Κείμενο της Ανατολής Βροχαρίδου γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη. Την επόμενη εβδομάδα θα δημοσιευτούν λογοτεχνικά κείμενα, που συνέγραψαν μαθητές/θήτριες του λογοτεχνικού εργαστηρίου, με παράλληλους ήρωες που αναδύθηκαν από το κείμενο «Άνθρωπος πατρίδα».
Κα…κα…κα…λημέρα ψέλλισε με δυσκολία χωρίς να την αντικρίζει και άρχισε να ψαχουλεύει αμήχανα τη δερμάτινη τσάντα που φορούσε στο πλάι, κουνώντας νευρικά το πακέτο που κράταγε στο άλλο χέρι.
-Καλημέρα Κωστή, του απάντησε με ένα βαρύ γερμανικό “ρ” στην καλημέρα και το χαμόγελο που συνήθιζε να έχει τα τελευταία τρία χρόνια. Αυτό το λιποθυμισμένο χαμόγελο που έδειχνε μεν τα καλοφτιαγμένα δόντια της, συνέχιζε να βαθαίνει τα λακκάκια στα μάγουλα της, στρίμωχνε τις ρυτίδες στις άκρες των ματιών της, αλλά δεν κατάφερνε να ταξιδέψει μέχρι τα μάτια της.
-Μήπως θα ήθελες… δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή της και ο Ερμής ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα πόδια του αφεντικού του διεκδικώντας την προσοχή και των δύο. Κούναγε την ουρά του όλο χαρά, τριγύριζε γύρω από τα πόδια του γαβγίζοντας, και πότε πότε σταματούσε, γύριζε το κεφάλι στη μια πλευρά και τους κοιτούσε με τα μάτια γεμάτα ικεσία.
Η Ρεβέκκα έσκυψε μπροστά στον Ερμή και τον χάιδεψε στο λαιμό. Αυτός αναζήτησε το χέρι της, το έγλειψε και κορδωμένος της έδωσε το μπροστινό του πόδι για χειραψία σαν να της έλεγε, βλέπεις, το θυμάμαι αυτό που μου έμαθες. Ο Κωστής έβλεπε τα καμώματα του σκύλου του, τον τρόπο με τον οποίο κέρδιζε τα χάδια και τα φιλιά από τη Ρεβέκκα και σκεφτόταν πως αυτός ο μούργος τα κατάφερνε πολύ καλύτερα από τον ίδιο.
Και τι δε θα δινε να είναι στη θέση του σκύλου του, να σκύβει η Ρεβέκκα από πάνω του να του χαϊδεύει το λαιμό και την πλάτη, να ακουμπάει τη μύτη της στη μύτη του και να του ψιθυρίζει όλα εκείνα τα meine liebe και τα ich liebe dich.
Όταν η Ρεβέκκα τέλειωσε τις συνηθισμένες χαιρετούρες με τον Ερμή σηκώθηκε όρθια και ολοκλήρωσε την πρότασή της
-Μήπως θα ήθελες να περάσεις για λίγο μέσα;
Εδώ και είκοσι χρόνια πάντα η ίδια ερώτηση μετά την καλημέρα. Και πάντα περνούσε μέσα ο Κωστής. Ο Κωκωκωστής, όπως ήταν γνωστός σε όλους. Του’ μεινε βλέπεις το παρατσούκλι από τότε που ήταν μικρός και σαν τον ρωτούσαν το όνομά του πάντα κόλλαγε στις πρώτες συλλαβές και αντί για Κωστής έλεγε Κωκωκωστής. Κι όταν ήταν πέντε χρονών και έχασε τη μάνα του, η πίκρα, η αδικία, ο θυμός και η θλίψη, ανακατεμένα όλα μέσα του κουβάρι, διέλυαν σα σφυριά τις λέξεις, που κομμάτια πια κολλούσαν στη γλώσσα του και δύσκολα ξεστομίζονταν. Και όσο οι λέξεις δυσκολεύονταν να βρουν τη λευτεριά τόσο πιο πολύ νευρίαζε ο Κωστής και δεν τον χώραγε ο τόπος. Να σου τον με το ποδήλατο να κάνει σούζες στην παραλία, να ανεβαίνει σαν κεραμιδόγατος πάνω στη σκεπή, να κουτρουβαλά
μες τις αλάνες και να τρέχει με τις ώρες πάνω στους βράχους. Τα μάτια του μεγάλα, μαύρα και πάντα ανταριασμένα, τα μαλλιά του μια τζίβα σγουρή και μπερδεμένη, τα πόδια και τα χέρια του μέσα στα αίματα και στις πληγές. Σωστό αγρίμι. Ο πατέρας του ο κυρ-Θανάσης, ο ταχυδρόμος του χωριού, είδε και αποείδε με τον Κωστή και άρχισε να τον παίρνει μαζί του στις διανομές μετά το σχόλασμα. Πάρκαρε το μηχανάκι του έξω από το σχολειό, έριχνε μια σφυριγματιά και ο Κωστής με ένα σάλτο σκαρφάλωνε στο πίσω κάθισμα. Και ξεκινούσαν μαζί να γράφουν χιλιόμετρα με κρύο και με ζέστη, να αλωνίζουν όλη την περιοχή και να μοιράζουν γράμματα από την ξενιτειά, επιταγές και συντάξεις, λογαριασμούς και δέματα.
Και πότε η κυρά Τασία τους καλούσε μέσα να δοκιμάσουν τους κουραμπιέδες που ετοίμαζε να στείλει στα εγγόνια της, πότε η κυρά Δέσποινα τους έφτιαχνε ένα ζεστό τσάι να μαλακώσουν τα μέσα τους, πότε ο κυρ Μήτσος τους γλύκαινε με μια γαβάθα σύκα. Θες αυτά τα κεράσματα, θες τα χαϊδέματα και τα καλοπιάσματα, ήρθε και δάμασε η αγριάδα του Κωστή, χαλάρωσε κάπως και η γλώσσα του και οι λέξεις πια δεν στριμώχνονταν όπως παλιά. Και όταν ο κυρ Θανάσης κουράστηκε και ήρθε η ώρα να αποσυρθεί, ο Κωστής θεώρησε χρέος του να φορέσει ο ίδιος σταυρωτά τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα και να συνεχίσει να αλωνίζει με το μηχανάκι και τον Ερμή πάνω μπροστάρη, ανηφοριές, κατηφοριές, μονοπάτια και γιδόστρατες, να μοιράζει και να μοιράζεται χαρά, αγωνία, πίκρα και ελπίδα, όλα αμπαλαρισμένα σε επιστολόχαρτα και χαρτονένια πακέτα.
Ο Κωστής, ή Κωκωκωστής για τους περισσότερους, μιας και το παρατσούκλι σα γεννηθεί σε ακολουθεί σα σκιά μέχρι τον τάφο, μπαινόβγαινε στα σπίτια των ανθρώπων σαν να ήταν συγγενής τους, ήξερε τους καημούς τους, τις πίκρες τους και τις χαρές τους. Ποτέ του δεν παντρεύτηκε κι ας ήταν κοντά σαράντα, κι ας γκρίνιαζε ο πατέρας του που το’χε καημό να δει εγγόνι. Μα ο Κωστής είχε άλλο καημό και τον καημό του τον έλεγαν Ρεβέκκα.
Ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών παλικαράκι όταν την πρωτοσυνάντησε στο γάμο της. Μια ξανθιά μαντόνα από εκείνες που έχουν κρεμασμένες οι καθολικοί στις εκκλησιές, μέσα στο άσπρο νυφικό της να χαμογελά και να λαμπυρίζει ο κόσμος. Σημασία δεν έδινε στα σχόλια που δίναν και παίρναν εκείνη τη μέρα
-Μωρέ, ξενικιά νύφη βρήκε να φέρει; Τους Γερμανούς κάποτε τους εδιώξαμε, μας ήρθαν πάλι με άλλη μούρη.
-Χάθηκε να πάρει παπούτσι από τον τόπο του; Αυτή ούτε το σταυρό της δεν ξέρει να κάνει καλά, ούτε γρικά να μιλεί τη γλώσσα μας. Αυτά έλεγαν οι πιο πολλές γυναίκες, νέες και μεγαλύτερες σε ηλικία μιας και όλες τους καλοκοιτούσαν το γαμπρό να τον μπάσουν στο δικό τους σπιτικό. Ήταν βλέπεις πολύφερνος γαμπρός, με την κορμοστασιά του, με την περιουσία του με τα όλα του.
Και έτσι η Ρεβέκκα που ήρθε για ένα καλοκαίρι στο νησί ξέμεινε για είκοσι χρόνια. Και έμαθε και τη γλώσσα μια χαρά, μόνο το “ρ” συνέχιζε να βγαίνει ακόμη βαθιά από το λαρύγγι της και έμαθε να κάνει το σταυρό της με τα τρία δάχτυλα. Όλα τα έμαθε η Ρεβέκκα.
Όπως έμαθε με το πέρασμα του χρόνου πως ο έρωτας περνάει και δε διατηρείται, ούτε με ντολμαδάκια γιαλαντζί, ούτε με λουκουμάδες με κανέλα. Αλλά η αγάπη, η συντροφιά; Πού να τις βρει; Στα καφενεία και στα πανηγύρια; Και έμεινε καλά καλά μόνη της, αφού πριν τρία χρόνια μια καρδιακή προσβολή την λευτέρωσε από τον υποτιθέμενο έγγαμο βίο και τη σκλάβωσε σε ένα κυριολεκτικά μοναχικό βίο, εκεί στην άκρη του πουθενά που βρισκόταν το σπίτι της.
Τα σχόλια, όπως συμβαίνει συνήθως στους μικρούς τόπους, από κάποιες γυναίκες που ποτέ δεν συγχώρησαν το γεγονός ότι απλά ήταν όμορφη και λαμπερή δεν άργησαν να ξαναγεννηθούν.
-Να δεις που θα τα πουλήσει όλα και θα πάει στην πατρίδα της.
-Ούτε ένα παιδί δε μπόρεσε να του κάνει. Στέρφα γερμανική γη.
Ο Κωστής όμως ήξερε πως η Ρεβέκκα δεν είχε πια πατρίδα. Τα πρώτα χρόνια που είχε πιάσει δουλειά σαν ταχυδρόμος, καβαλούσε το μηχανάκι του και πήγαινε συχνά κει στο σπίτι τους στην άκρη του χωριού, για της πάει γράμματα και δέματα με γερμανικά γραμματόσημα. Έβλεπε τη λαχτάρα στα μάτια της μόλις τον έβλεπε μιας και ήξερε πως της είχε φέρει την έγνοια της μάνας της, την αγάπη της αδελφής της, τα νέα των φίλων της. Τον συμπαθούσε. Το έβλεπε στα μάτια της ότι τον συμπαθούσε. Πάντα χαμογελαστή τον προσκαλούσε μέσα να τον κεράσει έναν καφέ, ένα γλυκό, ένα ποτήρι μπύρα και αυτός, πάντα αμήχανος μπροστά της, έχανε τα λόγια του όπως τον παλιό καιρό και στο τέλος καθόταν αποκαμωμένος στην καρέκλα. Την περισσότερη ώρα, μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες να ξεστομίσει πέντε προτάσεις χωρίς να τραυλίσει, έμενε αμίλητος και παρατηρούσε τη χαρά στο πρόσωπό της την ώρα που άνοιγε τα γράμματα και τα δέματα. Και όση ώρα άνοιγε τα γράμματα και τα δέματα του μίλαγε, για την πόλη που μεγάλωσε, για τη μάνα της που της έμπλεκε κοτσίδες τα μαλλιά της πριν πάει στο σχολείο, για τα καλοκαίρια στις Άλπεις με τους φίλους της, για τα στρούντελ που της αρέσουν πολύ, για το καμπαναριό του αγαπημένου της καθεδρικού ναού που εκατόν πενήντα επτά μέτρα ψηλό, για τον ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, για την ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν.
Η Ρεβέκκα αναπολούσε την περασμένη της ζωή σε μια πατρίδα που την έβλεπε στο χάρτη και τη μύριζε λίγο μέσα στα γράμματα κι ο Κωστής κρεμόταν από τα χείλη της και ταξίδευε και αυτός για λίγο μαζί της στα αγαπημένα της μέρη.
Αυτά μέχρι πριν τρία χρόνια. Πριν αρχίζει να μαραζώνει. Την έβλεπε καμιά φορά και στο χωριό, όταν βιαστική κατέβαινε με το ποδήλατό της να πάρει τις απαραίτητες προμήθειες. Βιαστικά και αμήχανα τελείωνε τις δουλειές της αποφεύγοντας τα βλέμματα των χωριανών και επέστρεφε σαν κυνηγημένη στο σπίτι. Το βλέμμα του Κωστή την ακολουθούσε πάντα ακόμη και τα βράδια για να είναι σίγουρος ότι ακόμη αντέχει. Άφηνε το μηχανάκι του μέσα σε κάτι θάμνους, αρκετά μέτρα πριν το σπίτι της, και μετά καθόταν απέναντι από το παράθυρο το σπιτιού της και αφουγκραζόταν τις βαριές της ανάσες, τη θλίψη που αυλάκωνε το μέτωπό της, το κενό που αντίκριζε το βλέμμα της. Εκεί ακίνητος φρουρός μες στο σκοτάδι, αφουγκραζόταν σα λαγωνικό και φουμάριζε σα φουγάρο. Όταν πέρναγε η ώρα και η Ρεβέκκα έσβηνε τα φώτα, ο Κωστής γύρναγε στο πατρικό του και διάβαζε πότε Γκαίτε, πότε Έσσε, και σαν προσευχή στο τέλος διάβαζε το “Σβήσε τα μάτια μου” του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
-Ακόμη μου στέλνουν γράμματα από τη Γερμανία;
Η φωνή της Ρεβέκκας τον ξύπνησε από τις σκέψεις του και άρχισε με τρεμάμενη φωνή να της λέει
_Φε..φε..φέτος τα Χρι..Χρι..Χριστούγεννα τα Τα..τα..Ταχυδρομεία κάνουν δώ..δω..δώρο και… Κατακόκκινος από την προσπάθεια και το ψέμα που ξεστόμισε έβαλε στα χέρια της άρον άρον το πακέτο που αμήχανα κουνούσε τόση ώρα.
Η Ρεβέκκα, με ερωτηματικό στα μάτια, κοιτούσε πότε αυτόν και πότε το πακέτο.
-Κάθισε Κωστή του είπε και του έδειξε την πολυθρόνα δίπλα του. Κάθισε και αυτή στον καναπέ και άρχισε να ξετυλίγει το πακέτο με διστακτικά χέρια. Ο Ερμής, που ευκαιρία ζητούσε πήδησε στην αγκαλιά της και έχωσε τη μουσούδα του στο στήθος της.
Η Ρεβέκκα με ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη, αφήνοντας επιφωνήματα χαράς άρχισε να βγάζει από το πακέτο, μπουκάλια γερμανικής μπύρας Erdinger και κρασιά Riesling, μπισκότα lebkuchen και στο τέλος ένα cd με την 9η συμφωνία του Μπετόβεν. Τα ακούμπησε με προσοχή στο τραπεζάκι μπρος της και έμεινε αμίλητη και ακίνητη για αρκετή ώρα. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Σηκώθηκε παίρνοντας μαζί της το κρασί και το cd. Ο ήχος της ωδής της χαράς πλημμύρισε το δωμάτιο και ένα ποτήρι κρασί βρέθηκε στο χέρι του Κωστή.
Αυτός το ήπιε μονορούφι και αρπάζοντας την με δύναμη από τους ώμους είπε
-Θέλω να μπω μέσα σου και να μείνω εκεί για πάντα. Να γίνω η πατρίδα σου, να γίνεις η πατρίδα μου.
Τα λόγια του ήταν ορθά, κοφτά και μπεσαλίδικα, χωρίς να σκαλώσει η γλώσσα του ούτε σε μια συλλαβή.