20160209
«Γεμίσαμε Κινέζους…», «που, εδώ;», «όχι, στο Μπρούκλιν! Σαράντα χρόνια μάγειρας ήμουνα εκεί, τώρα είμαι συνταξιούχος Αμερικάνος», λέει ο Μάρκος· κουνιάδος του Δημήτρη που έχει την πρώτη στάνη μπαίνοντας στο χωματόδρομο για τον Αστυφιδόλακκο στο Αίπος.
Είναι νωρίς το απόγευμα και ο Δημήτρης προσπαθεί να μαζέψει πρόβατα και γελάδια από τριγύρω και να τα κλείσει στη στάνη. Λείπει όμως ένα μοσχαράκι και δυο αγελάδες, ο Μάρκος κοιτάζει με τα κυάλια και ο Δημήτρης βγάζει έξω τη μάνα του μοσχαριού: «Θα την αφήσω έξω και θα το βρει». Φοράει μια λευκή εντυπωσιακή φόρμα με κορεάτικο λογότυπο· «την έχω από τα καράβια· καπετάνιος ήμουνα, τα πιο πολλά χρόνια στα κοντέινερ». Ο Στρατής προσπαθεί να τον βγάλει φωτογραφία, γελάει και δεν θέλει, «ποιοί είστε σεις; τι ήρτατε να κάμετε εδώ;» μας ρωτά γελώντας· τα διαπιστευτήρια της Σταυρινής τον ησύχασαν.
Τον αφήνουμε να κάνει τη δουλειά του και συνεχίζουμε, πιο πέρα μετά την εκκλησία της Αγίας Κυριακής τα κατσίκια κλείνουν το δρόμο. Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, μας πλησιάζει ο βοσκός, είναι ο Γιάννης ο αδελφός της Σταυρινής, μας θυμάται από την προηγούμενη φορά που ήρθαμε. Ευγενής και λιγομίλητος μας ξεναγεί στο σπίτι και το μαντρί. «Εδώ μένω όλο το χρόνο, έχω σπίτι στο Βροντάδο, αλλά προτιμώ εδώ.» Ένα μακρόστενο λιτό και καθαρό δωμάτιο με τα απαραίτητα είναι ο χώρος που ζει, έξω είναι ένας πάλι στεγασμένος χώρος που τυροκομεί και από κάτω είναι το μαντρί με τα κατσίκια και ένα γαϊδούρι. Μας δίνει να δοκιμάσουμε από το τυρί που έφτιαξε. «Τώρα το γάλα το πίνουν τα μικρά, μέχρι το Πάσχα που θα τα σφάξουμε, μετά το δίνω σε καποιον που έχει τυροκομείο.» Ανοίγει το ραδιόφωνο, «τον αθάνατο ακούω κάθε μέρα, δεν νομίζω να πιάνει και τίποτα άλλο.»
Συνεχίζουμε για το τελευταίο μαντρί, «δεν θα δείτε τίποτα, έχουνε πάει στο Βίκι». Πράγματι όλοι οι χώροι είναι άδειοι, τριγύρω πέτρες και άγριες αχλαδιές· περπατώ ανάμεσα στις πεσμένες ξερολιθιές, είμαστε στην ανατολική πλευρά του νησιού, στο ύψος της παραλίας των γλάρων. Πανσέληνος σήμερα και προβάλλει το φεγγάρι, χλωμό ακόμα. Σταματάει ένα αυτόκινητο, βγαίνουν ο Δημήτρης με τον Μάρκο ψάχνουν πάλι με τα κυάλια τις αγελάδες, τις βλέπουν να ανεβαίνουν μια πλαγιά στα δυτικά, «αυτές τώρα θα κατέβουν από την άλλη, θα βγούνε στο Φλώρι και θα γυρίσουν αύριο» λέει ο Δημήτρης.
Επιστρέφουμε και συναντούμε την Σταυρινή που μας περιμένει στη μάντρα της. «Σήμερα είναι Πέμπτη και κάθε Πέμπτη έχουμε σουαρέ!» έρχονται φίλοι από το Βροντάδο και τη Χώρα, τρώνε πίνουν και χορεύουν. «Σήμερα θα μαζευτούμε στου Γιάννη, έχω μαγειρέψει φασολάδα.» Έχει ακόμα λίγο φως, την ρωτάμε για τα άλογα που τριγυρίζουν ελεύθερα. «Είναι του Σκούφαλου, αυτοί τώρα έχουν κατέβει με τα ζώα στα Φανά. Είναι μουλάρια και άλογα, πριν λίγο ήταν εδώ πιο πέρα στη μεγάλη μάντρα.» Πάμε ως εκεί· τα βλέπουμε. Ο ήλιος έχει δύσει αλλά το φως της πανσελήνου και η ησυχία δημιουργούν υποβλητική ατμόσφαιρα. Πλησιάζουμε προσεκτικά τα ζώα, μετακινούνται αργά, μένουμε ακίνητοι, στέκονται· τα δύο άλογα πλησιάζουν το ένα το άλλο, τα κεφάλια τους είναι σαν να φιλιούνται. Προσπαθούμε να πάμε πιο κοντά τους, με την πρώτη κίνηση φεύγουν στην αρχή αργά και μετά γρήγορα· είναι ξεκάθαρο ότι το ένα από τα δυο άλογα με το λευκόχρυσο χρώμα είναι ο αρχηγός, με το πρώτο του μικρό τίναγμα τα άλλα ακολουθούν.
Με την Σταυρινή και τον Αντώνη πηγαίνουμε στου Γιάννη· στρώνουν το τραπέζι, φασολάδα, σαλάτες, και ρετσίνα χύμα· έρχονται και οι καλεσμένοι, φέρνουν κι αυτοί φαγητά και η γιορτή της Πέμπτης ξεκινά.