’ όλο το νησί με την χαλασμένη τη συκωταριά. Γύριζε που και που και σκούπιζε μ’ ένα χαρτομάντηλο τα δάκρυα της αδελφής της. Από την μια τη λυπόταν από την άλλη είχε ένα συναίσθημα ανακούφισης που γλύτωσαν από το παλιόγατο.
Φθάνοντας στο σπίτι είδαν ένα χαρτί κολλημένο στην βυσσινιά αυλόπορτα:
“Κυρία Ασπασία,
λυπάμαι για την Αφρόδω. Τη χτύπησε χτες ένας νεαρός με μηχανάκι και ούτε που γύρισε να κοιτάξει. Δεν υπόφερε, έμεινε εκεί το γατί. Πρέπει να ‘ταν γύρω στη μιά γιατί εκείνη την ώρα έκλεινα το περίπτερο. Μάλλον ήθελε να περάσει απέναντι να την κεράσουν σουβλάκι οι τουρίστες που έτρωγαν στη Φωλιά του Πέτρου. Την άφησα στο σκαλάκι της αυλόπορτας και δε χτύπησα για να μην σας χαλάσω το γλέντι. Κρίμα τέτοιο έξυπνο γατί.
Σιδερής”.