του Βαγγέλη Χαρίτου
Σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Μυρόπη, ερχόμενη από την Έφεσο, έφερε μια εικόνα της Αγίας Ερμιόνης και την εναπόθεσε σε ένα βράχο, στη παράλια περιοχή “Κρύο Νερό” των Θυμιανών. Οι κάτοικοι κατασκεύασαν ένα πρόχειρο ναΐσκο για να προφυλάξουν το εικόνισμα.
Η σημερινή εικόνα του παραθεριστικού οικισμού με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα εστιατόρια και το αλιευτικό καταφύγιο, απέχει πολύ από το παρελθόν, όπου το μοναδικό κτίσμα ήταν το μικρό ξωκκλήσι. Αγροτική περιοχή ήταν, όπως όλες οι παράλιες περιοχές του νησιού, με μικρά χωράφια όπου καλλιεργούνταν ελιές, σκίνοι, συκιές και λίγα αμπέλια. Οι πρώτοι εποχικοί κάτοικοι ήταν ψαράδες, που είχαν κατασκευάσει στην παραλία (στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το αλιευτικό καταφύγιο), βαρκοσύρματα, δηλαδή μικρούς οικίσκους με όψη προς τη θάλασσα και που χρησίμευαν για την προστασία της βάρκας κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι ήταν χώρος παραμονής της οικογένειας. Τα κτίσματα αυτά (όσα σώζονται στην αρχική τους μορφή) ξεχωρίζουν από τη μεγάλων διαστάσεων πόρτα που έχουν στην πρόσοψή τους. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, προστέθηκαν και οι πρώτες παραθεριστικές κατοικίες, που με τον όγκο τους και τη μορφή τους, ξεχώριζαν από τα ταπεινά βαρκοσύρματα. Για τον ίδιο σκοπό ανεγέρθηκε το 1935 με δαπάνη του συλλόγου των Θυμιανούσων Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής η «Αγία Ερμιόνη», τμήματος Weirton, κτίριο που ανήκει στο ναό της Αγίας Ερμιόνης, τα κελιά.
Η γενεσιουργός αιτία για τη δημιουργία του οικισμού ήταν η ύπαρξη του ναού της Αγίας Ερμιόνης. Εννοείται βέβαια πως το κτίσμα δεν είναι εκείνο που κατασκευάστηκε μετά τον ερχομό της εικόνας, αλλά σύμφωνα με τα διασωθέντα έγγραφα, ο σημερινός ναός κατασκευάστηκε στη θέση προγενέστερου ναού, που στα 1754 ήταν ήδη κατεστραμμένος. Στο έγγραφο αυτό τη διαδικασία για την ανοικοδόμηση του νέου ναού, εμφανίζονται να κινούν οι επίτροποι Παντελής Σεκυριανός και Εμμανουήλ Κριτόπουλος. Ο ναός δεν κατασκευάστηκε σύμφωνα με τα αρχικά όρια του κατεστραμμένου ναού αλλά μεγαλύτερος, με την προσθήκη νάρθηκα. Η παρανομία αυτή, οδήγησε τον Οθωμανό πραγματογνώμονα να μην εγκρίνει την κατασκευή και να επιθυμεί να την κατεδαφίσει. Οι Θυμιανούσοι αντέτειναν το επιχείρημα πως η επέκταση δεν είναι κτίσμα, αλλά “σκεπός και δροσιός” (κάτι σαν αυτό που λένε οι αρχιτέκτονες “ημιυπαίθριος”) αφού η γιορτή είναι το φθινόπωρο, που μπορεί να κάνει ζέστη, μπορεί όμως και να βρέχει, ίσως και με κάποιο “μπαξίσι”, έλαβαν την πολυπόθητη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που αναφέρει πως δεν υπήρξε καμία επέκταση.
Για τις ανάγκες της εκκλησίας, κατασκευάστηκε μάλλον στα τέλη του 19ου αιώνα ο “πύργος” διώροφο οίκημα στα νότια του ναού. Στο κτίριο αυτό, συνήθιζε να παραθερίζει ο Θυμιανούσης μητροπολίτης Χίου Ιωακείμ Στρουμπής. Κατά τη Γερμανική κατοχή, στεγαζόταν σε αυτό φυλάκιο, που κατόπτευε το στενό μεταξύ Χίου και Ερυθραίας, ενώ αποσκοπούσε και στην αποτροπή (με θάνατο) όσων προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Τουρκία. Η πράξη ενός ντόπιου να κόψει το τηλεφωνικό καλώδιο του φυλακίου, είχε ως συνέπεια να διακινδυνεύσει το χωριό των Θυμιανών να καεί από τους Γερμανούς. Μετά από παρέμβαση του μητροπολίτη Ιωακείμ, η ποινή μετατράπηκε σε χρηματικό πρόστιμο προς την κοινότητα.
Μεταπολεμικά, τα πράγματα σταδιακά επανήλθαν στους προπολεμικούς ειρηνικούς καιρούς. Το πανηγύρι της Αγίας στις 4 Σεπτέμβρη αποτελούσε λόγο συνάθροισης και γλεντιού, που γινόταν σε στεγασμένο χώρο, στα νοτιοδυτικά της εκκλησίας. Αργότερα ο χώρος αυτός, μισθώθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως εστιατόριο. Μέχρι την κατασκευή του αλιευτικού καταφυγίου, η ακτογραμμή διατηρούσε τη φυσική της μορφή, με παραλία καλυμμένη με βότσαλα. Κάτω από το βράχο του ναού, μέσα στη θάλασσα υπήρχαν οι “βοθρίγγοι” βράχοι μέσα στη θάλασσα, όπου τα πιτσιρίκια ανέβαιναν και βουτούσαν, ενώ το πρώτο “μανδράκι” (δηλαδή λιμανάκι) καταλάμβανε τη νότια πλευρά του μικρού κόρφου.
Από τη περίοδο της δικτατορίας, μπαίνουν τα θεμέλια της άναρχης τουριστικής ανάπτυξης, που θα κορυφωθεί τη δεκαετία του 90. Τότε ανοικοδομείται το πρώτο εκτός κλίμακας κτίριο, η παραθεριστική πολυκατοικία Παΐδα, ενώ τις επόμενες δεκαετίες θα προστεθούν ξενοδοχεία και ενοικιζόμενα δωμάτια, κτίρια άμετρα και χωρίς καμία προσπάθεια ένταξης στον οικισμό.