20160522
«Μετά από δω, η Παρπαριά είναι το μεγαλύτερο χωριό· έχει μαγαζιά και φούρνο» μου είπαν στη Βολισσό. Πράγματι το χωριό, τόσο σε μέγεθος όσο και σε κίνηση είναι πολύ μεγαλύτερο από τα γειτονικά. Στην πλατεία δυο αγόρια παίζουν μπάλα με τον πατέρα τους. Τα επόμενα λεπτά πρέπει όλοι να έμαθαν μάθει ότι ήρθε κάποιος και βγάζει φωτογραφίες· όπου υπήρχαν άνθρωποι μιλούσαν για μένα, χωρίς ακόμη να με έχουν δει. Πιάσαμε την κουβέντα με μια κυρία· ευγενής και κατατοπιστική, «μόνιμοι είμαστε γύρω στους εκατό, αλλά είναι δύσκολα, είμαστε μακριά από όλα. Κάνανε κι αυτό με τα τετρακόσια είκοσι. Πρέπει να τρέχουμε κάθε βδομάδα στη Βολισσό για χρήματα. Αρκετοί είμαστε αλλά να, πεθαίνει κάποιος, κλείνει μια πόρτα για πάντα».
Ανέβηκα προς την εκκλησία, οι πάνω γειτονιές έχουν πολλά εγκαταλελειμμένα σπίτια. Ένας πλάτανος στην μικρή έρημη πλατεία πάνω από την εκκλησία, θυμίζει ότι εδώ κάποτε ήταν σπουδαία γειτονιά. Έφτασα ως το κοιμητήριο, πάνω από το χωριό· τρεχούμενα νερά και μποστάνια. Επέστρεψα από τη νότια πλευρά, βγήκα πάλι στην πλατεία, όλοι με κοιτούσαν. «Τι φωτογραφίες ήρθες να βγάλεις; Τι έκανες εκεί πάνω; Έβγαλες τα σπίτια, ε; για να τους τα δείξεις κάτω ότι έχουμε άδεια σπίτια, να μας φέρουν τους πρόσφυγες». Μάλλον σίγουρος για το καταπληκτικό συμπέρασμα που έβγαλε, ο σοβαρός και αγέλαστος κύριος συνέχισε τον περίπατό του· στην απάντησή μου, φυσικά δεν έδωσε καμιά σημασία.
Μια κυρία έσπαγε αμύγδαλα με φόντο τη θάλασσα. «Πήγες στην εκκλησία; δεν θα ήταν ανοικτή. Η πλατεία που είδες με τον πλάτανο είχε ένα πύργο· εκεί ήταν το χωριό παλιά. Εδώ ζω από το εξήντα εννιά, στα Λημνιά γεννήθηκα. Έχουμε πολλές αμυγδαλιές, φέτος κάνανε πάρα πολλά αμύγδαλα, να δεις τι όμορφες είναι ανθισμένες· κάθομαι το χειμώνα στο παράθυρο, να εκεί πάνω από τη θάλασσα και τις χαζεύω, όλα φαίνονται άσπρα. Σήμερα πήγαμε και μαζέψαμε βότανα.» Πέρασε ένα αυτοκίνητο. «Είναι η ξαδέλφη μου, έχουν τον φούρνο στην είσοδο του χωριού.» Με κέρασαν κουλουράκια, καφέ και σούμα.
Βγήκα πάλι στην πλατεία, στα δύο καφενεία η τηλεόραση έπαιζε ειδήσεις, τρεις-τέσσερις άντρες στο καθένα. Στο μπακάλικο μερικές γυναίκες κάθονται έξω στις πλαστικές καρέκλες. Στον φούρνο ρώτησα αν έχουν ψωμί. «Ε Κυριακή σήμερα, αύριο το πρωί. Τριάντα χρόνια τον έχουμε, δίνουμε ψωμί σε τέσσερα χωριά, Πιραμά, Παρπαριά, Τρύπες και Βολισσό, στη Βολισσό υπάρχει και άλλος φούρνος. Εμείς όπου να ‘ναι θα τον κλείσουμε…»