γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Με τα δάνεια και τις δόσεις για χρόνια τα βόλευε ο Μανόλης. Κοίταζε να είναι συνεπής στο γκισέ της Τράπεζας κάθε μήνα, να βάζει τα χρήματα που του γύρευαν, και να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Ας μη νομιστεί ότι είχε δανειστεί τίποτα μυθώδη ποσά. Ένα στεγαστικό που το αποπλήρωνε για χρόνια. Ένα μικρό καταναλωτικό που το είχε χρησιμοποιήσει για να πάρει μηχανή, εκεί εκ των υστέρων ενοχοποιούσε τον εαυτό του και το βεντετισμό του να θέλει να κυκλοφορεί με τη χιλιάρα. Κι ένα ακόμα για να αντιμετωπίσει αιφνίδια προβλήματα υγείας της συζύγου, εκεί έλεγε πάλι ότι καλά έκανε, ευτυχώς όλα είχαν πάει καλά και τα προβλήματα είχαν ξεπεραστεί με κατεπείγουσα επέμβαση σε ιδιωτικό θεραπευτήριο.
Ήταν κι οι εποχές που οι τράπεζες σχεδόν σε παρακαλούσαν να σου δώσουν δανεικά, αντί να τις παρακαλάς εσύ. Δεν ήταν δύσκολο να ξεφύγει το πράγμα και να βρεθείς δεμένος χειροπόδαρα. Αλλά όσο υπήρχε δουλειά, οδηγός σε μεταφορική ήταν ο Μανόλης, τα κατάφερνε και στις πληρωμές του ήταν εντάξει. Άσχετο βέβαια ότι οι δόσεις, που κατόρθωνε να πληρώνει κάθε μήνα στην ουσία εξοφλούσαν τόκους και διαιώνιζαν τα χρέη. Συνηθισμένη περίπτωση όπως χιλιάδες άλλες, θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο.
Πριν αρκετούς μήνες, οι δουλειές της μεταφορικής άρχισαν σταδιακά να παίρνουν την κάτω βόλτα. Τα δρομολόγια αραίωσαν και τα μεροκάματα του Μανόλη έπιασαν να περιορίζονται. Κι εκεί που νόμιζε ότι το μηνιάτικο ήταν περίπου εξασφαλισμένο το έβλεπε να πέφτει στο μισό κι ακόμα παρακάτω. Και πάλι καλά, έλεγε καμιά φορά από μέσα του, άλλοι δεν έχουν καθόλου δουλειά και μεροκάματο.
Μοιραία ο οικονομικός προγραμματισμός του Μανόλη άλλαξε. Στην πρώτη γραμμή τα απολύτως αναγκαία και ύστερα όλα τα υπόλοιπα. Οι δόσεις στην τράπεζα πήγαν πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες. Όχι ότι είχε κηρύξει στάση πληρωμών. Αλλά δυσκολευόταν. Καθυστερούσε. Έβαζε μικρότερα ποσά, όσα με κόπο κατόρθωνε να ξεχωρίσει. Έπειτα οι δόσεις άρχισαν να μπερδεύονται μεταξύ τους.
Κι άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Από εισπρακτική εταιρεία φυσικά. Στην αρχή ευγενικά, απλά μια υπενθύμιση, «να μη χαλάσει η καλή σας εικόνα στην Τράπεζα», ευχαριστώ, παρακαλώ και τα σχετικά. Αλλά συνεχή κι επίμονα. Μετά άλλαξε και ο τόνος. Έγινε πιο αυστηρός, σα να μαλώνουμε κακομαθημένο παιδί. Όσο περνούσε ο καιρός πολλαπλασιάζονταν. Καθώς οι δόσεις μπερδευόταν μεταξύ τους, είχε φτάσει μέρα που ο Μανόλης άλλη δουλειά δεν έκανε από το να απαντά. Σε κινητά και σε σταθερά. Στο σπίτι και στη δουλειά. Στο τιμόνι του φορτηγού. Άλλαξαν και οι ώρες, έπαιρναν αδιάκριτα κι ακατάπαυστα. Πρωί, μεσημέρι και βράδι. Μια τρύπα μπάλωνε πέντε άνοιγαν. Αγχωνόταν, είχε χάσει τον ύπνο του. Κάποιες φορές του φαινόταν ότι άκουγε κουδουνίσματα τηλεφώνου μέσα στην απόλυτη ησυχία. Άλλαξε ολωσδιόλου πλέον και ο τόνος. Ανδρικές φωνές, τσαμπουκαλεμένες, επιτακτικές, με κοφτές φράσεις στα όρια της προσβολής και με απειλές.
Εκείνο το μεσημέρι, πρόωρα ανοιξιάτικο και με κρύο, ο Μανόλης είχε μόλις πληρωθεί το χιλιοκουτσουρεμένο του βδομαδιάτικο. Είχε σταθεί μπροστά στο σούπερ μάρκετ κι έκανε χίλιους δυο υπολογισμούς στο μυαλό του. Η λίστα με τα ψώνια ήταν στην τσέπη του, περασμένη από σαράντα κόσκινα. Είχε και τα αγγλικά του μικρού που τα είχε καθυστερούμενα από τον προηγούμενο μήνα και ντρεπόταν τη δασκάλα όταν τον πήγαινε στο μάθημα. Υπήρχε και η ΔΕΗ που έληγε. Χτύπησε το κινητό στην τσέπη του μπουφάν. Προστακτικά. Απάντησε.
Η μπάσα φωνή τον πληροφόρησε ότι καλεί για λογαριασμό της τάδε Τράπεζας, από την τάδε Εταιρεία. Έπειτα τον ενημέρωσε ότι για την «ασφάλεια των συναλλαγών η συνομιλία καταγράφεται». Και στη συνέχεια άρχισε το γνωστό τροπάρι. Να γίνει η κατάθεση διότι αλλιώς και τα λοιπά. Ο Μανόλης ένιωσε να μην έχει πια υπομονή. Με φωνή δυνατότερη από το κανονικό απάντησε μονορούφι στον αθέατο και άγνωστο συνομιλητή του:
«Άμα πεθάνω και χρωστώ, χρωστούσαν μου κι εμένα
Χαλάλι ας είναι κι εκεινών, χαλάλι μου κι εμένα»
«Δεν κατάλαβα κύριε, τι είπατε;»
«Δεν είπες ότι η συνομιλία καταγράφεται;»
«Μάλιστα αλλά…»
«Ε άμα δεν κατάλαβες, βάλτην να την ξανακούσεις!»
Και πέταξε το ξορκισμένο κινητό στο κάθισμα του συνοδηγού.