Ένα απόγευμα, με καιρό βροχερό
Ξέρεις πως όποτε πας στη Βιαλ γυρνάς άρρωστη, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία κι έτσι πας, μετά από μια νύχτα και μια μέρα βροχερή.
Ξέρεις πως όποτε πας στη Βιαλ γυρνάς άρρωστη, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία κι έτσι πας, μετά από μια νύχτα και μια μέρα βροχερή.
Όταν γνώρισα το Νικόλα, με είδε, σκουντούφλησε και κόντεψε να φέρει κάτω το δίσκο με το σερβιτόρο μαζί, στον καφενέ που καθόμασταν με τη συνάδελφο
Όποτε ακούω τούτην την ιστορία βλέπω τρία παλικάρια να παλεύουν γι’ αυτό που πιστεύουν, να αγωνίζονται, να πηγαίνουν εξορία, να βασανίζονται και να πεθαίνουν
Η Κυδιάντα είναι όμορφη, μα έχει ένα ψεγάδι ώσπου να φέρουμε νερό, κάβεται το τσουκάλι!
Έξι πίθους είχενε η γιαγιά σαν εκατεβήκανε από την Κυδιάντα εκεί γύρω στο ’38 τους καλοθέκανε στο κατώι, τους στεριώσανε στη γη, μετά εβάλανε πόρτες και χτίσανε το υπόλοιπο σπίτι
Η ώρα πέρασε, ο ήλιος έκαιγε κι οι μπύρες ζεστάθηκαν, πληρώθηκε ο λογαριασμός, η παρέα χώρισε με βήματα κουρασμένα
Η καλή παρέα, οι φίλοι, ο μεζές και το ούζο, τα λαϊκά τραγούδια, το διάβασμα, η αγάπη για το βουνό και το χώμα, προίκα μεγάλη
Σ’ έπρηξα γιε μου, αλλά δε φταίω εγώ, εσύ μ’ αρώτησες, αφού το ξέρεις το χλε μου
Μάνα, έχω πολλά χρόνια να σου γράψω. Μπορεί από τότε που ταξίδευες με τον πατέρα, δε θυμάμαι…
Πολυαγαπημένε μου αδερφέ Γιώργη, χίλια δίκια έχεις, γιε μου, να παραπονιέσαι πως έχω αμελήσει την αλληλογραφία μας