Να μετρηθούμε, να βγάλουμε ένα συμπέρασμα της προκοπής
του Δημήτρη Αντωνόγλου
Τουλάχιστον τα 15 τελευταία χρόνια που ζω στη Χίο, κυκλοφορεί το μιμίδιο ότι «οι Χιώτες δεν θέλουν τουρισμό». Αν σκεφτούμε πόσα επαγγέλματα σχετίζονται με τον τουρισμό, θα μου έκανε εντύπωση αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ειδικά σήμερα, σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης.
Αναλογιζόμενοι αρχικά τα προφανή, γνωρίζουμε πως οι τουρίστες μένουν σε καταλύματα, τρώνε σε εστιατόρια, πίνουν σε καφετέριες και μπαρ, χρησιμοποιούν τοπική συγκοινωνία και ψωνίζουν από εμπορικά καταστήματα. Για να λειτουργήσουν αυτές οι επιχειρήσεις και να προσφέρουν υπηρεσίες και προϊόντα, χρειάζεται να ψωνίζουν γεωργοκτηνοτροφικά και άλλα εμπορεύματα, αρκετά από τα οποία παράγονται στο νησί. Χρειάζεται επίσης προσωπικό, το οποίο θα προσφέρει αυτές τις υπηρεσίες και θα εκπαιδευτεί τυπικά και επαγγελματικά, μαθαίνοντας συνήθως και μία ξένη γλώσσα.
Για να δημιουργηθούν, να συντηρηθούν και να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις, χρειάζεται πλήθος ειδικοτήτων από τον κατασκευαστικό κλάδο (χτίστες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, ψυκτικοί, ελαιοχρωματιστές, οδηγοί, χειριστές μηχανημάτων κλπ) και τον τομέα υπηρεσιών (λογιστές, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μεσίτες, διαφημιστές, γραφίστες, πληροφορικοί κλπ). Επίσης μια πληθώρα επαγγελματιών, ασχολείται με την επιμέλεια των χώρων που συνθέτουν την τουριστική προσφορά και την πρόσβαση σε αυτούς (οδηγοί ταξί, λεωφορείων, ξεναγοί, αρχαιολόγοι, περιβαλλοντολόγοι και άλλοι).
Με τη σειρά τους όλα αυτά τα επαγγέλματα πυροδοτούν σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, μια πληθώρα δραστηριοτήτων σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομίας, από τον τραπεζικό και τον κατασκευαστικό κλάδο, έως το περιβόλι του τελευταίου χωριού. Είναι λοιπόν προφανές πως ο πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής τομέας της οικονομίας, ωφελούνται σημαντικά από την τουριστική δραστηριότητα. Κάθε μονάδα τουριστικής δαπάνης ενεργοποιεί ταυτόχρονα τους πολλαπλασιαστές εισοδήματος και εργασίας.
Ολόκληρη αυτή η δραστηριότητα αν αναπτυχθεί σε ένα πλαίσιο αειφορίας λαμβάνοντας υπόψη την φέρουσα ικανότητα του νησιού και το πλέγμα των κοινωνικοπολιτισμικών του χαρακτηριστικών, μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη ζωή των κατοίκων με την αναζωογόνηση της υπαίθρου, τη δημιουργία, υποδομών, υπηρεσιών και θέσεων εργασίας, πέραν του προφανούς που είναι η ενίσχυση του εισοδήματος.
Μπορεί να γίνει παράγοντας ενίσχυσης της τοπικής ταυτότητας, προσδίδοντας επιπλέον σημαντικότητα και αναθερμαίνοντας το ενδιαφέρον για την ιστορία και την τοπική πολιτιστική κληρονομιά από τους ίδιους τους κατοίκους.
Διευρύνει επίσης την επιχειρηματική διασπορά, μειώνοντας την εξάρτηση από τη μαστίχα και τη ναυτιλία, θωρακίζοντας περισσότερο το νησί από κρίσεις. Δημιουργεί συνθήκες για ανάπτυξη, καινοτομία, μετασχηματισμό των τοπικών προϊόντων και διάθεση τους σε μια νέα αγορά. Λειτουργεί ως τομέας εξαγωγών μια και εισάγει χρήμα που προέρχεται έξω από τον κύκλο της τοπικής οικονομίας.
Η Χίος διαθέτει σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο, πολιτών και συλλόγων με οικολογική ευαισθησία και πρωτοποριακές οικοτουριστικές και άλλες εναλλακτικές ιδέες. Η δημιουργία ήπιων δραστηριοτήτων γύρω από περιβαλλοντικούς πόρους, θα τους αναδείξει και θα ευαισθητοποιήσει περεταίρω την κοινωνία για την προστασία τους.
Υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία, από μελέτες περιπτώσεων με ορθολογική και ανορθολογική τουριστική ανάπτυξη και δυνατότητα επικοινωνίας με αυτούς τους τόπους για να μας καθοδηγήσει στο τι και πόσο τουρισμό να αναπτύξουμε και με ποιο τρόπο. Η συγκυρία της κρίσης μπορεί επίσης να ενισχύσει την κοινωνική συναίνεση για αναζήτηση μιας ήπιας αναπτυξιακής εναλλακτικής πρότασης στην τουριστική αγορά.
Στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και την νέα Επιτροπή Τουριστικής Ανάπτυξης και Προβολής υπάρχουν τεχνογνωσία και όραμα για να σχεδιαστεί ορθολογικά η τουριστική ανάπτυξη και να δημιουργηθούν οι συνθήκες συμμετοχής της τοπική κοινωνίας, χωρίς την στήριξη της οποίας δεν μπορούν να γίνουν πολλά. Είναι σημαντικό να επικοινωνηθεί προς την κοινωνία πως δεν θέλουμε, ούτε μιλάμε για έναν τουρισμό που θα κάνει τη Χίο, Μύκονο ή Φαληράκι.
Από τις προτεραιότητες της νέας Δημοτικής αρχής θα πρέπει να είναι η μεταφορά ανθρώπινων και χρηματικών πόρων, προς την τουριστική ανάπτυξη, η οποία αποτελεί σημαντική επένδυση για τον τόπο. Δεν μπορεί ένα τέτοιο πολύπλοκο έργο να αφεθεί σε μιας μερικής απασχόλησης και υποτυπώδους χρηματοδότησης λογική, μια και τα project που θα πρέπει να τρέξουν είναι αρκετά, πολύπλοκα και παίρνουν χρόνο.
Δεν περισσεύουν πολλοί, που δεν σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό. Που σε μια περίοδο βαθειάς οικονομικής κρίσης δεν θέλουν τουρισμό ή είναι αδιάφοροι για αυτόν. Ο τουρισμός είναι υπόθεση όλων μας.
Ας λέμε λοιπόν, ότι οι Χιώτες θέλουν να αναπτύξουν έναν περιβαλλοντικά υπεύθυνο τουρισμό που σέβεται τον πολιτισμό και την ιστορία του νησιού αντί να αναπαράγουμε ληγμένα μιμίδια.