του Στέλιου Κραουνάκη
Κυριακή σήμερα και γιορτή της Αγίας Κυριακής, καμπάνες κουδουνίζουν ασταμάτητα στο νυσταγμένο κεφάλι μου. Η λειτουργία απέναντι, στην εκκλησία, δεν λέει να τελειώσει. Μια γλυκιά κούραση έχει κυριεύσει το κορμί μου και δεν με αφήνει να σηκωθώ από το κρεβάτι. Τελικά κάτι έμεινε από το χθεσινό Brevet.
Από την αρχή της διαδρομής εμφανίστηκαν κάποιες ενοχλήσεις στα γόνατα και στην μέση, μάλλον ψυχολογικού χαρακτήρα. Ξεκινήσαμε με αστειάκια, χωρίς να πολυπιστεύουμε στον τερματισμό με το Γιάννη, λέγαμε μάλιστα σε ποια παραλία θα τα παρατήσουμε και ποιον θα φωνάξουμε να μας μαζέψει. Την κρίσιμη διασταύρωση για Αγία Παρασκευή την περάσαμε αμίλητοι, ξέροντας ότι πλέον είχαμε αφήσει πίσω οποιαδήποτε προοπτική “έντιμης” αποχώρησης. Το μόνο που μας έμενε πλέον ήταν η εγκατάλειψη ή ο τερματισμός.
Πρώτη στάση στα 40 χιλιόμετρα στην Καλλονή για ανεφοδιασμό σε νερό. Συνεχίσαμε σε ομαλή διαδρομή χωρίς πολλά υψομετρικά, μέχρι την Άγρα. Εκεί η απότομη ανηφόρα μας γονάτισε. Αγκομαχώντας φτάσαμε στην πλατεία του χωριού, βρέξαμε το πρόσωπο που είχε ανάψει στη δημόσια βρύση και σουρθήκαμε στις παλιές τύπου σιδερένιες καρέκλες. Οι ντόπιοι που έπιναν το καφεδάκι τους στο καφενείο μας κοιτούσαν με περιέργεια. «Από που έρχεστε;», «που πάτε;» Αφού πήραν τις απαντήσεις τους άρχισαν να το κουβεντιάζουν μεταξύ τους, κουνώντας το κεφάλι άλλοτε αποδοκιμαστικά και άλλοτε επιδοκιμαστικά. Εμείς δεν βλέπαμε την ώρα να βγάλουμε τα παπούτσια και να απολαύσουμε μία σούπερ αναζωογονητική λεμοναδίτσα κάτω από τη δροσιά του πλάτανου.
Η στάση κράτησε παραπάνω απ’ ότι το περιμέναμε οπότε φουλάραμε για Μεσότοπο. Ντάλα μεσημέρι, κατάκοποι, φτάσαμε στο πρώτο φόβητρο της διαδρομής, τη μονοκόματη ανηφόρα Ερεσός – Άντισας μέσα από ένα ξερό τοπίο, χωρίς σκιές. Οι επιβλητικοί ορεινοί όγκοι, η αραιά βλάστηση που επιμένει να επιβιώνει σε ακραίες συνθήκες και το απαλό αεράκι που φυσούσε, παραδόξως μετέτρεψε σε ευχάριστη βόλτα τον πρώιμο εφιάλτη. Ολοκληρώσαμε την απόλαυση με ένα καφεδάκι στην πλατεία της Άντισας, σε μία ακόμα στάση που κράτησε αρκετά παραπάνω απ’ ότι αρχικά είχαμε υπολογίσει. Έχει κι ένα πολύ ωραίο φούρνο εκεί.
Το επόμενο κομμάτι μέχρι το Σκαλοχώρι ήταν κόλαση. Ανεβοκατεβαίναμε βουνά σε ένα επαναλαμβανόμενο τοπίο ώσπου φτάσαμε στη Βατούσα και την ξαπλάραμε στην παχιά σκιά της δημοτικής πλατείας, δίπλα στη βρύση. Η κούραση μας είχε καταβάλλει αλλά παραδόξως οι πόνοι στα γόνατα και στη μέση είχαν εξαφανιστεί. Σταματούσαν κι άλλοι σύντροφοι ποδηλάτες για ξεκούραση και για κάμποση ώρα, το εποικίσαμε το μέρος.
Αφού περάσαμε από την τουριστική Άναξο και Πέτρα ήρθαμε αντιμέτωποι με την μεγάλη δοκιμασία της διαδρομής. Τη μασίφ ανηφόρα των 21 χιλιομέτρων Μόλυβος – Βαφειός – Συκαμινιά, έχοντας ήδη στα πόδια μας 140 χλμ αδιάκοπης, που λέει ο λόγος, ποδηλασίας. Δεν θυμάμαι πως τα καταφέραμε να μην τα παρατήσουμε σε ένα δρόμο με συνεχώς αυξανόμενη κλίση που μας οδηγούσε σε όλο και ψηλότερα βουνά. Πολύ κόσμος τα βρήκε σκούρα, δεν αντέχεις άλλο να ποδηλατείς, νοιώθεις την κατάσταση να γυρνάει σε μαρτύριο. Νομίζω πάντως ότι κανείς δεν εγκατέλειψε εκεί. Ήταν και οι διοργανωτές του brevet που γύριζαν με ένα φορτηγάκι για να μαζέψουν όποιον δεν μπορούσε άλλο και ενθάρρυναν συνεχώς “άντε παιδιά, καλά πάτε, λίγο έμεινε”. Ναι μωρέ, 40 – 50 χιλιομετράκια ακόμα, τίποτα δηλαδή.
Στο Μανταμάδο, ξάπλα στα παγκάκια, απέναντι από ένα ζαχαροπλαστείο, τρώγοντας κριτσίνια και κρουασάν είδαμε μία κοπέλα με ένα ποδήλατο πόλης να περνάει από μπροστά μας, παρέα με δύο φίλους της που έκαναν τη διαδρομή με ποδήλατα βουνού. “Θα ‘ρθείτε για τον τερματισμό;” μας φώναξε. Τα μαζέψαμε άρον άρον με το Γιάννη και ξεκινήσαμε. Κάπως έτσι φτάσαμε στη Μυτιλήνη, νυχτωμένοι, καταπονημένοι, αλλά ευτυχείς.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις γιατί χρειάζεται να κάνεις τόσο μεγάλες βόλτες με το ποδήλατο. Οι περισσότεροι που το ακούν, γουρλώνουν τα μάτια και λένε κάτι του στυλ «είσαι τρελός, εδώ με το αυτοκίνητο δεν θα την έκανα τέτοια διαδρομή, με τίποτα».
Είναι περίεργο πόσα χιλιόμετρα μπορεί να αντέξει κάποιος. Όπως επίσης, που βρίσκει τις δυνάμεις και όταν έχει φτάσει στην κορυφή της ανηφόρας, ότι κι αν έχει σκεφτεί στη διάρκεια της, το ξεχνάει και είναι έτοιμος για πολύ πετάλι ακόμα.
Μάλλον είναι ζήτημα ισορροπίας ανάμεσα στο “πρέπει” και στο “θέλω”. Όταν η γλώσσα έχει φτάσει στην άσφαλτο και όλα σου λένε ότι είναι η ώρα να σταματήσεις, έρχεται το “θέλω” και σου δίνει δυνάμεις και λόγο να συνεχίσεις. Αν δεν το ζήσεις βέβαια είναι δύσκολο να το καταλάβεις. Λες ότι αυτοί είναι απλά “καμένοι” και δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθείς.
Το ποδήλατο όμως για πολύ κόσμο έχει γίνει πάθος, τρόπος ζωής, είτε για extreme βόλτες, είτε για τις καθημερινές μετακινήσεις. Οι ποδηλατικές κοινότητες αυξάνονται και διευρύνονται σε μορφή παρέας ατόμων ή οργανωμένων συλλόγων, δίνοντας την ευκαιρία σε έμπειρους αλλά και σε άπειρους ποδηλάτες να συμμετέχουν σε ποδηλατικά βόλτες brevet στη Λέσβο, στην Χίο (που θεωρείτε το δυσκολότερο στην Ελλάδα λόγω μεγάλων υψομετρικών διαφορών) και σε άλλα μέρη, εντός και εκτός Ελλάδας.
Τα brevet, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ποδηλατικοί αγώνες. Είναι συλλογικές διαδρομές των 200, 400, 600, 1000+ χλμ που σε βάζουν σε μία αναζήτηση των ορίων του σώματος και του πνεύματος σου με κύριο στόχο να βοηθήσει ο ένας τον άλλο να τερματίσει και σε καμία περίπτωση να τον συναγωνιστεί ή να τον ξεπεράσει.
Έτσι κι αλλιώς τελική κατάταξη δεν υπάρχει. Αρκεί να τα καταφέρεις εντός χρόνου. Κι αυτό όμως είναι σχετικό.
Φωτογραφίες από διάφορες βόλτες: Στέλιος Κραουνάκης, Γιάννης Ντίνος
Συζήτηση2 Σχόλια
Μπραβο !!!Καλες Βολτες !!!Με υγεια και του χρονου!!!Ελπιζω να μπορεσω να ερθω και εγω μια χρονια να την κανουμε »την βολτα» παρεα!!!
Ελπίζω αγαπητοί μου φίλοι το επόμενο 200αρι να το χαρούμε παρέα!