γράφει ο Μιχάλης Ανεζίρης
Έχω το βίτσιο να ασχολούμαι με θέματα της ντόπιας επικαιρότητας, όταν κατακάτσει λίγο ο μεγάλος ντόρος που δημιουργείται, μπας και διαχειριστώ καλύτερα τον θυμό μου. Δεν πιάνει πάντα δυστυχώς – και η περίπτωση, την οποία σχολιάζω εδώ, είναι μία από αυτές. Στις αρχές του Σεπτέμβρη, λοιπόν, ξεσήκωσαν και τις πέτρες συγκεκριμένες πολιτικές αρχές του τόπου – πάντα σε αγαστή συμπαιγνία με γνωστούς γραφιάδες που συνηθίζουν να “κάνουν την τρίχα τριχιά”, όταν εμπλέκονται οι μιαροί… πρόσφυγες – για φθορές κι εκτεταμένη ρύπανση στο κάστρο της Χίου από την χρόνια παραμονή των προσφύγων στη Σούδα. Κι επειδή η ουσία ενός θέματος βρίσκεται συχνά στο ποιος το ανακινεί, πότε, με ποιες σκοπιμότητες και ποια η δική του στάση γι’ αυτά επί των οποίων μας παριστάνει τον τιμητή, ας δούμε ένα-δυο πραγματάκια κι από άλλο πρίσμα:
- Έχουν “βγει στα κάγκελα” για το θέμα οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για τον πολυετή εγκλεισμό των προσφύγων στη Σούδα (σε συνθήκες χειρότερες κι από των ζώων) – είτε με την λήψη των αντίστοιχων πολιτικών αποφάσεων είτε με τα πύρινα άρθρα τους, που μόνο τους καημό είχαν το “πότε θα ξεκουμπιστούν όλοι αυτοί μια ώρα αρχύτερα”, και σκασίλα τους μεγάλη για τις συνθήκες διαβίωσης όσων ανθρώπων εξαναγκάστηκαν να μείνουν εδώ, αποκλεισμένοι στο νησί από το κρεσέντο ανθρωπισμού Ελλάδας, Ευρώπης και, γενικώς, “ανεπτυγμένης Δύσης”. Όλοι αυτοί που, όταν οι πρόσφυγες το χειμώνα κινδύνευαν να ψοφήσουν απ’ το κρύο σε σκηνές πάνω στη θάλασσα, απέστρεφαν το βλέμμα τους αλλού, “έχαναν” ξαφνικά τα κλειδιά των αιθουσών τους, που φιλοξενούσαν βέβαια ασμένως κάθε εξωραϊστικό και τοπικό σύλλογο της κακιάς ώρας κι έκαναν την πάπια με πειστικότητα που κι ο Ντίσνεϋ θα ζήλευε.
- Είναι πασίγνωστη η ευαισθησία των φωνασκούντων για τα μνημεία του τόπου και την αρχαιολογική μας κληρονομιά: επί δεκαετίες κι αυτοί – και όλοι μας (διότι κανείς βέβαια δεν στερείται ευθυνών στην υποβάθμιση ενός τόπου που χρήζει προστασίας) – είχαν μετατρέψει σε δημόσιο πάρκινγκ το μοναδικό φρούριο με οχυρωματική τάφρο στα Βαλκάνια, κι ουδόλως τους πείραζε. Επίσης, ουκ ολίγες φορές κατά το παρελθόν έχει μετατραπεί το κάστρο σε απέραντο σκουπιδότοπο από τους ντόπιους – αλλά εδώ βρίσκεται κι η κρίσιμη διαφορά: εμείς μπορούμε να ‘μαστε κάφροι όσο θέλουμε. Άμα ανακατευτούν πρόσφυγες, “μας μολύνουν τα ιερά μας οι απολίτιστοι”!
- Είναι πασίγνωστη και η γενικότερη συνέπειά τους σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος κι αναβάθμισης της ζωής μας: η μεγάλη πλειοψηφία όσων ωρύονται για τη ρύπανση του Κάστρου προωθούν και διαφημίζουν ως “έργο ανάπτυξης” το μπάζωμα του τελευταίου ποταμού της πόλης (Παρθένης) – έγκλημα για το οποίο καθόμαστε και τους κοιτάζουμε, αντί να έχουμε βγει μαζικά στους δρόμους. Ζω για την στιγμή της επόμενης πλημμύρας, που οι κύριοι αυτοί ως πολιτικοί αρμόδιοι θα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις καταστροφές, θα προσπαθούν να εντοπίσουν άλλους ως υπεύθυνους για το μέγεθος των ζημιών ή ως δημοσιογράφοι θα γράφουν άρθρα – καταπέλτες για “την απουσία του κράτους” και θα παίρνουν συνεντεύξεις από “αγανακτισμένους” πολίτες.
- Τέλος, πόσο θράσος, απανθρωπιά και φαρισαϊσμός χρειάζονται, για να φωνάζεις για τις φθορές που προκλήθηκαν σε μνημεία από τους πρόσφυγες, όταν συγκαταλέγεσαι από τη σκοπιά σου στους κύριους φταίχτες για την εγκατάστασή τους εκεί, όταν αντιστάθηκες με κάθε μέσο στην παροχή οποιασδήποτε αξιοπρέπειας στη ζωή τους και πρωτοστάτησες στο μάντρωμά τους σε γκέτο, μόνο και μόνο για να είναι μακριά από τα μάτια σου και να μη σου λερώνουν το οπτικό πεδίο και την “υψηλή αισθητική” σου;
Έχω πρόταση για τους κυρίους αυτούς, πάντως: αφού δεν αντέχουν καθόλου τις “ανεπανόρθωτες πληγές” στον πολιτισμό μας, ας περάσουν μια βόλτα να μαζέψουν τα σκουπίδια οι ίδιοι. Για να κάνω και τον προβοκάτορα, μήπως να τους στέλναμε – όχι επί δύο ή τρία χρόνια αλλά, έστω, για δύο μήνες – εκεί όπου μάντρωσαν τους πρόσφυγες, για να δούμε κατά πόσον θα κρατήσουν το μέρος γύρω τους “παστρικό και νοικοκυρεμένο”;