της Καλλιόπης Λιαδή
Γιατρέ,
θέλω να σου μιλήσω για το χθεσινοβραδινό μου όνειρο!
Να γνωρίζεις ότι η βραδιά μου έκλεισε διαβάζοντας -δυνατά- για πολλοστή φορά την εθνικιστικού περιεχομένου δημοσίευση του Αντιπεριφερειάρχη Χίου. Φαντάσου, φράσεις εθνικιστικής παραφροσύνης, εκδηλώσεις μίσους, παροτρύνσεις γεμάτες αρρωστημένο «πατριωτισμό», εγκώμια στη βια! Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω ότι αυτό ήταν ένα κείμενο που γράφτηκε από ένα πολιτικό γραφείο με σκοπό να δημοσιευτεί… Πώς αυτές οι σκέψεις δραπέτευσαν από τους λαβύρινθους του μυαλού και μετουσιώθηκαν σε γραπτό λόγο; Ποια είναι αυτή η διαδικασία που μετατρέπει την αγάπη για έναν τόπο ή την αφοσίωση σε μια ιδέα, σε αποτρόπαιο παραλογισμό και μίσoς;
Γνώριζε, γιατρέ, ότι από την προηγούμενη εβδομάδα μιλάω δυνατά στο σπίτι, κάνω δυνατά ερωτήσεις, όχι ρητορικές, αλλά από αυτές που ζητούν απάντηση: γιατί τόσο μένος; γιατί τόση βία; γιατί τέτοια απώλεια μνήμης; γιατί τόσος φόβος; και μετά, γιατί τόση απάθεια; γιατί τόση σιωπή; γιατί τόση συγκάλυψη; τόση αδράνεια; τόσος φόβος;
Το όνειρο
Στεκόμουν στην είσοδο του Κάστρου της Χίου, έξω από το κάστρο, στην Πόρτα Μαγγιόρε. Η μέρα ηλιόλουστη, έντονος πολύ ο ήλιος, κι ένα δροσερό, ευεργετικό αεράκι φύσαγε κι αναγαλλίαζε η πλάση. Σιγή καλοκαιρινού καταμεσήμερου παντού. Μόνο από μέσα, από το βάθος της σκιερής πύλης, ακουγότανε οι ήχοι μιας μπάντας, μιας φιλαρμονικής, που ετοιμάζεται να παίξει. Σιγά- σιγά ξεκίνησε να ηχεί μια γνώριμη μελωδία, που ερχότανε από την πλατεία και πλησίαζε προς την Πύλη. Μια μπάντα ασπροφορεμένων ένστολων νέων ανδρών εμφανίστηκε, λαμποκοπώντας οι ίδιοι και τα χάλκινα πνευστά τους κάτω από τον δυνατό ήλιο. Μια κοπέλα ξαφνικά βρέθηκε δίπλα μου. Κι αυτή ντυμένη στα άσπρα, έλαμπε! Είδε τον καλό της ανάμεσα στους μουσικούς. Τον χαιρέτισε με ενθουσιασμό από μακριά κι άρχισε να τραγουδάει δυνατά την ξεκάθαρη πια αγαπημένη μελωδία. Όχι σαν τραγούδι μελωδικό κι ερωτικό, αλλά σαν εμβατήριο. Διαστρεβλωμένα. Ρυθμικά. Τονίζοντας μια – μια τις συλλαβές. Τόσο έντονος είχε γίνει αυτός ο ρυθμικός συλλαβισμός των στίχων που δεν μπορούσες πια να καταλάβεις το νόημα τους.
«Ο ρυθμός δεν είναι αυτός! Το τραγουδάει σε λάθος ρυθμό!» σκεφτόμουν. «Το αλλάζει! Αυτό είναι τραγούδι για την ειρήνη, για την ελπίδα…»
«Είναι από τον εχθρό λαό» της είπα όμως εκείνη συνέχισε να τραγουδάει με ακόμα εντονότερο παλμό και ενθουσιασμό, το στρατιωτικό της εμβατήριο… H μπάντα προχώρησε προς το Βουνάκι ακολουθώντας το ρυθμό της κοπέλας.
Αυτά συνέβηκαν στο όνειρο κι εκεί μάλλον τελείωσε η όλη δράση…
Η επιστροφή στην πραγματικότητα
Οφείλω να συμπληρώσω ότι το συγκεκριμένο τραγούδι το ακούω συχνά, γιατρέ, και τριγυρνούσε στο μυαλό μου τις τελευταίες μέρες ακόμα περισσότερο, μετά από τα οδυνηρά, βίαια επεισόδια στο λιμάνι της Χίου την προηγούμενη εβδομάδα. Οδυνηρά, βίαια και προσβλητικά για τον κάθε άνθρωπο που συμμετείχε – ή δεν συμμετείχε – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για το νησί, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ειρήνη, για τη δημοκρατία, για την αξιοπρέπεια όλων μας, για τους αδύναμους, για τους δυνατούς, για τους πολίτες, για τους επισκέπτες, για τους πολιτικούς, για τους ψεύτες, για τον μπακάλη, για τον εστιάτορα, για τον μικροαπατεώνα, για τον μεγαλοαπατεώνα, για τον ξενοδόχο, για τον δημοσιογράφο, για τον δάσκαλο, για τον μαθητή. Τότε το παραλήρημα στράφηκε σε μικρούς και μεγάλους Σεβάχ, γιατρέ, τους πετάξανε και κροτίδες για ν΄ ακουστεί περισσότερο.
Οδυνηρά, βίαια και προσβλητικά τα επεισόδια: για τον μουσικό που δεν άκουσε, για τον τραγουδιστή που δεν τραγούδησε, για τον ζωγράφο που δεν έβαλε μαύρο στον πίνακα, για τον συγγραφέα που δεν έπιασε την πένα, για τη Θέμιδα που εξαφανίστηκε, για τον ηθοποιό, για τον θεατρώνη, γι΄αυτόν που κοιτούσε απ΄το μπαλκόνι, για το παιδί που κοιμήθηκε ανέμελο, για το γονιό που του διάβαζε παραμύθια, για αυτόν που μπορεί, για τον έμπορο, για τον ανήμπορο, για τον οδοιπόρο, για τον ταξιδιώτη, για τον θαλασσοπόρο, για τον θαλασσοπνιγμενο. Οδυνηρά, προσβλητικά και βίαια για τον τυφλό αοιδό. Για εκείνον τον ενωτικό δημοτικιστή. Για εκείνον τον πιστό χριστιανό κοσμοπολίτη, υπερασπιστή της ανεξιθρησκείας.
Αυτά όλα ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης. Το όνειρο μου ήταν ακριβώς έτσι όπως το περιγράφω, γιατρέ. Tουλάχιστον έτσι το συγκράτησε η μνήμη. Tο τραγούδι που έπαιζε η μπάντα θα σου το βάλω να το ακούσεις.
Πες μου, γιατρέ, είναι αναστρέψιμη η κατάσταση ή όχι;