του Γιάννη Παπαδημητρίου
Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψή μου το άρθρο του κ. Αντωνόγλου στην «Απλωταριά» «Να ξεκολλήσουμε προσωρινά από το μαστίχι».
Το άρθρο αυτό, πιστεύω, μπορεί και θα έπρεπε να αποτελέσει το έναυσμα για μια συζήτηση γύρω από το ζήτημα της Χίου ως τουριστικού προορισμού. Έχοντας αυτό υπόψη, θέλησα να παραθέσω μερικές σκέψεις, σαν μια μικρή συνεισφορά σε αυτή την συζήτηση.
Προσωπικά, πιστεύω, ότι η Χίος διαθέτει πληθώρα ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, με τα οποία κάλλιστα μπορεί να διεκδικήσει το μερίδιο που της ανήκει στην τουριστική πίτα της χώρας, συμμετέχοντας σε έναν αναπτυσσόμενο κλάδο της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Αντωνόγλου, με γλαφυρό τρόπο, παρουσιάζει την περίπτωση της μαστίχας, την οποία, πολλοί στην Χίο θεωρούν, λόγω της παγκόσμιας μοναδικότητάς της, κατάλληλο στοιχείο για χρήση ως κυρίαρχη πρόταση προβολής του τουρισμού (unique selling proposition) του νησιού.
Η μοναδικότητα της παραγωγής, αλλά και ο υψηλός βαθμός αναγνωρισιμότητας σε ορισμένες χώρες, όπως είναι π.χ. η Τουρκία και άλλες ανατολικές, δεν καθιστούν οπωσδήποτε την μαστίχα κατάλληλο επιχείρημα για χρήση ως κυρίαρχο μήνυμα προβολής (slogan) του τουρισμού της Χίου, του τύπου «το νησί της μαστίχας», στις μεγάλες τουριστικές αγορές, τουλάχιστον των δυτικών χωρών.
Το εξαιρετικό αυτό προϊόν του νησιού πρέπει μάλλον να ενταχθεί στην κατηγορία των αξιοθέατων (“things to see”), την κατηγορία δηλαδή εκείνων των χαρακτηριστικών που εμπλουτίζουν το προσφερόμενο προϊόν ενός τουριστικού προορισμού και τα οποία λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν είναι οπωσδήποτε οι αποφασιστικοί συντελεστές στην επιλογή του τόπου διακοπών.
Γι’αυτό συμφωνώ με τον κ. Αντωνόγλου ότι «η μαστίχα είναι για μετά».
Κατά κανόνα, το κυρίαρχο μήνυμα προβολής (slogan) ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, όπως είναι και οι τουριστικές υπηρεσίες, διαμορφώνεται στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου προγράμματος που αποσκοπεί στην κατάκτηση μιας αγοράς, στην προκειμένη περίπτωση μιας τουριστικής αγοράς.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, αν μπορεί να διατυπωθεί μια κυρίαρχη πρόταση προβολής, με γνώμονα του τι είναι γνωστό ή τι αρέσει σε εμάς περισσότερο, χωρίς κάποια σχετική μελέτη ή μήπως το ζήτημα αυτό πρέπει να τεθεί εκεί που ανήκει, δηλαδή στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου προγράμματος διείσδυσης και κατάκτησης τουριστικών αγορών.
Προσωπικά, πιστεύω, ότι η δεύτερη επιλογή είναι η σωστή. Και αυτό όχι μόνο για την διαμόρφωση της κυρίαρχης πρότασης προβολής, αλλά και γιατί γενικότερα οι συνθήκες αυτή την στιγμή στην Χίο είναι περισσότερο από ώριμες για μια επαγγελματική προσέγγιση στο πρόβλημα της τουριστικής ανάπτυξης, ώστε να μην χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος.
Σήμερα, η διεθνής μεθοδολογία και πρακτική κατάκτησης αγορών, είτε πρόκειται για αγορές προϊόντων, είτε υπηρεσιών, διαθέτει πλείστες όσες δοκιμασμένες μεθόδους και εργαλεία για την συλλογή των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων, την ανάλυσή τους, την εξαγωγή συγκεκριμένων συμπερασμάτων και την διαμόρφωση των κατάλληλων στρατηγικών και δράσεων για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να είναι στρατηγικού χαρακτήρα, να είναι δηλαδή μιας διάρκειας τουλάχιστον 5 ετών. Και είναι αναγκαίο, σαν οδικός χάρτης για όλους τους εμπλεκόμενους, ώστε να εισέλθει ο τουρισμός του νησιού σε τροχιά ανάπτυξης και να αποκομίσει τα οφέλη που προκύπτουν για όλα τα άλλα νησιά από την άνοδο γενικότερα του ελληνικού τουρισμού.
Το πρόγραμμα αυτό, ύστερα από τις αναγκαίες έρευνες και αναλύσεις, θα πρέπει να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως, ποιες αγορές θα πρέπει να προσεγγιστούν, ποιό θα πρέπει να είναι το μείγμα των ειδών τουρισμού (μαζικός, εναλλακτικός, πολιτιστικός, ιαματικός, περιπατητικός κλπ. τουρισμός, τουρισμός των 2-3 μηνών το καλοκαίρι ή μεγαλύτερης διάρκειας κ.ο.κ.). Τέλος, ποιές θα πρέπει να είναι οι απαραίτητες πολιτικές και δράσεις – μεταξύ αυτών και η κυρίαρχη πρόταση προβολής -, οι πηγές χρηματοδότησης και η απαιτούμενη οργάνωση, για την επίτευξη των τεθέντων στόχων.
Όπως διαφαίνεται, για την προτεινόμενη προσέγγιση θα απαιτηθεί η συνεργασία με εξειδικευμένη εταιρεία παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών. Θα πρέπει κανείς να έχει υπόψη του, ωστόσο, ότι σε μια τέτοια συνεργασία είναι πολύ σημαντικό ο εντολέας, αφενός μεν να γνωρίζει τι επιδιώκει και αφ’ετέρου να είναι σε θέση να παρακολουθεί και να ελέγχει την εκτέλεση του προγράμματος.
Σε ό,τι αφορά στον εντολέα, στην απαιτούμενη οργάνωση δηλαδή, πιστεύω ότι η ιδανική μορφή θα είναι ένας φορέας ΣΔΙΤ, δηλαδή ένας φορέας συνεργασίας μεταξύ των τουριστικών παραγόντων και των αρχών του νησιού.
Θα ήταν ενδιαφέρον ίσως να διερευνηθεί αν η Marketing Greece είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του προτεινόμενου προγράμματος ή αν η εξειδίκευσή της περιορίζεται αποκλειστικά στην προώθηση και την προβολή.
Η Marketing Greece είναι δημιούργημα του ΣΕΤΕ και διατείνεται ότι προσφέρει «από social media δράσεις έως ολοκληρωμένα προγράμματα, για προορισμούς και θεματικά προϊόντα», ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει (βλ. σχετικό άρθρο στο Οικονομικό της Καθημερινής, 2/9/18.)
Γιάννης Παπαδημητρίου
Υπεύθυνος επικοινωνίας Θέρμαι Αγιασμάτων