γράφει ο Μιχάλης Ανεζίρης
Νέες… ευφάνταστες και πρωτότυπες εμπειρίες διάνθισαν χτες τις πρώτες ώρες της διδασκαλίας στο σχολείο όπου εργάζομαι, όταν το μάθημα εμπλουτίστηκε από τους πυροβολισμούς κάποιου… επίδοξου Μπούφαλο Μπιλ, από τους πολλούς που ενδημούν στο νησί: ο τύπος αποφάσισε αίφνης να γράψει “νέες σελίδες κυνηγετικής δόξας”, σημαδεύοντας πουλάκια σ’ ένα δασάκι της πλάκας πάνω από το σχολείο, ούτε 500 μέτρα πάνω από τα κεφάλια των μαθητών. Τον μάζεψαν βέβαια οι αστυνομικοί που καλέσαμε μέσα σε λιγότερο από μία ώρα από την έναρξη του… πανηγυριού – και προφανώς όχι επειδή μας έχουν συνηθίσει γενικά να επιδεικνύουν υπέρμετρο ζήλο στην πάταξη κάθε κυνηγετικής παρανομίας, αλλά επειδή ο συγκεκριμένος υπερέβη κάθε όριο.
Μπορείτε να φανταστείτε τι θα ζούσαμε ενδεχομένως, αν βρισκόταν κάποιος ζωηρός ή αργοπορημένος μαθητής, που αποφάσισε να κάνει κοπάνα από το μάθημα και να καταφύγει στο δασάκι, ευρισκόμενος σε πλήρη άγνοια για την μετατροπή του μέρους σε… Φαρ Ουεστ!
Δεν συμπαθώ το κυνήγι. Αλλά δεν είναι αυτό προφανώς το θέμα, ούτε κι ενδιαφέρει η άποψή μου τον μισό σχεδόν άρρενα πληθυσμό του νησιού, που εξασκεί μετά μανίας ως χόμπυ αυτά που ο προϊστορικός άνθρωπος έκανε για επιβίωση. Ό,τι και να γράψουμε – και εγώ και κάποιοι άλλοι που έχουν καταπιαστεί με το θέμα (ειδικά σ’ αυτόν τον ιστότοπο) – με την τοπική “κουλτούρα” δεν μπορούμε να τα βάλουμε. Έχω όμως κάθε δικαίωμα να απαιτώ ως πολίτης του τόπου τον σεβασμό της στοιχειώδους νομιμότητας γύρω από το “άθλημα”. Κι έχουν αυξηθεί ανησυχητικά οι ασυνείδητοι που αρέσκονται σε πυροβολισμούς όπου κι όποτε να’ ναι, μέσα σε κατοικημένες περιοχές, που εξολοθρεύουν ζωάκια μέσα στους δρόμους, που δεν σέβονται τίποτε από τα νόμιμα πλαίσια του κυνηγιού – ούτε τον τόπο και τον χρόνο τέλεσής του ούτε τον προβλεπόμενο αριθμό των θηραμάτων κλπ.
Χαρακτηριστική είναι κι η συχνότατη αδράνεια – για να μην πω τίποτε χειρότερο – και των αρχών του τόπου μπροστά στην σωρεία αυθαιρεσιών των λαθροκυνηγών: με τόσες χιλιάδες ψήφους δεν τολμά εύκολα να τα βάλει κανείς. Ας αναλογιστούμε όμως λίγο – και οι αρχές και οι “αντιπαθούντες” αλλά κι οι κυνηγοί που σέβονται στοιχειωδώς κάποια θεσμοθετημένα όρια σ’ αυτό που κάνουν: πέρα από τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες του καθενός, πόσο μακριά είμαστε από το να θρηνήσουμε θύματα, όσο κάνουμε την πάπια μπροστά σε τέτοιες πρακτικές; Πόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι και για ολέθρια ατυχήματα και για εγκλήματα, όταν τόσες χιλιάδες Χιώτες κατέχουν αίφνης όπλο στα χέρια τους; Υπάρχει κάποιο εχέγγυο που μας διασφαλίζει ότι όλοι αυτοί οι νεόκοποι κάτοχοι όπλων θα τα χρησιμοποιούν πάντοτε όπως κι όποτε πρέπει; Γίνεται κάποιος ψυχομετρικός έλεγχος στον καθένα που βρίσκεται μ’ ένα όπλο στα χέρια, προκειμένου να διασφαλιστεί από τις αρμόδιες αρχές ότι θα το χρησιμοποιήσει μόνο για ασφαλές και συνετό κυνήγι;(ρητορικές οι ερωτήσεις) Ή, μήπως άραγε, θα πρέπει να…οπλιστούμε κι εμείς οι λοιποί (με κράνη, ασπίδες κι αλεξίσφαιρα,τουλάχιστον…) για την περίπτωση που κάποιου οπλοφόρου θα του…τη στρίψει για καλά και θα αδειάσει την καραμπίνα του όπου του καπνίσει; (ακραία κινδυνολογία τάχα; δεν απείχαμε και πολύ χτες…)
Προφανώς κι αστειεύομαι ως προς την “πρόταση” να πάρουμε όπλα κι οι υπόλοιποι – απεχθάνομαι όσο τίποτε τις κοινωνίες που αντλούν τα πρότυπά τους από τα γουέστερν. Κι ακριβώς αυτό θέλω να θίξω: πώς θα γίνει να βάλουμε όλοι – μη κυνηγοί αλλά και σώφρονες κυνηγοί, κι ας διαφέρουμε στα γούστα – κάποιο φρένο στο ενδεχόμενο μετατροπής της τοπικής κοινωνίας σε αντίγραφο άλλων κοινωνιών με ασύδοτη οπλοφορία και οπλοχρησία, οι οποίες παραπέμπουν σε ζούγκλα και σκηνικά αμέτρητων εγκλημάτων (π.χ. ΗΠΑ). Κοινωνίες που δεν παραλείπουμε να στηλιτεύουμε από την ασφάλεια της απόστασης και του καναπέ μας, όταν βλέπουμε από τις οθόνες μας πού εκτρέπονται και ποιους κατήφορους παίρνουν…
Κι επειδή, ασχέτως της αισθητικής μου, ξανατονίζω πως δεν καταχωρώ όλους όσους κυνηγούν στους παράφρονες και στους δυνάμει εγκληματίες, μήπως οι λογικοί κυνηγοί είναι οι πρώτοι που θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούν στην τήρηση της αυστηρής νομιμότητας γύρω από αυτό που αγαπούν και να μαζέψουν άμεσα τους επικίνδυνους “συντρόφους” τους – και για να μην κλαίμε πικρά αύριο (κυρίως γι’ αυτό) αλλά και για να μην τσουβαλιάζονται άδικα μαζί με τους υπόλοιπους;