του Μιχάλη Καλούπη
Η Χίος του νόμπελ Ειρήνης, όπως σε κάθε σοβαρή κοινωνική δράση των τελευταίων χρόνων, έτσι και με το προσφυγικό, συμπεριφέρεται σα μικρό παιδί – χάιδεψε λίγο το σκυλάκι, έπαιξε μαζί του ενθουσιασμένο για καμιά βδομάδα, κι ύστερα το παράτησε να ψοφήσει επειδή βαρέθηκε.
Ακολουθείται πλέον στο νησί μια επαγωγική συλλογιστική πορεία χωρίς κανένα νόημα ή λογική:
-Πρόσφυγες, ή μάλλον λαθρομετανάστες, έκαναν επεισόδια.
-Είναι αλήτες, αχάριστοι και δεν εκτιμούν την philoxenia μας.
-Στο διάολο να πάνε!
Το λογικό κενό που υπάρχει ανάμεσα στα γεγονότα είναι τεράστιο, μα δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται και κανείς. Χειροκροτώ όρθιος παρ’ όλα αυτά τους ατσίδες που κατανόησαν την κατάσταση, την ανέλυσαν και έδωσαν τέτοια θαυμαστή λύση αντάξια του ελληνικού πνεύματος. Και πόσο γρήγορα μάλιστα. «Να καθαρίσουμε καμιά δεκαριά από αυτούς», «να μπουν στα σπίτια σας και να σας βιάσουν», «σπάστε τους στο ξύλο να καταλάβουν» είναι μόνο λίγες από τις λύσεις που έχω δει στο διαδίκτυο με τα ίδια μου τα μάτια, προερχόμενες από πολλούς -πραγματικά πολλούς- περήφανους απογόνους του Σωκράτη και του Πλάτωνα που χουν και φόντο την ελληνική σημαία.
Δεν ξέρω πόσο μυαλό χρειάζεται για να καταλάβει κανείς πως όταν έρθουν χειρότερα επεισόδια -επειδή δυστυχώς θα έρθουν- δε θα φταίει ο απελπισμένος. Σε μια κοινωνία για τα κακώς κείμενα δεν φταίει ποτέ ο απελπισμένος, παρά αυτός που τον άφησε στην κακή του τη μοίρα.
Τι κι αν δε θα φταίει αυτός όμως, εσύ αυτόν θα κατηγορήσεις. Επειδή ο αδύναμος πάντα είναι το ευκολότερο εξιλαστήριο θύμα. Εσύ που τώρα γκρινιάζεις όμως, ας δούμε τι έχεις κάνει ως σήμερα. Θα σου πω, γιατί σε ξέρω καλά.
Δεν έδωσες ποτέ αληθινά το χέρι σε αυτούς τους ανθρώπους παρά μόνο ένα παλιό σου λερωμένο φούτερ, πιστεύοντας έτσι πως άγγιξες το ζενίθ της αλληλεγγύης κι ύστερα έβγαλες και μια σέλφι μαζί τους, για να καμαρώσεις στο δρόμο και να ηρεμήσεις τη συνείδησή σου πως το ‘κανες το καθήκον σου. Είχες στο πίσω μέρος του μυαλού σου επίσης πως είσαι σπουδαίος που αντέχεις και το γεγονός ότι οι καταυλισμοί μυρίζουν και γαργαλούσαν τα ευαίσθητα ρουθουνάκια σου, ή που ενοχλούσαν και την «αισθητική σου» τα τσαντίρια του κήπου. Μεγαλείο ψυχής. Σίγησες όταν έγιναν επιθέσεις στο αυτόνομο καφέ Soli που είχε στηθεί και προσέφερε στιγμές ηρεμίας στους κατατρεγμένους. Καμάρωνες μετά για τον κολλητό σου που παίρνει ένα χιλιάρικο από τις ΜΚΟ, τους θεωρούσες χαζούς και το προσφυγικό τρελή μπίζνα, ευκαιρία για φράγκα, δόξα τω θεώ που μας έκατσε κι αυτό, μάνα εξ ουρανού ήτανε.
Κι ύστερα βαρέθηκες κι άρχισες να κατηγορείς· πρόσφυγες, αλληλέγγυους, ΜΚΟ, όποιον έβρισκες μπροστά σου. Τους κατηγόρησες όταν προσπάθησαν να βγάλουν το κεφάλι από το βούρκο που τους παράτησες να ζουν σαν γουρούνια σε στάβλο, όταν σπάσανε τα συρματοπλέγματα που τους μάντρωσες, όταν ζητήσανε τη ζωή τους και δεν τους άκουγε κανείς, μήτε θεός μήτε άνθρωπος.
Εκεί ήθελα να σε δω. Γιατί δε θέλανε την παλιά σου γκαρνταρόμπα, ανόητε, ούτε τη δουλειά σου, ούτε τη χώρα σου. Τη στήριξή σου θέλανε ώστε να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή. Τι θα ‘κανες μωρέ στη θέση τους, σκέψου διάολε.
Χωράει το μυαλό σου πως η γυναίκα που προχθές στη Σούδα απέβαλλε τα δίδυμα που κυοφορούσε έφυγε από τη χώρα της, γλίτωσε από βόμβες, γλίτωσε από σφαίρες, γλίτωσε από θαλασσοπνιγμό, κι ήρθε εδώ να χάσει τα παιδιά της; Πες μου, το χωράει; Αντέχεις ακόμα να κατηγορείς;
Θαρρείς πως ήρθανε και θέλουνε να μείνουνε εδώ γιατί περνάνε καλά, κι αντί να ζητήσεις μια λύση από κοινού ώστε να βρει καθένας το δίκιο του, εσύ γκρινιάζεις εναντίον τους. Μονάχα γκρινιάζεις και θες την ησυχία σου μια ζωή, νοικοκύρη μου, την εύκολη λύση, όχι την καλύτερη.
Γιατί υπάρχει θέμα ναι, κανείς δε κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, θέμα το οποίο μάλιστα θα ενταθεί. Αλίμονο αν δεν υπήρχε μέσα στην μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Μα σένα δε σε νοιάζει το τι μέλλει γενέσθαι. Εσύ την ησυχία σου θες, με οποιοδήποτε κόστος και όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μάλλον δε σε απασχολούν όλα αυτά, τα πώς και τα γιατί, οι λόγοι και οι αιτίες, να με συγχωρείς, γούστο και καπέλο σου.
Αναρωτιέμαι μονάχα, αν δεν επιλέγουμε και δε θέλουμε να συνυπάρξουμε με ομόνοια και αλληλεγγύη, παρά τις όποιες διαφορές μας, τι μένει για να μας διαχωρίζει από τα ζώα; Αποφεύγεις τέτοιες στάσεις ζωής οι οποίες είναι ικανές να ταράξουν την ρουτίνα και την ηρεμία σου κι έπειτα στρέφεσαι στο ιερό τρίπτυχο του μαμ-κακά-και νάνι. Μα και τότε πάλι αναρωτιέμαι περισσότερο, τι διάολο σε διαχωρίζει από τα ζώα.