του Νίκου Στουπάκη
Εκατό τρία χρόνια ελευθερίας και ποίησης στο νησί μας. Μια ολόκληρη εποχή γεμάτη ελπίδες, πόθους και αγώνες. Πόσα όνειρα έγιναν πραγματικότητα, πόσες χαρές κράτησαν καιρό; Πόσοι κραδασμοί ψυχής βρήκαν δικαίωση στη “μυριανθισμένη” γη;
Ο κύριος σκοπός της ποίησης δεν είναι βέβαια άλλος, από την εσωτερική πληρότητα. Οι δημιουργοί έχουν ανάγκη να εξωτερικεύσουν τους παλμούς της καρδιάς τους, να μοιραστούν και με άλλους χαρές και λύπες… Να βρουν λυτρωτική διέξοδο στην ταραχή κι αντίβαρο στην καθημερινή επανάληψη. Κι εμείς, οι αναγνώστες, έχουμε πάλι ανάγκη, ν’ ανακαλύψουμε την ομορφιά μέσα μας και γύρω μας, να δούμε αλλιώτικα ανθρώπους και τοπία. Να ψάξουμε ακόμα, στην τέχνη του λόγου, για απαντήσεις πειστικές, να ψάξουμε για την Ιθάκη μας… Ο Χιώτης ποιητής Γιάννης Μουτάφης δεν είναι αυτός, που έγραψε “Ιερή μου τρέλα, ποίηση, / πόσο μου τα’ δειξες αλλιώτικα / τα πάντα”¹;
Οι συμπατριώτες μας που έζησαν τη μεγάλη μέρα της απελευθέρωσης το 1912, άκουσαν ένα δικό τους τέκνο από χιώτισσα μητέρα να υμνεί τη δεύτερη πατρίδα του, τον Γεώργιο Σουρή, έναν ποιητή ιδιαίτερα αγαπητό στο πανελλήνιο για τη στιχουργική του ευχέρεια και τη σατιρική του δύναμη. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, η πατρική γη ανέθρεψε δυο ιδιαίτερα ευαίσθητους τεχνίτες της ποίησης, τον Αντρέα Λοΐζο², που έφυγε πολύ νέος, και αργότερα, τον Αριστείδη Καράβα³. Κι οι δυο έγραψαν σε όμορφη δημοτική γλώσσα και καλοδουλεμένο στίχο4. Την ίδια περίοδο, ένας άλλος Χιώτης, ποιητής και πεζογράφος με σημαντικό λεξιλογικό έργο, ο Πέτρος Βλαστός, γεννημένος στις Ινδίες, θ’ αναδειχτεί υπέρμαχος του δημοτικισμού.
Η αληθινή ποίηση πετυχαίνει τ’ ακατόρθωτο: πέρα από το χώρο και το χρόνο προβάλλει στα μάτια μας τις δικές της συνθέσεις, πάντα ζωντανές και αισθαντικές. Και οι Χιώτες ποιητές, βγαίνοντας απ’ τη μυστική τους σύναξη, προβάλλουν σήμερα ανυπόμονα μπροστά μας, κρατώντας στα χέρια τις συλλογές τους γεμάτες συναισθήματα, εικόνες και ρυθμούς.
Και να! Φαίνεται απ’ τους πρώτους, με την ισχνή ευγενική φιγούρα του, ο κυρ Δημήτρης Σύψωμος από την Ευρετή της Χίου, Λάμπρος Πορφύρας για τους φίλους των γραμμάτων. Είχε γοητέψει τότε το κοινό του – παρά κάποια σκληρά σχόλια κριτικών – με τη λυρική του διάθεση, πολλές φορές θλιμμένη, τη μουσικότητα και το υποβλητικό του ύφος. Βαθιά είναι η εντύπωση που μας αφήνει ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ του. Τον ακούμε να διαβάζει:5
Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Μα ο δρόμος χθες το βράδυ
μες στη σταχτιά τη συννεφιά, σα θέατρο είχε γίνει•
μόλις φαινόταν η σκηνή στ’ ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπίτια πέρα κι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι εβγαίναν κι έπαιζαν τ’ αλλόκοτό τους δράμα
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν,
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία,
κι έβγαινε -Θέ μου!- κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν
έβγαινε – Θέ μου!- κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.
Και λίγοι στίχοι για την ΤΑΒΕΡΝΑ του γιαλού με τα οικεία πρόσωπα. Μόλις που προλαβαίνουμε να τον ακούσουμε, πριν χωθεί στη σκιά:6
Πιέ στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου
σε μι’ άκρη, τώρα που’ ρθανε ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιέ το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι φτώχεια.
Πιέ το. Η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει
που αν έρθει η Μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις.
Καημοί καινούριοι αν έρθουνε, να πεις να πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Ακολουθούν άλλοι δυο λογοτέχνες συντοπίτες μας, αγωνιστές με το δικό του τρόπο ο καθένας. Χαμογελάει ο πρώτος, φτωχός ψαράς, ποιητής με πηγαίο ταλέντο και φλογερό στίχο, σατιρικός, λυρικός, μα πάνω απ’ όλα μαχητής. Κυνηγημένος για τις αριστερές ιδέες του όσο ζούσε, βλέπει πια δικαιωμένο το πνευματικό του έργο αλλά και τους αγώνες του. Ο Φώτης Αγγουλές, μαθημένος στον ανθρώπινο πόνο, τον ζωγραφίζει λιτά και παραστατικά στο ποίημά του Η ΜΑΝΑ:7
Κάθε που τρένο σταματά
στο σταθμό θα τρέξει πρώτη,
πάει στον κάθε στρατιώτη
κι αρωτά:
«Μήπως είδατε το γιο μου, παλικάρι;
στο στρατό τον έχουν πάρει
και τον περιμένω…»
Μα κανένας στρατιώτης δεν τον είδε, δεν τον ξέρει.
Κι όταν ξεκινάει το τρένο
πιο χλωμή κι απ’ το αγιοκέρι
πιο βουβή, πιο πονεμένη
κι αφ’ τη μάταιη προσμονή,
προς την έρημο κοιτάζει,
τόσο πένθιμα, που μοιάζει σαν αγιογραφία βυζαντινή.
Και με μάτια που φλογίζουν την ταλαιπωρημένη όψη του, βροντοφωνάζει:8
[…] Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή
Μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ,
πάρα πολύ αγαπήσει.
Με περίσσια δύναμη ψυχής τραγουδάει την ΑΓΑΠΗ με χριστιανική, θα’ λεγε κανείς, πληρότητα:9
Δεν είμαι πια φτωχός, ν’ απλώνω
με πόνο σ’ επαιτεία τα χέρια.
Τώρα μου τραγουδούν τ’ αηδόνια
και μου χαμογελούν τ’ αστέρια.
Οχτρέ μου, οχτρέ μου, σ’ αγαπώ.
Μη μ’ αποφεύγεις, γύρνα πίσω,
κι είμαι αδελφός σου και ποθώ
να σε γλυκοφιλήσω.
Γύρω μου πια δε βλέπω οχτρούς
κι αγρίμια και συντρίμια.
Κόσμε, η αγάπη μου έντυσε
την τραγική σου γδύμνια.
Θυμάμαι κάποιους στίχους του Ρίτσου, γραμμένους για την εξόδια μέρα του ομοτέχνου του: “Έφυγε ο Φώτης. Μην τον κλάψετε./ Σε μιαν ακρογιαλιά της Χιός ψαρεύει ακόμα. / Στη νοτισμένη αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες / ‘Γεια σου’ του λένε και χαμογελάνε /[…]Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του/ένα χαμόγελο, να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο/ στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα […]”10.
Η άλλη σοβαρή μορφή δίπλα στον Αγγουλέ, είναι ο χριστιανός αγωνιστής, με ρίζες από τα Μεστά, Αλέξανδρος Γκιάλας ή Γ. Βερίτης. Μορφωμένος με γερή θεωρητική υποδομή, μάχεται μέσα στη δίνη ενός σκληρού ιδεολογικού πολέμου στην πατρίδα μας κι ονειρεύεται έναν καινούριο κόσμο: “Είμαστε χαλαστάδες, άκου! χτίστες εμείς• ξεριζωτές και φυτευτές”. Νέο τον νικά η αρρώστια, όμως μας αφήνει στίχους θερμά χριστοκεντρικούς και βαθιά αισιόδοξους γι’ αναγέννηση του κόσμου. Χιλιάδες νεολαίοι τον κάνουν σημαία τους, κάποιοι όμως κριτικοί τον αγνοούν αμφισβητώντας την ποιητική ελευθερία του. Τον ακούμε να τραγουδάει με ευφροσύνη:11
[…] Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
[…] Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσχοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσε η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές
σας έσπασε ο Χριστός μου!
Η ματιά μας πέφτει στον Γιώργο Μουτάφη, με τις όμορφες ποιητικές του πτήσεις, και βέβαια στον ομότεχνο στην ποίηση αδελφό του, Γιάννη. Και προσηλώνεται το βλέμμα μας σ’ έναν ωραίο ποιητή που “έφυγε νωρίς”, και που “είχε την άνοιξη μέσα του”, όπως έγραψε ο Διλμπόης, στον Δημήτρη Σταμπόλο. Καθαρός στίχος, λεπτότητα και γόνιμη αφομοίωση της ποιητικής παράδοσης. Διαβάζει ο ποιητής μας στίχους από τους “Γαλανούς χρησμούς” του:12
[…] Βρήκαν οι ρίζες μου νερό
κι ήπιαν και ξεδιψάσαν.
Το φως, θαρρείς, βρήκε μονιά
στην πέτρινη καρδιά μου
και ο Θεός σέρνει χορό
στις φλέβες μέσα του καιρού
και μέσα στην καρδιά μου[…].
Και μ’ έκφραση συνεπαρμένη από το όραμα του προοδευτικού αγώνα, θα υμνήσει τη λευτεριά, που τόσο πόθησε:13
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η μορφή σου θα φανεί στην κορυφή του κόσμου
όταν οι καρδιές δεθούν χαλκάς
γύρω στο μεγάλο σου όνομα.
Όταν στα χείλια μας φυτρώσει φωτιά.
Όταν ανθίσει κεραυνός στα δάχτυλά μας,
[…] τότε θα πάρεις και το μεγάλο σου όνομα:
Απέραντη Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α.
Στη λάμπουσα σειρά των τεχνιτών του λόγου διακρίνω τον δάσκαλο απ’ την Καλαμωτή με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο, Κώστα Χωρεάνθη, το εράσμιο πρόσωπο της Ερμιόνης Πολυχρονοπούλου καθώς και τον Κώστα Χαλλιορή με το επιβλητικό παράστημά του, τον οραματιστή και φιλόσοφο ποιητή. Με δυνατή φωνή ο Χαλλιορής απαγγέλλει στίχους του, που καταφάσκουν στη ζωή και τον αγώνα της:14
Όχι, δεν σας μιλώ• δεν κλαίω πια
για τα συντρίμια του χειμώνα.
Περνώντας τη στερνή κακοτοπιά,
τη χέρσα μου ζωή θα κάμω ανθώνα.
Βαθιά θα την οργώσουμε τη γη
με το γερό κορμί κι αντρίκειο,
σαν ήλιος να φυτρώσει μιαν αυγή
στον κόσμο, της ζωής το δίκιο!
Και οι ευχές του για ένα φωτεινό τέλος:15
[…] Θέ μου: κι ας μ’ έβρισκε του Χάρου η λήθη
να λέω της ζωής το παραμύθι…
να λάμπει ο νους… να πιάνω με τα χέρια
καινούριους ουρανούς, καινούρι’ αστέρια.
Το φως της γνώσης σκάλα μου να κάνω
και κυνηγώντας τ’ άστρα να πεθάνω.
Στην άκρη πια της γραμμής των μακάριων ποιητών μάς χαιρετούν καλοσυνάτα ο δάσκαλος Γεώργιος Κρόκος16, κρατώντας βιβλία για μικρούς και μεγάλους καθώς κι ο Βρονταδούσης καθηγητής Ματθαίος Μουντές, που αποτύπωσε με υπερρεαλισμό τις υπαρξιακές του αναζητήσεις. Κι όμως, διαλέγει να διαβάσει σήμερα ο Μαθιός ένα ποίημά του απλό, με παραδοσιακή τεχνική, αγαπημένο απ’ τους νησιώτες συντοπίτες του. Ακούμε το πιο μεγάλο τμήμα του:17
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ
Μέσα στις φλέβες μου χωρούν οι Ωκεανοί
κι η σκέψη μου ανοιχτό βιβλίο της Γεωγραφίας
Εγώ είμαι ο γιος, ο κύρης, ο αρραβωνιαστικός.
Κάνω Δεκαπενταύγουστο στην παγωμένη Γροιλανδία
γιορτάζω την Ανάσταση στο κύμα τ’ αρμυρό
για με ο Χριστός γεννάται στις Ινδίες.
Εγώ είμ’ ο γιος, ο κύρης, ο αρραβωνιαστικός.
«….. Πήρα το γράμμα σου, μανούλα, που περίμενα
είναι μικρό κι απλό, μοσχοβολάει, μανούλα μου, διατσίντο…»
«….. Για σέν’ αγόρασα, καλή μου, ένα σταυρό
να τον φορείς στην εκκλησιά, ν’ αστράφτεις…»
«….. Εσύ αδελφούλα καστανή με τις μπλεξίδες
θέλω να ψήσεις μαστίχα και τριαντάφυλλο γλυκό
να με κερνάς όταν γυρίσω…»
«….. Εσένα γιε μου ακριβογιέ.
Παρακαλώ σε να’ χεις προκοπή και να διαβάζεις.
Αγάπησε το χώμα, χόρτασέ το τώρα που’ χεις τον καιρό
γιατί όταν πια θα ταξιδέψεις σαν κι εμένα
θα βλέπεις τη στεριά κάθ’ ένα μήνα…»
[…]
Μέσα στις φλέβες μου κυλούν οι Ωκεανοί
Κι είν’ η καρδιά μου μι’ ανοιχτή πληγή της νοσταλγίας.
Έκλεισε ο κύκλος των παλαιότερων ποιητών και εγώ κρατώ μπροστά μου την πλούσια εκδοτική συγκομιδή των νεότερων Χιωτών, που χαίρονται τη ζωή ανάμεσά μας. Πλήθος οι συλλογές με τους εύχυμους ποιητικούς καρπούς, πράγμα που προκαλεί ευφροσύνη αλλά και κάποια λύπη, γιατί, εξαιτίας των περιορισμένων ορίων, θα κάνω αναγκαστικά σταχυολόγηση.
Έχει αλλάξει ήδη η τεχνοτροπία για καλά, η ρίμα επιζεί μόνο ως εξαίρεση, τα παλιά παραδοσιακά στολίδια της τέχνης έχουν ξεθωριάσει, γι’ αυτό η αληθινή ποίηση γίνεται υπόθεση πιο δύσκολη. Πρέπει ο δημιουργός με λόγια υπαινικτικά να εκφράσει τα συναισθήματά του, να ζωγραφίσει γρήγορα εικόνες δυνατές και, τώρα που το στιχουργικό μέτρο λείπει, να δώσει μυστικό εσωτερικό ρυθμό, με λιτές λέξεις, διαλεγμένες μία μία.
Πριν φτάσουμε στους νέους ποιητές, είναι ανάγκη να πούμε δυο λόγια για τα λογής λογής παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά της Χίου, που διαμόρφωσαν κι αυτά το κλίμα. Τα πιο πολλά βραχύβια, όπως: η Νιότη, με τον Αλέξανδρο Γκιάλα και τον Γιώργο Μουτάφη, η Εστιάδα, με τον Γιάννη Σγότζο και τον Αντρέα Λοΐζο, η Αύρα, η Σφιγξ και άλλα18. Αξίζει όμως να ξεχωρίσουμε το Νησί, με συνεργάτες, ανάμεσα στους άλλους, τον Φώτη Αγγουλέ, Γιώργο Μουτάφη και Κώστα Χαλλιορή, και με την προσεγμένη ύλη του. Αργότερα, ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Χίου θα εκδώσει το σημαντικό περιοδικό του19, όπου θα βρουν τόπο για τα λογοτεχνικά πετάγματά τους πολλές και πολλοί συμπατριώτες μας, και θα εκδώσει και άλλα ποιητικά βιβλία νέων δημιουργών20. Η ψυχή της λογοτεχνικής προσπάθειας του Φιλοτεχνικού θα είναι για μεγάλο διάστημα ο Γεώργης Διλμπόης.
Αλλά ανυπομονούμε να δούμε τη νέα εσοδεία. Στίχοι αγώνα, αντίστασης, αγάπης, έρωτα, απώλειας… Στίχοι που καυτηριάζουν την ψευτιά, που κλείνουν μέσα τους οράματα για νέο κόσμο… ΕΛΑ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΜΑΖΙ, διαβάζω το ποίημα της Ιουλίας Τέττερη, μιας απ’ τις πιο γνήσιες ποιητικές φωνές της Χίου. Προσέξτε τις εικόνες και τη λεπτότητα των αισθημάτων:21
Έλα να φύγουμε μαζί
τώρα που ξεπροβάλλει η άνοιξη
κι οι μέρες ανασαίνουν.
Χέρι-χέρι θα την περάσουμε τη γέφυρα
Στην άλλη όχθη.
Γιατί πολύ προσπάθησα μονάχη
και τούτος ο χειμώνας κράτησε πολύ.
Όλο έμενα στη μέση,
πάνω από το νερό μετέωρη,
τρέμοντας και μη ξέροντας
κατά πού να τραβήξω.
Έλα να φύγουμε μαζί.
Μας περιμένουν οι πρωτεύουσες του κόσμου.
Όταν μας βλέπουν,
θα μας στρώνουν μαγικά χαλιά,
κόκκινα με μεγάλα κρόσσια.
Πάνω τους θα πετάξουμε
να βλέπουμε τον κόσμο από ψηλά.
Αεροπόροι κι ανεμομάχοι.
Έλα, ο χρόνος είναι λίγος,
ίσα που προλαβαίνουμε.
Σε λίγο θα νυχτώσει
κι εμείς μικρά παιδιά…
Ξέρεις πώς το φοβάμαι το σκοτάδι.
Έλα, θα περιμένω λίγο ακόμα
κι αν δε φανείς,
θα πεταχτώ μέχρι το Σούνιο
να δω τα βράχια και τη θάλασσα.
Με περιμένουν κι καβο-κολώνες
στο φως λουσμένες.
Έχει ο Θεός για το μετά…
Διαβάζω ένα άλλο κομμάτι νέου δημιουργού, του Κώστα Ζαφείρη. Βαθιές οι εντυπώσεις που αφήνει:
Μοιάζει ξυράφι αυτός ο αποχωρισμός
Θολό βράδυ
Σβησμένο τώρα πια.
Ακούω τις μέρες που περνούν
με βήματα βαριά
Νιώθω τους φίλους να με ψάχνουν
με λόγια κουρασμένα.
Μόνο παράταιρος ο ήλιος στέλνει χαιρετίσματα
σε μουσκεμένες σκέψεις.
Χορεύει γύρω μας η εποχή που μέσα της αλλάζει
τη σκοτεινιά της θλίψης σε λάμψεις της οργής.
Το ξέρω ότι δεν τελειώνει εδώ η ζωή
Αλλά δεν ξέρω από πού θα ξαναρχίσει
Είναι περιττό να πω, πως στίχοι που δίνουν την εντύπωση ότι είναι ιδιαίτερα προσωπικοί, δεν σκιαγραφούν απαραίτητα τη ζωή των δημιουργών, που πάντοτε γράφουν “ποιητική αδεία”.
Σειρά έχει o Γεώργης Διλμπόης. Δείτε πώς αγγίζει τις εικόνες και τα νοήματα μεταλλάσσοντάς τα σε ποιητική ουσία:23
ΤΟ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Είμαι ένα δέντρο στην Ιαπωνία,
στα υψίπεδα του Ουτσουκισχάρα
φτιαγμένο ειδικά για τους ζωγράφους.
Είμαι ένας βράχος στον Ατλαντικό,
χωρίς παράλληλους, μήκος και πλάτος,
φτιαγμένος ειδικά για τα γλαρόνια.
Είμαι μια κόγχη ιερού στον Άθωνα,
χωρίς εικόνες, μέσα κι έξω κάτασπρη,
φτιαγμένη ειδικά για το πράσινο.
Είμαι ένα αστέρι μακρινό του Ωρίωνα,
που τρεμοπαίζει σ’ όλους τους χρωματισμούς,
φτιαγμένο ειδικά για τους ποιητές.
Είμαι μια λέξη ακραία του Ευαγγελίου,
γεμάτη σπαραγμό, φωτιά και δάκρυα,
φτιαγμένη ειδικά για τους αδικημένους.
Από το πλήθος των έργων με κοινωνικά μηνύματα του Διλμπόη, διαλέγω αυτό που ζητάει λυτρωτική βροχή για να ξεπλύνει τους αστικούς ρύπους:24
Βρέξε, Παναγιά μου, βρέξε,
να μουσκέψεις την Αθήνα,
να μουλιάσει και να λιώσει
το μπετόν κι ο κομπασμός,
σε βουνό πηλό και λίπος•
να’ ρθουνε τα χελιδόνια
με την άνοιξη• και πάνω
στο νωπό καινούριο χώμα,
να φυτέψει ο ήλιος μόσχους,
μαργαρίτες, καλανθρώπους
και χαμόγελα από φως.
Βρέξε, Παναγιά μου, βρέξε.
Τώρα την προσοχή μου ελκύει άλλος λογοτέχνης: σαν να βλέπω να ζωντανεύει μέσα από ένα ποίημά του η ψιλόλιγνη τσαρουχική φιγούρα νεαρού άντρα, για ν’ αρχίσει το χορό. Από τον Χρίστο Μπελλέ:25
ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
Ήταν το ζεϊμπέκικο που χόρεψες
χθες βράδυ μες στο καπηλειό
μια πρόκληση στο χάρο
παλικάρι μου
Μέσα στ’ αλώνια της ζωής
τον προσκαλούσες να παλέψει•
έμοιαζες με το Διγενή
λεβέντη μου
Τι όμορφα,
όταν περνάς στον άλλο κόσμο
μέσα στο παραλήρημα του πάθους σου
την πόρτα του Παράδεισου
μ’ ένα ζεϊμπέκικο ν’ ανοίγεις.
Κι ένα απόσπασμα από την ποιητική ικεσία του αξιοπρόσεκτου Κώστα Αμπανούδη:26
Μη δώσεις, Κύριε, να χαθεί
το γελαστό νερό
απ’ της καρδιάς τ’ αυλάκια.
Μη δώσεις, Κύριε, να σβηστεί
η πράσινη φωτιά
στα άγουρα ονείρατα
που δένει η ζήση σάρκα.
Μη δώσεις, Κύριε, να χαθεί
ο γελαστός Βοριάς
απ’ το ξανθό κατάρτι
του καραβιού του Έρωτα.
[…] Μη δώσεις, Κύριε, να χαθεί
ό,τι στο χάος δώσαμε
και θέμε να γυρίσει
με της χαράς την αίσθηση
και μάτια νέας ζωής.
Ο Αντώνης Λάρδας μάς έδωσε ποιητικά έργα με ώριμη γραφή, γεμάτα δύναμη ψυχής. Όμορφος είναι ο τρόπος που τραγουδάει την αγάπη:27
ΑΓΑΠΗ
Ήτανε τότε που ολομόναχος
ψαχούλευα τις μαργαρίτες των άστρων.
Ήτανε τότε που έλεγα δε γίνεται αλλιώς
εδώ κοντά θ’ ανοίξει
η ωραία πύλη τ’ ουρανού
κι αυτό που λεν αγάπη
θα με λειτουργήσει
Και ναι. Πάνω που έφευγε ο καιρός
κι η θάλασσα ντυνότανε τα καλοκαιρινά της
την είδα, κει που η άκρια της στεριάς
χώνεται μέσα στο νερό.
Και φάνηκεν ο ήλιος ο μεγάλος
κι οι πρώτες πέσανε
σταγόνες από φως
στο χωματόδρομο της γλώσσας μου
και γω τραγούδησα.
Ο ίδιος ο Λάρδας επιμελήθηκε μια σημαντική Ανθολογία χιακής ποίησης (έκδοση Ομηρείου)28, όπως πιο πριν και ο Διλμπόης29 (έκδοση Φιλοτεχνικού) καθώς τελευταία και η Ένωση Φιλολόγων30 μαζί με την ΕΛΜΕ Χίου. Ακόμη, σχετικές μελέτες έγραψαν, πρώτα ο ιερέας Μάρκος Βασιλάκης (Βρονταδούσοι ποιηταί31) και ύστερα η Ουράνα Διοματάρη (Ομήρου απόηχο32).
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρω εδώ και τη Χιόνη, το περιοδικό33, που με επιμέλεια του Δημήτρη Φρεζούλη, έδωσε βήμα σε λογοτέχνες, κριτικούς, ποιητές και πνευματικούς ανθρώπους και αποκάλυψε, στο διάστημα που εκδόθηκε, την αληθινή ψυχή της Χίου.
Ακούμε τώρα λεπτούς κι ευαίσθητους στίχους της Αντιγόνης Καράλη, επιλογή από δυο ποιήματά της:34
Μέσα στα σχήματα του κόσμου
ψάχνω να βρω τη μορφή σου
Τη ζωγραφίζω στο παχνιασμένο τζάμι
αλλά ένοχα τη σβήνει η ζεστασιά.
Την πλάθω στ’ ακροθαλάσσι
μα τη ρουφάει ο γλάρος των κυμάτων […]
ΑΧΤΙΝΕΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
[…] Θυμάμαι, ότι πίναμε νερό στου φεγγαριού το τάσι
Κι όταν το μωβ δείλι έγερνε το κεφάλι του
πίσω απ’ το δάσος με τις συκιές,
στ’ αντάρτικα νερά τρελού πελάγου κολυμπούσαμε
Το μελί τ’ ανήσυχου ουρανού μού γνέφει αμυδρά.
Όμως, από κει και πέρα…;
Ο “Καθρέφτης” θα μας δείξει στη συνέχεια πως το χιούμορ δεν αποκλείεται από την ποίηση. Της Τζένης Συρρή – Χαννάκη, της ποιήτριας που ανανέωσε στις μέρες μας μ’ επιτυχία παραδοσιακές τεχνικές:35
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Πόσο αγενής είναι ο καθρέφτης, δεν τον είδες;
Ψεύδεται ασύστολα χωρίς υπεκφυγή.
Όχι, για πες μου, πού τις βλέπει τις ρυτίδες;
Ορίστε, χάλασε και θέλει αλλαγή.
Δεν πείθεται πως τελευταία κάνει λάθη.
Πες μου, πού βλέπει τ’ άσπρο χρώμα στα μαλλιά;
Αφού του εξήγησα πως είναι ακόμα τ’ άνθη,
πριν λίγο τίναζα κλωνιά απ’ τη μυγδαλιά.
Θαρρώ, χρειάζεται γυαλιά πρεσβυωπίας,
ξεχνάει, τα είδωλα ανάστροφα κοιτά.
Περνάει μάλλον κρίση μέσης ηλικίας,
γι’ αυτό γελάει δηκτικά κι ειρωνικά.
Έτσι κι εγώ, για να τον κάνω να ζηλέψει,
φόρεσα πούδρα, κοκκινάδι και για εφέ
το χρόνο λάδωσα, να με επαληθεύσει
και τον εκάλεσα να πιούμε έναν καφέ.
Ο Σιδερής Χαλλιορής πρώτα απεικονίζει την έλλειψη και τη μοναχικότητα και ύστερα την πληρότητα της αγάπης. Ακούμε δυο στροφές του από αντίστοιχα ποιήματα:36
ΤΟ ΛΑΘΟΣ
[…] Τώρα δεν ακούω το ρυάκι,
τα πουλιά, τα λόγια του συντρόφου.
Όλα έσβησαν
όπως σβήνεται απ’ τον πίνακα
το λάθος των παιδιών.
Όλα ήταν λάθος
Ο σύντροφος έφυγε νομίζω κλαίγοντας.
Ένα δωμάτιο
τέσσερις τοίχοι
το σκοτάδι
Εγώ
[Η ΑΓΑΠΗ]
[…] Το νερό κυλά με λαχτάρα στον καταρράχτη
τ’ ακολουθώ,
αρπάζομαι από το κύμα και χάνομαι…
Νιώθω τον αγέρα να σφυρίζει στ’ αυτιά μου
καθώς πέφτω, τόσο δυνατός, τόσο ελεύθερος,
για πρώτη φορά δικός σου.
Σ’ αγαπώ.
Ο Μπάμπης Γεώργαλος, στο βιβλίο του Μικρή Μαντόνα τραγουδάει τις χαρές και τις πίκρες του έρωτα. Διαβάζουμε:37
Μνήμες, να’ σαι καλά, που ξεσήκωσες πάλι…
Και θύμησες από χρόνια καλοκαιρινά, που έφερες
μπροστά στα κλειστά μου βλέφαρα…
Σου χρωστώ κάμποσες Άνοιξες…
να τις καβαλικέψουμε, λέει, να ανοιχτούμε
σε πέλαγο που σύνορο δεν έχει…
Σου χρωστώ κάμποσες Άνοιξες…
να τις καβαλικέψουμε, λέει, να αφρίσουμε
απ’ το τρεχαλητό
κι ανήμποροι να ξαποστάσουμε αγκαλιασμένοι…
Μνήμες, να σε πάρει, που ξεσήκωσες και πάλι…
Και θύμησες από χρόνια καλοκαιρινά που έφερες
μπροστά στα υγρά μου βλέφαρα…
Πρέπει να πω ότι η επιλογή των κειμένων έγινε ύστερα από αυτοπρόσωπη μελέτη όλων σχεδόν των συλλογών των ογδόντα περίπου ποιητών και ποιητριών της εκατονταετίας.38 Ήταν δύσκολο το έργο της επιλογής, δεν χώρεσαν στους περιορισμούς του κειμένου ισάξια κομμάτια κι άλλων δημιουργών• θα άξιζε να διαβάζαμε κάτι από το έργο της Πολυχρονοπούλου39, κι ακόμη στίχους με κοινωνικά μηνύματα του Δημήτρη Βάρου40, μ’ ευαισθησία και τρυφερότητα της Καίτης Σαρρή, με λιτότητα και ευστοχία του Νίκου Χούλη και τόσων άλλων41. Και βέβαια, μελοποιημένους στίχους της Ευγενίας Ασλανίδου, του Παντελή Θαλασσινού και του Κώστα Μαρδά.
Για τη γιορτή των ελευθερίων του νησιού, αξίζει να χαρίσουμε στη Χίο μας αυτό το άκουσμα, που μιλάει για την ελπίδα, που τόσο έχουμε ανάγκη όλοι μας. Το καράβι που το λέγανε ΕΛΠΙΔΑ, της Ιουλίας Τέττερη:42
Το καράβι που το λέγανε ΕΛΠΙΔΑ
άραξε χθες μπροστά στην πόρτα μου,
με φουσκωμένα τα πανιά,
άλικα και λευκά,
ολόφωτο,
πανέτοιμο για το ταξίδι.
Κι ευθύς το σπίτι που στεκόταν σκοτεινό,
στη θλίψη του κλεισμένο,
αναπετάρισε.
Μονάχες τους οι αμπάρες έπεσαν
και τα θυρόφυλλα μισάνοιξαν,
σαν ζαλισμένα από το φως.
Τα δέντρα θρόισαν ανήσυχα,
τ’ αηδόνι το νυχτερινό άρχισε το τραγούδι
κι οι σαύρες αναδεύτηκαν στην κρύπτη τους.
Κι εσύ, καημένη μου καρδιά, ξαφνιάστηκες
κι άρχισες να χτυπάς γοργά,
για να προλάβεις τη γιορτή,
γνωρίζοντας πως τα καράβια
δεν περιμένουν για πολύ.
Επιλογικά, προσθέτουμε μια ακόμη χιώτικη, θαλασσινή πινελιά. Το ΠΥΡΟΦΑΝΙ, της Μαρίας Βασιλειάδου – Ρόκου:43
Θυμάμαι κάποια δειλινά
που τα καΐκια
τις μηχανές τους δοκιμάζανε
και τις φωτιές στην πλώρη ανάβανε
πριν να σηκώσουν τ’ άρμενα
να βγουν στο πυροφάνι.
Το Νικολό θυμάμαι τον καραβοκύρη
που τα στεγνά τα χείλη του
απ’ το σταμνί τα δρόσιζε το δίλαβο
κι όταν στο στόμα το’φερνε και με τα δυο του χέρια
κι έγερνε το κεφάλι προς τα πίσω -για να μη χάσει ούτε γουλιά-,
του’ πεφτε το ψαθί του στην κουβέρτα.
Αξύριστος, ξυπόλυτος και λιόκαφτος,
βαρύς κλειστός κι αμίλητος,
έκανε το σταυρό του
κι έσφιγγε το ζωνάρι του να του κρατά τη μέση
πριν ξεκινήσει την ψαριά ο Νικολός.
Κι ώς τώρα, κάθε που θα δω ζωγραφιστό καράβι,
μαζί του ταξιδεύω μες στο χρόνο με το νου
και ξαναζώ το βιαστικό το πανηγύρι
που λίγο πριν νυχτώσει
φούντωνε τις αφέγγαρες βραδιές στο αραξοβόλι.
Κι ήταν στ’ αλήθεια πανηγύρι,
της προκοπής ο γλυκασμός.
- Παραπομπές και Σημειώσεις
-
- Άπαντα, Α΄, σελ. 279, Αθήνα 1993.
- Βλ. συλλογή Θλιμμένα λόγια, Χίος 1922.
- (1884-1942). Η λύρα της μοναξιάς, 1919.
- Κατ’ εξαίρεση -αφού δεν έχει βρεθεί εκδεδομένη ποιητική συλλογή του- αναφέρουμε και τον Δημήτρη Κλούβα, τον οποίο επαινούν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς για το ποιητικό του τάλαντο.
- Βλ. Μ. Περάνθη, Ανθολογία της ποιήσεως, έκδ. 7η-9η, τ. Β΄, σελ. 318.
- Μ. Περάνθη, ό.π., σελ. 322.
- Πέτρος Ολύμπιος, ΝΕΕ Χ. Πάτση, τ. 1 (α΄ έκδ.), σελ. 260.
- Έλλη Παπαδημητρίου, Ο Φώτης Αγγουλές, Ποιήματα, Κέδρος 1975, σελ. 35.
- Πέτρος Ολύμπιος, ΝΕΕ Χ. Πάτση, τ. 1 (α΄ έκδ.), σελ. 261.
- Βλ. Περ. Χιόνη 23 (1994), σελ. 20.
- Ποιήματα (Άπαντα), 4η έκδ., Αθήνα 1975, σελ. 49.
- Χίος 2000, σελ. 11.
- Β.Π., “Η ρίζα και το φύλλο” Περ. Χιόνη 63 (1997), σελ. 15.
- Ποίηση, σελ. 279.
- Ποίηση, σελ. 110.
- Στίχοι του Γ. Κρόκου: Μάνα μου, την ομπόλια σου να μου τη δώσεις θέλω,/ να τη γεμίσω με φιλί, να την κεντήσω μ’ άστρα,/ να τη σηκώσω φλάμπουρο σ’ ανατολή και δύση,/ για ν’ ανεμίζει πάνω της τ’ αγέρι της αγάπης,/ να την κοιτάζουν οι σκληροί κι από ντροπή να κλαίνε,/ να τη θωρούν όσοι πονούν και να χαμογελάνε,/ να την κοιτά κι ο γιόκας σου και να νικά το Χάρο. […] Βλ. Ίωνες ποιητές από τη Χίο, Χίος 1978, σελ. 42.
- Παρακαταθήκη, Αθήνα 1957.
- Ιάς, Ηχώ, Μαθητικόν φως κ.λ.π. Βλ. Καταλόγους Βιβλιοθήκης Χίου “Κοραής” και τη σχετική εργασία τού Στ. Φασουλάκη στα Χιακά Χρονικά, τ. ΙΗ΄, Αθήνα 1987.
- Φιλοτεχνικός, 10 τεύχη, 1979-1995.
- Βλ. Γρ. Σπανού, Φιλοτεχνικός Όμιλος Χίου. Μια ενενηντάχρονη πνευματική πορεία, Χίος 2008.
- Ταξίδι στο σούρουπο, Χίος 2007, σελ 11.
- Η βία της εβδομάδας, Χίος 1997, σελ. 30.
- Η λάθος χώρα, 1984. Βλ. Λογοτεχνικές Δημιουργίες (Ανθολογία), Χίος 2010, σελ. 8.
- Σήκωσα, λέει, την καρδιά μου, Αθήνα 1983 (ΦΟΧ), σελ. 30.
- Γνόφος, Αθήνα 2002, σελ. 24 και Ίμερος, Αθήνα 2006, σελ.53.
- Τα χαμηλόφωνα, Χίος 1979, σελ. 10.
- Ορίζοντες μακρινοί, Χίος 1966 (ΦΟΧ), σελ. 20.
- Νεότερη χιακή ποίηση, Ανθολογία, Χίος 2004.
- Ίωνες ποιητές από τη Χίο, Χίος 1978.
- Λογοτεχνικές δημιουργίες, Χίος 2010.
- Χίος 1956.
- Αθήνα 1968.
- Έκδοση Δημ. Οργαν. “Αλήθεια”.
- Η Αφροδίτη άργησε, Χίος 1988 (ΦΟΧ), σελ. 41 και 28.
- Είδωλα εν εσόπτρω, 2009. Βλ. Λογοτεχνικές Δημιουργίες (Ανθολογία), Χίος 2010, σελ. 15.
- Ανατροπή, Χίος 1996, σελ. 15 και 52.
- Βλ. Λογοτεχνικές Δημιουργίες (Ανθολογία), Χίος 2010, σελ. 18.
- Αναφέρουμε τα ονόματα των δημιουργών από τη Χίο, που έχουν εκδώσει μία τουλάχιστον ποιητική συλλογή (Δυστυχώς, για προφανείς λόγους, δεν μπορούμε να μνημονεύσουμε και αυτούς που κατά καιρούς δημοσίευσαν ποιήματά τους -μερικά αξιόλογα- στον περιοδικό τύπο). Στον παρακάτω κατάλογο περιέχονται τόσο οι γνωστοί στο πανελλήνιο δημιουργοί (Γ. Σουρής, Λ. Πορφύρας, Φ. Αγγουλές κ. ά.), όσο και οι λιγότερο γνωστοί.Αγγουλές Φώτης, Αμπανούδης Κώστας, Αγγουλές Αντώνης, Αυγουστής Ιωάννης, Ασλανίδου Ευγενία. Βερίτης Γ., Βλαστός Πέτρος, Βάρος Δημήτρης, Βολάκης Νίκος, Βασιλάκη Λουκία, Βαλιδάκης Αναστάσιος, Βαρλά-Γαλάτουλα Αργυρώ, Βασιλειάδου-Ρόκου Μαρία, Βοζίκης Άγγελος. Γιαλούρης Νίκος, Γανιάρης Χρυσόστομος, Γεώργαλος Μπάμπης, Γκιούλη Αγγελική, Γιαννακής Γεώργιος, Γατανάς Χριστόφορος, Γούτης Μανώλης. Δήμος Νικόλαος, Διλμπόης Γεώργης, Διαμαντίδης Νίκος, Διοματάρη-Λάμπρου Νίκη, Ερατεινός Άγγελος, Ζαφείρης Κώστας, Ζαφείρης Δημήτρης, Ζαχαριάδης Στρατής. Θεοτοκάς Γιώργος, Θελούδης Αλέκος, Θωμάδης Παντελής, Θαλασσινός Παντελής, (δισκογραφική εργασία) Καράβας Αριστείδης, Κρόκος Γεώργιος, Καράλη Αντιγόνη, Κουτσοδόντη Ευαγγελία, Κουγιούλης Γιάννης, Κοκκινάκης Δημήτρης, Κατσάφαρος Γιώργης, Κοκκινάκη Άρτεμις. Λοΐζος Αντρέας, Λάρδας Αντώνης, Λημνιούδη Βάσω, Λύκος Χρήστος, Μουντές Ματθαίος, Μουτάφης Γιώργος, Μουτάφης Γιάννης, Μπελλές Χρίστος, Μιχάκης Γιώργος, Μυλωνάς Γιάννης, Μαδωνής Γιάννης, Μαρδά-Καρούσου Άννα, Μίτη Μαρία, Μπούτσικα-Μπενέτου Λουκία, Μαρδάς Κώστας, Μουλλάς Μιχάλης, Μυλωνάς Τριαντάφυλλος. Πορφύρας Λάμπρος, Πολυχρονοπούλου Ερμιόνη, Πηλιοπούλου-Σοφιανίδου Δώρα, Πετρή Δ., Πλακωτάρη Ασπασία, Ρηνιώτη Ρένα, Σουρής Γεώργιος (χιακή καταγωγή από μητέρα), Σταμπόλος Δημήτρης, Συρρή-Χαννάκη Τζένη, Σαρρή Καίτη, Συρρή-Στεφανίδη Αγγελική, Σκανδάλη Δήμητρα. Τέττερη Ιουλία, Τομαζάνη Δέσποινα, Τσιροπινά Έφη, Τσούχλη Μαριάννα, Φαράκλας Χρίστος, Χωρεάνθης Κώστας, Χαλλιορής Κώστας, Χαλλιορής Σιδερής, Χούλης Νίκος.
- Βλ. Οι χορδές: Καρδιά μου, στην άρπα σου/ ακούμπησε απαλά/ τα δάχτυλά μου./ Κι ας ξέρω πως τεντώσαν/ επικίνδυνα οι χορδές·/ εγώ θα τραγουδήσω./ Μιας και η άνοιξη/ ακόμα επιμένει/ να’ μαι μια παρουσία/ στου ήλιου της/ το παραμύθι (Γυμνό χορτάρι, Αθήνα 1980, σελ. 34).
- Βλ. Πορεία: Βαρειά η πέτρα στη ράχη μου/ και δεν ξέρω γιατί τη σηκώνω./ «Πρέπει», μου λένε…/ Κι ανεβαίνω/ πατώντας σε κοφτερές πέτρες/ που καίει ο ήλιος./ Πετώντας ένα- ένα στο διάβα μου:/ Τα ιδανικά/ Τα όνειρα/ Τις ελπίδες/ Τα αισθήματα…/ Κι όταν γυμνωθώ, κουραστώ και πέσω/ «Έφταιξες», θα μου πούνε… (Ω Ξειν, έκδοση ΦΟΧ, 1976, σελ. 18).
- Βλ. και Ρένας Ρηνιώτη: Θυμάσαι το χωράφι με τις καμπανούλες/ Τις φωτιές που ανάβαμε τ’ Άι-Γιαννιού/ Τις ματωμένες γάζες στα γόνατα, τ’ αχτένιστα μαλλιά/ Θυμάσαι το ξωκλήσι με τ’ άστρα/ Το φεγγίτη μας πού ’βλεπε στον κόσμο/ Την κιμωλία που έγραφε κύκλους μες στ’ όνειρο/ Θυμάσαι τα πρώτα στο μάγουλο φιλιά/ Τα πουλιά μες στα χέρια μας, τα μυστικά στο δισάκι/ Την έγνοια της αγρύπνιας, θυμάσαι;[…] (Νεότερη χιακή ποίηση, Ανθολογία, Χίος 2004, σελ.188).
- Ταξίδι στο σούρουπο, Χίος 2007, σελ. 38.
- Νεότερη χιακή ποίηση, Ανθολογία, Χίος 2004, σελ. 42.