Κείμενο της Κίτσας Μπενοβία με παράλληλη ηρωίδα που αναδύθηκε από το κείμενο «Άνθρωπος Πατρίδα», γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Μόνιμη ζαλάδα είχα τις πρώτες μέρες, νόμιζα ότι κουνιέται η γη, αλλά όταν κόπασε ο βοριάς, κόπασε κι η φουρτούνα στο κεφάλι μου. Και τότε πρόσεξα την ομορφιά τούτου του μικρού τόπου, που μ’ έφερε η ξεροκεφαλιά μου και το κόλλημά μου για άμεσο διορισμό.
Πέρασε από την πλατεία στο κόκκινο ποδήλατο της με ψάθινο καπέλο, λουλουδάτο φόρεμα και τα μακριά ξανθά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν, σαν ηρωίδα παλιάς ρομαντικής ταινίας μου φάνηκε, ένοιωσα όμως το ψυχρό ρεύμα που άφησε πίσω της να συγκρούεται με το θερμό εκείνου του γλυκού Σεπτέμβρη.
Κεραυνός δεν έπεσε, αλλά παγωμάρα στις φιλοσοφίες των νεολαίων του καφενείου και η απόλυτα συντονισμένη στροφή των λευκών κεφαλιών στην πορεία του ποδηλάτου, προκάλεσε τον περιφρονητικό μορφασμό οίκτου της κυρά-Δροσούλας, που όρθια στην πόρτα του μπακάλικου παρακολουθούσε συννεφιασμένη το πέρασμά της. Μπήκα στο μαγαζί και μ’ ακολούθησε, χωρίς καλωσόρισμα και τις συνηθισμένες τσιριμόνιες της.
– Ποιά είναι αυτή την ρώτησα.
Η κυρία Βαρώνη μου απάντησε στυφά και βάλθηκε να λογαριάζει αμίλητη τα ψώνια μου. Σιωπή και Δροσούλα δεν τα πάνε καλά, κάτι τρέχει σκέφτηκα, αλλά την είδα σφίγγα πέτρινη και δεν μίλησα, φορτώθηκα την σακούλα μου κι έφυγα για το σπίτι.
Καλομίλητη ήταν πάντα η Δροσιά, με είχε πάρει υπό την προστασία της από την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας, με φίλευε πάντα με λιχουδιές, με κανάκευε και με διαβεβαίωνε συχνά ότι μια «τέτοια κόρη, όμορφη και σπουδαγμένη» ονειρευόταν για τον κανακάρη της, εκείνον τον ασχημούτσικο που επόπτευε το μαγαζί από το μεγαλείο τού χρυσού του κάδρου, αλλά τύχη καλή έβαλε έναν Ατλαντικό ανάμεσα μας και δεν χρειάστηκε να την κακοκαρδίσω.
Ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι οι νησιώτες, με βοήθησαν να βρω σπίτι, μου άνοιξαν τα δικά τους και μ’ έβαλαν στην καρδιά τους. Τα πεσκέσια πάνε κι έρχονται, γλυκά του κουταλιού, φρούτα και ζαρζαβατικά, μέλι θυμαρίσιο, πίτες, όλα τα καλά των σπιτικών τους φθάνουν στην πόρτα μου.
Εδώ είμαι η κυρά-Δασκάλα, τίτλος τιμής το δασκαλίκι, ξεχνάνε οι γιαγιάδες ότι έχω την ηλικία των εγγονών τους, έχουν μείνει στην εποχή της εξουσίας του παπά και του δάσκαλου.
– Ποια είναι η ξανθιά γυναίκα με το ποδήλατο, εσύ θα ξέρεις ρώτησα τον Κωκωκωστή τον ταχυδρόμο την άλλη μέρα που μου έφερε ένα δεματάκι από την μάνα μου. Δεν κατάφερε ν’ αρθρώσει λέξη, μπουρδουκλώθηκε, κοκκίνησε κι εξαφανίστηκε προτού προλάβω να διπλορωτήσω.
– Κουκουρούκου ήταν το λακωνικό σχόλιο του μαθητή μου του Χρηστάκη μια μέρα που την συναντήσαμε φεύγοντας μαζί από το σχολείο και βρέθηκε επιτέλους η Μαντώ πρόθυμη να μου αποκαλύψει την ιστορία της βαρώνης.
– Κοροϊδευτικά την λένε έτσι όσοι δεν την συμπαθούν μου είπε και βέβαια δεν έχει τέτοιο τίτλο. Ρεβέκκα την λένε, είναι Γερμανίδα και χρόνια χήρα. Για διακοπές είχε έρθει στο νησί, γνώρισε το πιο πλούσιο κι όμορφο παλληκάρι και στο άψε σβήσε το παντρεύτηκε κι έκανε εχθρούς της όλες τις υποψήφιες νύφες. Αλλά δεν χρεώθηκε μόνο τον χαμένο καλό γαμπρό, στον λογαριασμό μπήκε και η ακαταδεξία της, η πλούσια γη του μακαρίτη που ρήμαζε χωρίς κληρονόμο, η γερμανική καταγωγή της και τώρα προστέθηκε και το μαράζι του Κωκωκωστή. Ξέρεις του ταχυδρόμου, που την έχει ερωτευθεί και λειώνει, εκείνη όμως κάνει την πάπια. Όλοι αυτοί που τον πείραζαν τόσα χρόνια για το τραύλισμά του, τώρα έγιναν ευαίσθητοι και νοιάζονται για τα καψόνια της Ρεβέκκας.
Η γνώμη μου; Τι να σου πω. Έρχεται συχνά στην τράπεζα για τις συναλλαγές της και μιλάμε, είναι ευγενική γυναίκα, αλλά κλειστή, ανεξιχνίαστη. Μία φορά που ήταν καλοδιάθετη και πιο ομιλητική, της πρότεινα να πάμε για καφέ, αλλά εκείνη άλλαξε επιδέξια κουβέντα κι εγώ βέβαια δεν ξανάκανα παρόμοια πρόταση.
Αλλάξαμε κι εμείς θέμα συζήτησης, έχουμε τα δικά μας που λέει συνωμοτικά η Μαντώ, αλλά κι η Ρεβέκκα δεν φεύγει από το μυαλό μου.
Ποια είναι η αλήθεια; Η δική της; Των άλλων;
Θα μπορούσε ίσως να γίνει ηρωίδα μυθιστορήματος, ελπίζω όχι τραγική σαν την συνονόματή της, αλλά εγώ σίγουρα δεν θα γίνω η Δάφνη ντι Μωριέ.