Καταδίκη για ελλείψεις στη διαδικασία και άνιση μεταχείριση αντιρρησιών συνείδησης. Το ελληνικό κράτος αγνόησε σχετική προειδοποίηση του Συνηγόρου του Πολίτη
Κατά το νόμο, η γνωμοδοτική επιτροπή που εξετάζει τα αιτήματα των Αντιρρησιών Συνείδησης απαρτίζεται από ένα σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλείο Κράτους, δύο αξιωματικούς του στρατού και δύο καθηγητές ΑΕΙ φιλοσοφίας, κοινωνικών και πολιτικών επιστημών ή ψυχολογίας, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιτροπή ενώπιον της οποίας διενεργήθηκε η συνέντευξη του προσφεύγοντος, γνωμοδότησε με τριμελή σύνθεση (μέλος του ΝΣΚ και δύο στρατιωτικοί), χωρίς τη συμμετοχή καθηγητών ΑΕΙ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεωρεί ότι το Ελληνικό κράτος θα έπρεπε να είχε φροντίσει για την λειτουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού εξέτασης των αιτημάτων υπαγωγής στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης, που να παρέχει τις αναγκαίες και προσήκουσες εγγυήσεις αμερόληπτης και ανεξάρτητης κρίσης. Εν προκειμένω, η επίμαχη διαδικασία δεν παρείχε τέτοιες εγγυήσεις, δεδομένου ότι δεν συμμετείχαν καθηγητές ΑΕΙ στη σύνθεση της επιτροπής, η οποία απαρτίσθηκε κατά πλειοψηφία από μόνιμους αξιωματικούς του στρατού, πρόσωπα τα οποία ο προσφεύγων φοβόταν δικαιολογημένα ότι δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν την (μη θρησκευτική) ιδεολογία του, που στήριζε το αίτημά του.
Η πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων αντιρρησιών συνείδησης θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν η Πολιτεία είχε λάβει εγκαίρως μέτρα όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει από το 1999 ο Συνήγορος του Πολίτη, επισημαίνει με ανακοίνωσή της η Ανεξάρτητη Αρχή. Στην απόφαση «Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδος» της 15.9.2016, η Ελλάδα καταδικάζεται για την σοβαρές ελλείψεις στη διαδικασία και άνιση μεταχείριση αντιρρησιών συνείδησης προκειμένου να υπαχθούν σε καθεστώς εναλλακτικής αντί στρατιωτικής υπηρεσίας. Το δικαστήριο παραπέμπει μάλιστα σε έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη και παραθέτει εκτενές απόσπασμά της.
Από το 1999 ο Συνήγορος του Πολίτη είχε επισημάνει την αδικία
Για το θέμα αυτό ο Συνήγορος του Πολίτη είχε παρέμβει ήδη από το 1999 με την πρώτη Ειδική Έκθεσή του, και έκτοτε επανερχόταν όποτε εμφανίζονταν νέες σχετικές αναφορές. Στην Ετήσια Έκθεση 2013 περιέλαβε την εξής επισήμανση, η οποία ήδη παρατίθεται αυτολεξεί στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου:
Η προσωπική συνέντευξη ως μέσο διαπίστωσης λόγων συνείδησης είναι αυτή καθ’ εαυτήν αμφιλεγόμενη, στο μέτρο που υπάγει το ενδιάθετο φρόνημα σε έλεγχο ειλικρίνειας. Καθίσταται όμως ακόμη περισσότερο ανησυχητική τόσο εξαιτίας προβλημάτων στη συγκρότηση και τη λειτουργία της επιτροπής (συχνή απουσία των μη στρατιωτικών, ελλιπής αιτιολόγηση), όπως αυτά προκύπτουν από σειρά σχετικών αναφορών, όσο και εξαιτίας μιας πάγιας πρακτικής άνισης μεταχείρισης: ενώ για τους λεγόμενους «θρησκευτικούς» αντιρρησίες η επιτροπή αρκείται στην προσκόμιση πιστοποιητικού της οικείας θρησκευτικής κοινότητας και δεν τους καλεί καν σε συνέντευξη, οι λεγόμενοι «ιδεολογικοί» αντιρρησίες συχνά καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις που άπτονται ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως η ένταξη σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Στο ίδιο ζήτημα, ο Συνήγορος επανήλθε τόσο με την ευκαιρία συνάντησης εργασίας με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όσο και σε υπόμνημά της προς την αρμόδια Διαρκή Κοινοβουλευτική Επιτροπή.