του Τέλη Τύμπα
Τις μέρες αυτές ενταφιάστηκε, υποτίθεται, η αναλογική τηλεόραση στην Ελλάδα. Με τους συνήθεις διαφημιστικούς πανηγυρισμούς για το «ευκρινέστερο» ψηφιακό σήμα (καλύτερος ήχος και εικόνα, πιο πολλά κανάλια μετάδοσής του στον ίδιο χώρο, κτλ). Το τέλος του αναλογικού, όπως και το τέλος της εργασίας, έχει στην πραγματικότητα αναγγελθεί πολλές φορές. Παντού στον κόσμο και στην Ελλάδα. Για όλες περίπου τις τεχνολογίες, από τον υπολογιστή μέχρι το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Και όχι μόνο. Για διάφορα μικρά και μεγάλα, για τεχνικές, διαδικασίες, αντικείμενα, έργα.
Για παράδειγμα, το Ελευθέριος Βενιζέλος είχε διαφημιστεί από τους κατασκευαστές του ως το «ψηφιακό» αεροδρόμιο. Δεν είχε κάποια σημασία το ότι κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό ίσχυε και τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει. Έχει επικρατήσει η υπόθεση ότι το ψηφιακό είναι καλύτερο και επομένως το να διαφημιστεί κάτι ως ψηφιακό το καθιστά πιο ελκυστικό.
Το υλικό μας περιβάλλον, η τεχνολογική μας καθημερινότητα στη δουλειά και στο σπίτι, έχει κατακλυσθεί από το ψηφιακό. Χωρίς όμως να έχουμε συζητήσει την πολιτική που έχει εγγραφεί στην ψηφιακή τεχνολογία. Μια πολιτική που μπορεί και να είναι και πιο αποτελεσματική από την πολιτική κυβερνήσεων και κοινοβουλίων, επειδή ακριβώς δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια και επομένως δεν αποτελεί αντικείμενο δημοκρατικής αντιπαράθεσης.
Ψηφιακός κινηματογράφος, ψηφιακή τράπεζα
Έχουν αλλάξει ήδη αρκετά με την προϊούσα ψηφιοποίηση, χωρίς να το συζητήσουμε όσο θα έπρεπε. Έχει αλλάξει η τέχνη, όπως με τον ψηφιακό κινηματογράφο, από την ψηφιακή επεξεργασία μιας αναλογικά παραχθείσας εικόνας μέχρι την προσπάθεια για την απόλυτη ψηφιακή κατασκευή της εικόνας, και από την ψηφιακή παραγωγή μέχρι την ψηφιακή διανομή και την ψηφιακή προβολή. Μεγαλώνει μια γενιά εθισμένη να ενδιαφέρεται για την αισθητική της ψηφιακά ευκρινέστερης εικόνας, το καθαρό υποκείμενο της οθόνης και της ζωής. Που όμως δεν γνωρίζει για την ηθική του αναλογικού φιλμ, όπως, για παράδειγμα, για την ανηθικότητα της ψηφιακής αποκάθαρσης της εικόνας του αναλογικά παραχθέντος φιλμ από κάποιο δυσδιάκριτο αλλά ενδεχομένως καθοριστικό υποκείμενο.
Και φυσικά πέρα από την ψηφιοποιημένη τέχνη υπάρχει μια ψηφιακή καθημερινότητα υπο-αμειβόμενης ή και καθόλου αμειβόμενης εργασίας. Ας πάρουμε το παράδειγμα της ψηφιακής ουράς στην τράπεζα, της ουράς στην οποία περιμένεις τον ίδιο χρόνο όπως πριν (και ίσως και περισσότερο), απλά τώρα έχεις πάρει έναν αριθμό προτεραιότητας από μια συσκευή. Στην τράπεζα τώρα μπαίνεις και ψηφιακά, περιμένοντας στο κουβούκλιο της εισόδου. Περιμένοντας το κόκκινο κουμπί να γίνει πράσινο, το πράσινο κόκκινο, το κόκκινο πράσινο. Τικ-τακ, τικ-τακ…
Χωρίς όμως να είναι σίγουρο ότι έχεις κερδίσει χρόνο. Το μόνο σίγουρο με την ψηφιοποίηση από το κουβούκλιο στην πόρτα και τη μηχανή που δίνει αριθμούς προτεραιότητας είναι το γενικότερο πλεονέκτημα του ψηφιακού, η ευκρίνεια. Πιο ευκρινείς γραμμές στην ψηφιακή τηλεόραση, πιο διευκρινισμένη σειρά προτεραιότητας στην ουρά στην τράπεζα. Η ουρά όμως πάντα ουρά. Κι ενώ πριν την ψηφιοποίηση της ουράς θα ήταν αδιανόητο να αποδεχθείς ότι για μια τραπεζική συναλλαγή θα έπρεπε να περιμένεις περίπου μία ώρα, τώρα κάθεσαι ήσυχος και αμίλητος και το αποδέχεσαι.
Εκεί που οι εκατό άνθρωποι θα διαμαρτύρονταν συχνά για την αρπαγή του χρόνου τους από την τράπεζα, σχηματίζοντας μάλιστα ενίοτε και ένα αναλογικό (ως προς τη διάταξή του) πλήθος που θα ξεσηκωνόταν επειδή δεν ανοίγουν και άλλα ταμεία, τώρα υπάρχουν εκατό νούμερα που αποδέχονται με νεκρική σιωπή το μοιραίο. Λες και έφταιγαν οι πελάτες για την απαράδεκτη αναμονή και όχι ο αδικαιολόγητα μικρός αριθμός των εργαζομένων πίσω από τα γκισέ.
Οι τελευταίοι αυτοί, κατά πλειοψηφία γυναίκες, σίγουρα δεν κέρδισαν χρόνο από την ψηφιοποίηση. Λιγότεροι μπορεί να έγιναν (για την ίδια δουλειά), περισσότεροι όχι. Τώρα δεν υπάρχει αναλογικό πλήθος ανθρώπων να κάνει φασαρία για να λιγοστέψει και η δική τους δουλειά. Με την ψηφιακή ουρά υπάρχει ευκρίνεια ως προς το ποιος είναι πρώτος και ποιος είναι δεύτερος, τρίτος, κτλ στη σειρά. Κανείς δεν θα περάσει από το πλάι εκμεταλλευόμενος την έλλειψη μιας διευκρινισμένης πλέον σειράς. Αλλά και κανείς δεν θα διαμαρτυρηθεί όταν ο χρόνος αναμονής μπροστά στα γκισέ (μια απλήρωτη εργασία), όπως και η εργασία πίσω από τα γκισέ, επιμηκύνεται προς όφελος της τράπεζας. Η ψηφιοποιημένη ουρά έφερε και σιωπή νεκροταφείου.
Ψηφιακό ραδιόφωνο, ψηφιακή τηλεόραση
Ας έλθουμε όμως και σε ένα οικείο παράδειγμα σύγκρισης αναλογικής και ψηφιακής τεχνολογίας, πιο πολύπλοκο από αυτό που χρησιμοποιήσαμε εισαγωγικά αλλά και πιο κοντινό στην τεχνολογία της τηλεόρασης (που είναι η τεχνολογία που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ, λόγω επικαιρότητας). Η χώρα του παραδείγματος είναι φανταστική και κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι συμπτωματική. Στη φανταστική χώρα του παραδείγματός μας υποχωρεί η δημοκρατία. Κάποιοι που καταφέρνουν να συγκροτηθούν σε ένα εξεγερμένο υπέρ της δημοκρατίας πλήθος αποφασίζουν να εκπέμψουν ένα ραδιοφωνικό σήμα στη συχνότητα 1015, με μήνυμα αντίστασης στην υποχώρηση της δημοκρατίας. Τη στιγμή που δέχεται επίθεση από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς ενός κράτους που δεν συμπαθεί την υπεράσπιση της δημοκρατίας, το πλήθος βγάζει το μήνυμά του στον αέρα στη ραδιοφωνική συχνότητα 1015, ζητώντας την άμεση συμπαράσταση των πολιτών της χώρας.
Έστω ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος και επομένως άγνωστος σταθμός με συχνότητα εκπομπής 1015 βγαίνει ανάμεσα σε δύο γνωστούς σταθμούς, με συχνότητες 1010 και 1020. Δεν είμαστε στο 1973, όταν οι πολίτες για να αλλάξουν σταθμό στα αναλογικά τους ραδιόφωνα -από τον 1010 στον 1020- θα έπρεπε να διατρέξουν αναλογικά όλο το φάσμα των ενδιάμεσων συχνοτήτων. Οπότε και ήταν συγκριτικά πιθανότερο να πέσουν πάνω στο 1015, να ακούσουν έστω και χωρίς τέλεια ευκρίνεια στην αρχή το μήνυμα υπέρ της δημοκρατίας και να σπεύσουν να συμπαρασταθούν. Μεγαλώνοντας έτσι το πλήθος της δημοκρατίας.
Είμαστε σε μια χώρα του 2012, μια χώρα ψηφιακών ραδιοφώνων. Τα οποία δεν επιλέχθηκαν συνειδητά, μετά από συζήτηση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων τους. Μπήκαν σε σπίτια και αυτοκίνητα με βάση τον εθισμό στην υπόθεση ότι η ψηφιακή τεχνολογία παρέχει ευκρινέστερη λήψη σήματος, ευκρινέστερο ήχο. Έστω ότι αυτά τα ψηφιακά ραδιόφωνα έχουν προγραμματιστεί για να πηδούν τους σταθμούς με ψηφιακά άλματα, από το 1010 στο 1020, δηλαδή από τον ένα προγραμματισμένο σταθμό στον άλλο. Οι χρήστες τους θα ακούσουν με ευκρίνεια τον 1010 και τον 1020. Θα χάσουν όμως τον 1015. Δεν θα μπορέσουν έτσι να υπερασπίσουν την απειλούμενη δημοκρατία τους.
Με τον ψηφιακό δέκτη ηλεκτρονικού σήματος ακούμε ευκρινέστερα ή φθάνουμε ευκολότερα σε ότι έχουμε ήδη προγραμματίσει. Χάνουμε όμως και ευκολότερα το απρογραμμάτιστο, το απρόσμενο, το απρόβλεπτο, το νέο. Οι κάτοικοι της χώρας του παραδείγματός μας θα χάσουν το μήνυμα υπέρ της δημοκρατίας. Οι κάτοικοι κάποιας Φουκουσίμα το μήνυμα από έναν ραδιοφωνικό σταθμό ενός πρωτοεμφανιζόμενου ερασιτέχνη που θα μπορούσε να μεταδώσει τα νέα για το πυρηνικό ατύχημα χωρίς τα δολοφονικά, όπως αποδείχτηκε, φιλτραρίσματα σταθμών ελεγχόμενων από το κράτος και τις εμπλεκόμενες εταιρείες.
Τα ζητήματα δημοκρατίας είναι πάντα και ζητήματα σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Συγκρίνοντας την διαδικασία λήψης σήματος με ένα αναλογικό και ένα ψηφιακό ραδιόφωνο, παρατηρούμε ότι στο ψηφιακό ραδιόφωνο καταβάλουμε λιγότερη ζωντανή εργασία (αρκεί ένα απλό πάτημα κουμπιού) επειδή βασιζόμαστε στην προηγούμενη εργασία του προγραμματισμού του ραδιοφώνου. Εργασία νεκρή, αποστεωμένη και συσσωρευμένη ως πρόγραμμα, εργασία που έχει μετατραπεί σε κεφάλαιο. Ενώ, πάντα συγκριτικά, στο αναλογικό ραδιόφωνο η διαδικασία επιλογής σταθμού καθορίζεται από τη ζωντανή εργασία, καθώς δεν πατάμε απλά κάποιο πλήκτρο αλλά γυρνάμε με το χέρι μας ένα ρυθμιστή.
Και προφανώς, όπως σε κάθε περίπτωση που κυριαρχεί συγκριτικά περισσότερο το κεφάλαιο, στο ψηφιακό ραδιόφωνο η ευκρίνεια (το να πέσεις, για παράδειγμα, ακριβώς πάνω στον σταθμό 1010 ή 1020) δεν εξαρτάται από τη δεξιοτεχνία της ζωντανής εργασίας. Σε αντίθεση με το αναλογικό ραδιόφωνο, στο οποίο η ευκρίνεια μπορεί να παραχθεί σε χρόνο συγκρίσιμο με αυτόν του απλού πατήματος ενός κουμπιού, αλλά με βάση τη δεξιοτεχνία-επιδεξιότητα που έχει φέρει η χρήση.
Το αναλογικό ραδιόφωνο, όπως είδαμε στο παράδειγμα της φανταστικής μας χώρας, σημαίνει λιγότερη ευκρίνεια ως προς τη λήψη σήματος από έναν δεδομένο σταθμό αλλά μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την λήψη σημάτων και από μη δεδομένους σταθμούς. Υπάρχει πράγματι μεγαλύτερη ευκρίνεια στο συγκριτικά πιο ψηφιακό. Αλλά υπάρχει και μεγαλύτερη ευελιξία (και επομένως και βιωσιμότητα και όλα τα συναφή) στο αναλογικό. Όπως είδαμε, υπάρχει και καλύτερη δημοκρατία με το αναλογικό. Ενώ υπάρχει καλύτερος έλεγχος αλλά λιγότερο δημοκρατικός με το ψηφιακό.
Ιδεολογήματα υπέρ του ψηφιακού
Τα όσα υπαινικτικά και μέσω όσο το δυνατόν πιο οικείων παραδειγμάτων από την τεχνολογική καθημερινότητα αναφέρθηκαν παραπάνω, μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε στην κριτική εξέταση δύο ιδεολογημάτων. Το ένα είναι αυτό του κλασικού εξελικτισμού, αυτό περί αδιαμφισβήτητης τεχνικής και κοινωνικής προόδου-εξέλιξης από το παρωχημένο αναλογικό στο προηγμένο ψηφιακό. Το διαβάζουμε παντού αυτές τις μέρες, σε κείμενα όσων άκριτα εκθειάζουν τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής τηλεόρασης, αγνοώντας τα μειονεκτήματα. Το δεύτερο, πιο επικίνδυνο, επειδή εμφιλοχωρεί και στις γραμμές αυτών που θέλουν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία του κεφαλαίου, είναι αυτό για την υποτιθέμενη ουδετερότητα της τεχνολογίας (αυτό που υποψιασμένοι μαρξιστές μιας άλλης εποχής αποκαλούσαν η ‘εργαλειακή αντίληψη της τεχνολογίας’—οι αντίστοιχα υποψιασμένοι αναλυτικοί φιλόσοφοι της επιστήμης αποκαλούν στα δικά τους πεδία ‘instrumentalism’). Και γι αυτό το ιδεολόγημα η ψηφιακή τεχνολογία είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερη, απλά το ζήτημα είναι ποιος θα ασκεί την κρατική εξουσία επ’ αυτής. Γράφτηκαν αρκετά άρθρα σε έντυπα της αριστεράς που αναπαρήγαγαν άκριτα τα περί ευκρίνειας της ψηφιακής τηλεόρασης χωρίς δυστυχώς να αναφέρουν κάτι για τις τεχνικές παραμέτρους (ευελιξία και συναφείς) στις οποίες υπερτερεί το αναλογικό.
Μια καταληκτική επί του ίδιου ζητήματος διευκρίνιση. Δεν έχει εμφανιστεί ακόμη κάποια αμιγώς ψηφιακή τεχνολογία, αποκομμένη από την αναλογική. Στην Ελλάδα του 2012 δεν ήλθε το τέλος της αναλογικής τηλεόρασης αλλά μια απόπειρα να υπάρξει μια περαιτέρω ψηφιοποίηση σε κάποια τμήματα της αλυσίδας παραγωγής που ξεκινά από την παραγωγή πιο ψηφιοποιημένης εικόνας, συνεχίζει στην πιο ψηφιοποιημένη εκπομπή της εικόνας, και καταλήγει στην συγκριτικά πιο ψηφιοποιημένη λήψη μέσω κάποιου αποκωδικοποιητή και την προβολή στην κατάλληλη οθόνη. Στην αλυσίδα αυτού που στην Ελλάδα του 2012 ονομάζεται ‘ψηφιακή’ τηλεόραση υπάρχει περισσότερη ψηφιοποίηση αλλά όχι απάλειψη του αναλογικού.
Πριν προχωρήσουμε σε δημόσια αποτίμηση της επιχειρούμενης αλλαγής και του κοινωνικού της νοήματος, και πριν κατά συνέπεια προτείνουμε μια άλλης κοινωνικής φιλοσοφίας τεχνολογική πολιτική, πρέπει να προσδιορίσουμε με την απαιτούμενη επάρκεια το τι ακριβώς αλλάζει τεχνικά. Το τι ακριβώς ψηφιοποιείται και τι όχι. Αυτό θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από ένα μικρό σημείωμα (και εννοείται ότι θα απαιτούσε μια συλλογική προσπάθεια από τεχνικούς που θα μπορούσαν να σκεφτούν ως κοινωνιολόγοι και το αντίστροφο). Σε κάθε περίπτωση, το καλοκαίρι του 2012 δεν τελειώνει οριστικά η αναλογική τεχνολογία στην τηλεόραση της Ελλάδας.
Είναι άλλο η ηγεμονία του κεφαλαίου και άλλο το τέλος της εργασίας. Είναι άλλο η ιστορική ηγεμονία της ψηφιοποίησης και άλλο το τέλος του αναλογικού. Μπορεί να αναπαράγεται μια τεχνική-κοινωνική ηγεμονία, αλλά δεν εξαφανίστηκε το δυνάμει αντίπαλο πλήθος. Ο Αλτουσέρ επέμενε ότι ο ολοκληρωτικός καθορισμός της εργασίας από το κεφάλαιο μπορεί να λάβει χώρα μόνο σε ‘τελευταία ανάλυση’. Θα το μετέφραζα και ως σε μια ‘στιγμή ύστατη’ (last instance). Τότε όμως θα έχει τελειώσει και η ζωή. Δεν μας έχει όμως ευτυχώς τελειώσει η ζωή και το αναλογικό, δεν έχει επικρατήσει πλήρως η ψηφιακή νεκρότητα. Είμαστε ακόμη εδώ και μπορούμε να συνεχίζουμε να το παλεύουμε.