γράφει η Φρόσω Χατόγλου
Σπάνια ανατομία της ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, άφθαστη αισθητική. «Ο Δράκος» υπήρξε μια υψηλή Τέχνη, μια σπάνια ελληνική ταινία, παγκόσμιας αναγνώρισης.
Δεν συγκαταλέγεται σε αυτές που αναπαράγονται συχνά στην τηλεόραση και τις έχει μάθει ο κόσμος απ’ έξω. Παρά τη μεγαλοσύνη του Ηλιόπουλου και του Χατζηδάκι, η ταινία δεν υπήρξε ποτέ μαζική. Όταν ανέβηκε μάλιστα, το 1956, το κοινό αντέδρασε εξοργισμένο, έτσι που οι κινηματογράφοι την κατέβασαν εσπευσμένα την επόμενη μέρα!
Ο σκηνοθέτης της, ο Νίκος Κούνδουρος ομολογεί ότι με τον σεναριογράφο, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, ξεκίνησαν για κάτι κωμικό, αλλά η ταινία τους ξεπέρασε, αυτονομήθηκε. Στα γυρίσματα γίνονταν αυτοσχεδιασμοί που τελικά οδήγησαν σε κάτι ολότελα διαφορετικό και αλλόκοτο- σε ένα μαύρο υπαρξιακό δράμα. Ο Κούνδουρος, τη χαρακτηρίζει «Ταφόπλακα του ελληνικού κινηματογράφου», αφού μετά από αυτήν τίποτε παρόμοιο δεν τόλμησε κανείς να δημιουργήσει. Ούτε ο ίδιος.
Ο Ηλιόπουλος μεγαλουργεί ασυναίσθητα, ίσως και ακούσια, ενσαρκώνοντας μια μοναδική φιγούρα, που δεν την κατανοεί και δεν την αποδέχεται. Κουρασμένος και αρνητικός, έρχεται και «δένει» αξεπέραστα με το τραγικό πρόσωπο που υποδύεται.
Ένας αδύναμος τύπος, ένας ανθρωπάκος, μια μοναχική και μειονεκτική ύπαρξη, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια παρεξήγηση που του δίνει την ευκαιρία να νιώσει σπουδαίος και αναγνωρίσιμος. Γίνεται αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού, κολακεύοντας τα κατώτερα ένστικτα μιας παρακμιακής κοινωνίας, που δεν έχει πού αλλού να στηριχτεί, παρά σε κατασκευασμένους «αρχηγούς» και «ήρωες. Αδιέξοδες και τραγικές επιλογές. Χωρίς έλεος.
Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε. Ο «Δράκος» του είναι αθάνατος.
Συνέντευξη του Κούνδουρου για το «Δράκο» στο «Παρασκήνιο»: