20170209
Φύγαμε από την πόλη νωρίς το μεσημέρι με λιακάδα, ανεβήκαμε με τον Στρατή τις στροφές του Αίπους και όσο πηγαίναμε δυτικά ο ουρανός έκλεινε. Ακολουθήσαμε την ομίχλη και μπήκαμε στο χωματόδρομο του δεκαοκτώ*. Σιγά σιγά με το αυτοκίνητο βυθιζόμασταν σε έναν άλλο τόπο· στο βάθος ξεχώριζαν οι πέτρινες γραμμές από τις ξερολιθιές που οριοθετούσαν ιδιοκτησίες, καλλιέργειες, βοσκοτόπια και δίναν το ρυθμό σε έναν ιδαίτερο τρόπο ζωής. Εδώ πάνω, από γενιά σε γενιά το γαϊτανάκι των ανθρώπων και των κοπαδιών συνέχιζε έως πρόσφατα την ιστορία του κόσμου. Τώρα, μόνο τα ίχνη της δύσκολης ζωής έχουν απομείνει σ’ αυτό το σκληρό και δωρικό τοπίο. Είμαστε στην περιοχή του Αντρόλακκου και της Εγγίσας· τριγυρίζουμε στα πηγάδια, ρηχά χωρίς χείλος, το ένα δίπλα στο άλλο για να συλλέγουν το βρόχινο νερό. Ενα πλινθόκτιστο μαντρί, ένα μικρό σπίτι, κατοικία και αποθήκη του βοσκού, απομεινάρια από ξύλινες μάντρες, καλύβια και ξερολιθιές. Τώρα είναι χειμώνας και δεν έχει ζώα αλλά από τα ίχνη καταλαβαίνουμε ότι δεν πρέπει να είναι και πολύς καιρός που έφυγαν.
Περπατώ αργά, ανεβαίνω ένα μικρό λόφο, τώρα όλα μοιάζουν ίδια, πέτρες πάνω σε πέτρες· σαν χαλκομανία διακρίνεται κάτω το μαντρί. Όμως τίποτα δεν είναι ίδιο, κάθε τετραγωνικό μέτρο έχει μνήμη· από το χώμα τις πέτρες, από τα βήματα και τις αναπνοές των ανθρώπων και των ζώων που το πάτησαν· μνήμη του αέρα, της βροχής, του ήλιου και του πέπλου της ομίχλης που το σκέπασε. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να ακούσω την αναπνοή μου, να συχρονιστώ με την ησυχία και το κρύο, με την ξεχωριστή γαλήνη αυτού του τοπίου, καθώς σε λίγο θα χαθούμε μες την ομίχλη που σιωπηλά πλησιάζει.
Την επόμενη βδομάδα, οι βοσκοί του Αστυφυδόλακκου
*Σε αυτή την ερημιά με το ηπειρωτικό κλίμα, μακριά από ανθρώπους και οικισμούς, κάποιοι έριξαν την ιδέα να φέρουν τους πρόσφυγες· ίσως για να ταλαιπωρηθούν από το κρύο και να κοιμόμαστε ήσυχοι