της Έφης Λατσούδη
Πριν ένα χρόνο έχασα τον μπαμπά μου στο καράβι που ερχόταν στην Μυτιλήνη. Για όσους άφησαν ένα τόπο για να μετακομίσουν σε ένα απομακρυσμένο νησί είναι γνωστή η άρρηκτη σχέση της ζωής μας με την ναυσιπλοΐα. Αποχαιρετάμε, υποδεχόμαστε και πάλι ξανά. Η ζωή μας δεμένη με το πλοίο της γραμμής μπαινοβγαίνει στο λιμάνι. Αυτή την φορά το πλοίο δεν έφερε χαρά. Το λιμάνι έγινε ένας τόπος αγωνίας και πόνου. Το πλοίο ταξίδευε το θάνατο και την απώλεια.
Η συνάντηση μας έτσι και αλλιώς ήταν σχεδόν απελπισμένη. Για ένα χρόνο δεν συναντηθήκαμε η ανεργία η δική μου, η οικονομική δυσχέρεια εμπόδισαν τις μετακινήσεις. Μετά καθώς οι αφίξεις προσφύγων στο νησί αυξάνονταν όλη μου η προσοχή στράφηκε εκεί. Η ανθρώπινη ανάγκη, η αδικία και ο πόνος σε ρουφάει. Παλεύεις για κάτι σπουδαίο έξω από εσένα. Μετά μένεις άδειος στεγνός να κοιτάς το πλοίο να φέρνει το σώμα αλλά όχι την ζωή.
Ένα μήνα μετά το θάνατο του μπαμπά μου βρήκα το γράμμα που είχε στείλει στον εγγονό του. Ο γιος μου έγραφε μια έκθεση για την κατοχή των Γερμανών και ζήτησε από τον παππού του να του περιγράψει μια ιστορία από την κατοχή και την πείνα. Ο πατέρας μου επαναλάμβανε ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Αστείες πιο πολύ ιστορίες που τις άκουσα εκατοντάδες φορές. Αυτή την ιστορία δεν μου την είχε πει ποτέ. Την παρουσίασε ο μικρός στην τάξη του. Εγώ τη διάβασα αλλά μέσα στην δύνη εκείνη που ζούσα δεν πρόσεξα καν τι διαβάζω. Ο Μπαμπάς με ρώτησε πως μου φάνηκε. “Καλό πολύ καλό” είπα αφηρημένα. Μετά την βρήκα μέσα στο φάκελό του και την ξαναδιάβασα.
Αναμνήσεις από τις πολύ δύσκολες ημέρες της κατοχής.
Ημέρες μεγάλης φτώχειας. Η πείνα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Άνθρωποι πρησμένοι γιατί δεν είχαν φαγητό και λάδι. Οι περισσότεροι πήγαιναν στα κοντινά περιβόλια για να πάρουν τα φύλλα που έμειναν από τα λάχανα, τις λαχανίδες.
Μεγάλη απογοήτευση. Πως να ζήσει ολόκληρη οικογένεια με λίγες λαχανίδες και πως να τις βράσουμε?
Λίγα μέτρα πιο μακρυά από το σπίτι οι Γερμανόι είχαν βάλει στην διασταύρωση καδρόνια σε σχήμα Χ με συρματόπλεγμα αγκαθωτό για να ελέγχουν ποιος περνάει από το φυλλάκιό τους.
Ο πατέρας μου και ο πατέρας του φίλου μου του Παύλου ο κυρ Αντρέας συμφώνησαν μόλις σουρουπώσει να πάνε να πάρουν τα ξύλα για να τα κάψουν να ζεσταθούμε και να μαγειρέψουμε.
Μόλις βράδιασε πάμε να πάρουμε τα ξύλα. Τραβάγαμε όλοι μαζί όταν ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το χωνί των ανταρτών “Οι Γερμανοί φεύγουν ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ”
Εμείς χαρήκαμε γιατί δεν υπήρχαν Γερμανοί να μας πιάσουν. Συνεχίσαμε να τραβάμε τα ξύλα χαρούμενοι. Όταν κάτω από την λεωφόρο οι Γερμανοί είχαν ακούσει το χωνί που έλεγε “ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ” και άρχισαν να ρίχνουν με τα πολυβόλα καταπάνω μας.
Οι σφαίρες κόκκινες σαν φωτιά έπεφταν παντού. Πέστε όλοι κάτω φώναξε ο πατέρας μου. Συρθήκαμε σαν καταδρομείς και χωθήκαμε στο σπίτι. Δεν κάναμε κάτι γενναίο αλλά και να κάναμε δεν φταίμε εμείς αλλά η πείνα………………………………
Συζήτηση1 σχόλιο
MAΣ ΛΕΙΠΕΙ……