Αγγελική Καλούδη: “Οι Έλληνες ζητούν την αλλαγή αλλά επαφίενται μόνο σε άλλους για να την πετύχουν”

0

Οι Έλληνες, μάλλον κάποιοι Έλληνες, για να αποφύγω τις γενικολογίες, μου θυμίζουν πελάτες που μπορεί να έχει ένας ψυχοθεραπευτής. Ο πελάτης επιθυμεί αλλαγή στη ζωή του. Επαφίεται, λοιπόν, στον ψυχοθεραπευτή και πιστεύει ότι ο τελευταίος θα τους «φτιάξει» με τις ικανότητές και γνώσεις του. Έτσι και κάποιοι Έλληνες ζητούν την αλλαγή, γιατί δεν αντέχουν άλλο την κατάσταση, αλλά επαφίενται μόνο σε άλλους για να την πετύχουν.

Τι κάνει μια Χιώτισσα στο Λονδίνο;
Ήρθα στην Αγγλία πριν από περίπου οκτώ χρόνια με σκοπό να κάνω μεταπτυχιακό και να γυρίσω πίσω. Γελάστηκα! Από τις πρώτες κιόλας μέρες, άλλαξα γνώμη. Η διαφορετικότητα των ανθρώπων και η ύπαρξη τόσων πολιτισμών σε έναν τόπο, με κράτησαν εδώ. Δούλεψα αρχικά σε εστιατόρια, σε σχολεία όπου υποστήριζα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και αναπτυξιακές διαταραχές, έπειτα σε ψυχιατρικές μονάδες. Τα τελευταία χρόνια μοιράζω το χρόνο μου μεταξύ της εργασίας μου σε υπηρεσία δήμου του Λονδίνου και σε περεταίρω σπουδές στην ψυχοθεραπεία. Ο ελεύθερος χρόνος είναι λίγος αλλά δεν με ενοχλεί. Είμαι ευγνώμων που μπορώ να κάνω έστω και κάποιες από τις επιθυμίες μου πραγματικότητα. Και δεν είναι μόνο αυτό που με κρατάει εδώ. Είναι η οργάνωση της κοινωνίας, η ευγένεια του κόσμου (έστω κι αν αυτή είναι μερικές φορές προσποιητή), ο σεβασμός προς τον συνάνθρωπο, η συλλογικότητα. Είναι που σε αυτήν την πόλη, οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με το τι φοράει ο διπλανός τους ή τι είδους αυτοκίνητο έχει (εάν έχει κιόλας). Είναι για τα πανέμορφα πάρκα στο κέντρο της πόλης. Και κυρίως είναι για τις εμπειρίες ζωής που προσκομίζει κανείς με το να ζει σε μια τόσο πολυπολιτισμική πρωτεύουσα.

Στον καιρό της κρίσης, ποια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας expatriate;
Η ανησυχία για την Ελλάδα φυσικά! Τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι αυτά που ένας μόνος του δεν μπορεί να τα επιλύσει. Αυτά για τα οποία όλοι μαζί πρέπει να παλέψουν ενεργά, μοιραζόμενοι τους ίδιους στόχους και ιδανικά. Παρακολουθώ καθημερινά τις εξελίξεις στην Ελλάδα, όμως απογοητεύομαι να βλέπω ότι δεν είμαστε ενωμένοι σαν λαός και ότι δεν κοιτάμε και τη δική μας ευθύνη στην «οικονομική» κρίση. Και η ανάληψη ευθύνης έχει να κάνει δυστυχώς με συνηθισμένες, καθημερινές τακτικές που πρέπει να αλλάξουν, όπως για παράδειγμα το «σβήσιμο» της κλήσης, το «φακελάκι» στο γιατρό, το «μέσον» για να έχει ο κανακάρης μια εύκολη θητεία. Όλες αυτές οι πρακτικές με εξοργίζουν γιατί αποτελούν έναν από τους λόγους που αποφασίζω να ζήσω εκτός Ελλάδας. Και αυτή μου η απόφαση με ταλαιπωρεί, και συγκεκριμένα η σκέψη ότι εγώ πλέον από εδώ είμαι θεατής, σκεπτόμενος μεν, θεατής δε. Όχι ενεργό μέλος της ελληνικής κοινωνίας, αλλά μέλος μιας άλλης κοινωνίας, που ενώ μ’ αρέσει, δεν νιώθω συναισθηματικά δεμένη μαζί της.

Υπάρχει κάτι που θα σε έκανε να γυρίσεις κάποια στιγμή στο νησί;
Αυτή η ερώτηση είναι σαν να με ρωτούν «τι θα επικρατήσει, η λογική ή το συναίσθημα»; Τα συναισθήματά μου για τη Χίο μας είναι αυτά που θα με έκαναν να γυρίσω πίσω. Είναι ο τόπος που αγαπώ, ο τόπος που μεγάλωσα και εκεί που ζουν οι οικογένεια και αδελφικοί μου φίλοι. Η λογική, όμως, λέει να μείνω εδώ που είμαι. Βάζει σε μια ζυγαριά τα θετικά και τα αρνητικά, και τα θετικά του μένω Λονδίνο (ή κάπου στο εξωτερικό) υπερτερούν, για τώρα τουλάχιστον. Και δεν κρύβω ότι η σκέψη να γυρίσω ήταν έντονη πριν από τρία και κάτι χρόνια. Τότε, όμως, έγιναν μεγάλες πλημμύρες στο νησί και, εκτός από μέρος του σπιτιού μου, κατέστρεψαν και όποια όνειρα για επιστροφή. Γιατί μου επιβεβαίωσαν και πάλι την ανευθυνότητα και την διαφθορά. Από τότε επικρατεί η λογική και η απόφαση να μείνω στο Λονδίνο.

Τι είναι αυτό που αγαπάς περισσότερο και τι είναι αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο στη Χίο;
Τι να πρωτοπώ για τα πράγματα που αγαπώ στη Χίο… τα βραδινά ουζάκια στην προκυμαία, βλέποντας το πλοίο να έρχεται και να φεύγει, τα πολύωρα καφεδάκια με καλή παρέα, τις απρόσμενες επισκέψεις από τις θείες και γιαγιάδες που κάθε φορά σου δίνουν σβουριχτά φιλιά και σου λένε πόσο ψήλωσες (ενώ εκείνες είναι που κονταίνουν), τις συζητήσεις επί ποδός που μπορεί να διαρκέσουν ώρα στη μέση του δρόμου, τις γραφικές μαντηλοφορεμένες κυρίες που συζητούν έξω από τα σπίτια τους στα χωριά, τη μυρωδιά των χωραφιών όταν βρέχει, τα πανηγύρια και τις ιδιαίτερες παραδόσεις της, τα μανάβικα και τα μπακάλικα που δεν έχουν γίνει αλυσίδες καταστημάτων. Και κυρίως τα διάφανα θαλασσινά νερά το καλοκαίρι και το ηλιοβασίλεμα που βλέπεις από τη Σιδηρούντα και τα Αυγώνυμα, που είναι πιο όμορφο από το φημισμένο της Σαντορίνης.

Αυτά που με ενοχλούν και που μάλλον διαφάνηκαν από τα προλεγόμενα είναι η ανευθυνότητα, ο εγωκεντρισμός, η μη αποδοχή της διαφορετικότητας και τα «ματιάσματα».

Πώς θα περιέγραφες τη Χίο της παιδικής σου ηλικίας;
Ανεμελιά και ελευθερία. Τα καλύτερα χρόνια που θα μπορούσε να περάσει ένα παιδί. Τα καλοκαίρια ήμασταν όλη την ημέρα στη θάλασσα. Ερχόταν η ξαδέλφη μου πρωί-πρωί και μας χτυπούσε το παράθυρο για να πάμε με την αδερφή μου για μπάνιο. Πολλές φορές ούτε παντόφλες βάζαμε, ούτε πετσέτα παίρναμε. Βουτιές από τους βράχους κάναμε, πεταλίδες βγάζαμε με βότσαλα. Κάναμε βόλτες με τα ποδήλατα, πέφταμε κάτω, γεμίζαμε με αίματα, μα δεν μας ένοιαζε. Εμείς εκεί, να μη χάσουμε λεπτά από το παιχνίδι. Φτιάχναμε «σπίτια» πάνω σε δέντρα, παίζαμε κρυφτό, πόλεμο με «νεράμπουλες» μήλα, κυνηγητό, μέχρι τελικής πτώσης ή μέχρι κάποια μαμά να μας μάζευε άρον-άρον. Τα παιδιά της γειτονιάς, οι «ίσια-μέσα» και οι «ίσια-έξω», όπως αυτοαποκαλούμασταν ανάλογα με την τοποθεσία των σπιτιών μας πάνω στο δρόμο. Και έπειτα; Έπειτα, γύρω στα δώδεκα μου χρόνια ήρθαν οι υπολογιστές, το packman, το prince of Persia, ο ναρκαλιευτής. Τουλάχιστον η δική μου γενιά πρόλαβε το παιχνίδι στη γειτονιά. Οι επόμενες όμως; Όποτε επισκέπτομαι τη γειτονιά μου στη Χίο δεν βλέπω πια παιδιά να παίζουν. Κρίμα, δεν ξέρουν τι χάνουν!

Πατρίδα μου είναι εκεί…
…που ανατριχιάζω, όταν προσγειώνεται και απογειώνεται το αεροπλάνο, στο οποίο είμαι επιβάτης. Και ασφαλώς, αυτό δεν συμβαίνει ούτε στο Λονδίνο, ούτε σε οποιαδήποτε άλλο μέρος, ούτε καν στην Αθήνα. Μόνο στη Χίο, εκεί που είναι οι ρίζες μου.

Έχεις βιώσει καθόλου τον ρατσισμό των Ευρωπαίων;
Νομίζω ότι εάν κανείς υποστηρίξει ότι δεν έχει βιώσει κάποιου είδους ρατσισμό στην Αγγλία, θα είναι είτε επειδή δεν το κατάλαβε είτε επειδή δεν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Προσωπικά έχω βιώσει ρατσισμό, ειδικά τον πρώτο χρόνο της διαμονής μου στην Αγγλία. Ζούσα σε μια πόλη των 60.000 κατοίκων στη Βόρεια Αγγλία, όπου η τοπική κοινωνία είχε ακόμη ανοιχτές πληγές ύστερα από το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων τη δεκαετία του ’80. Το ποσοστό ανεργίας υψηλό και αρκετοί κάτοικοι ζούσαν με κρατικά επιδόματα. Η παρουσία φοιτητών που είχαν την οικονομική άνεση να πληρώνουν για τις σπουδές τους ήταν προκλητική για τους κατοίκους. Πόσο μάλλον εάν ήσουν και ξένος φοιτητής. Που και που άκουγα καμιά βρισιά από διερχόμενα αυτοκίνητα και, δεν θα ξεχάσω, μια φορά που μας πέταξαν μπουκάλι. Στο μεταπτυχιακό ήταν 20 Άγγλοι και 3 ξένοι, μια εκ των οποίων ήμουν και εγώ. Για τους Άγγλους ήταν σαν να μην υπήρχαμε. Ήταν αυτοί και εμείς.

Τώρα στο Λονδίνο είναι διαφορετικά. Είναι πολυπολιτισμική πόλη και νιώθω άνετα. Το μόνο πρόβλημα είναι η προφορά. Σπάνια, ευτυχώς, τυχαίνει κανένας πολίτης που δεν θέλει να δουλέψω μαζί του, γιατί η προφορά μου δεν είναι Αγγλική. Τι να κάνουμε; Αυτό δεν αλλάζει εύκολα.

Από τότε που ζεις στο εξωτερικό, βλέπεις διαφορετικά την Ελλάδα και τους Έλληνες;
Aυτό ισχύει. Άλλα ερεθίσματα θα είχα εάν συνέχιζα να μένω στην Ελλάδα και άλλα έχω τώρα. Κάποιες απόψεις μου κλονίστηκαν, κάποιες άλλαξαν, άλλες παρέμειναν ίδιες. Οι Έλληνες είμαστε ένας υπερήφανος λαός, λόγω της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Και είμαστε και ένας πονηρός λαός, γιατί έπρεπε να βρίσκουμε τρόπους να ξεγελάμε τους Οθωμανούς που μας κυριαρχούσαν επί 400 χρόνια, ούτως ώστε να κρατήσουμε την εθνική, ιστορική μας αξιοπρέπεια και να μην χαθούμε σαν λαός. Μην ξεχνάμε άλλωστε και το «γιατί οι Χιώτες πάνε δυο-δυο;». Αυτό είναι ένα πλαίσιο, το οποίο βοηθά να εξηγήσει κανείς από που προέρχονται κάποιες συμπεριφορές των Ελλήνων, χωρίς όμως να τις δικαιολογεί ή να εννοηθεί ότι αυτό δεν πρέπει πια να αλλάξει. Οι Έλληνες, μάλλον κάποιοι Έλληνες, για να αποφύγω τις γενικολογίες, μου θυμίζουν πελάτες που μπορεί να έχει ένας ψυχοθεραπευτής. Ο πελάτης επιθυμεί αλλαγή στη ζωή του. Επαφίεται, λοιπόν, στον ψυχοθεραπευτή και πιστεύει ότι ο τελευταίος θα τους «φτιάξει» με τις ικανότητές και γνώσεις του. Έτσι και κάποιοι Έλληνες ζητούν την αλλαγή, γιατί δεν αντέχουν άλλο την κατάσταση, αλλά επαφίενται μόνο σε άλλους για να την πετύχουν. Και στις δύο περιπτώσεις, ο πελάτης και ο Έλληνας αδυνατούν ή δεν θέλουν να δουν ότι είναι εκείνοι οι ίδιοι που πρέπει να αλλάξουν μέσα τους για να επέλθει και η αλλαγή στη προσωπική τους ζωή και στην κοινωνία αντίστοιχα.

Άφησε σχόλιο