της Αλεξάνδρας Σταματουλάκη
«Όχου, εκλογές θάχομε!» αναφωνούσε ανήσυχη η γιαγιά όταν συνέβαινε στο σπίτι κάποιο συνταρακτικό γεγονός εξαιτίας απερισκεψίας, αμυαλιάς, κακοκεφαλιάς συγγενικών ή φιλικών προσώπων, εννοώντας γκρίνια, φωνές, λόγια, φασαρία, γενική αναστάτωση και ξεσηκωμό.
Κάτι ανάλογο με τις πραγματικές εκλογές που ανακατώνουν τα σπιτικά. Επισκέψεις, τηλέφωνα, χαμόγελα και χαιρετούρες υποψηφίων, φυλλάδια στις πόρτες, συζητήσεις, γνώμες, απόψεις, λογομαχίες, διλήμματα και επηρεασμοί συνειδήσεων, αφού παραφράζοντας το γνωστόν άσμα, «άλλα θέλω και άλλα ψηφίζω, πώς να σου το πω» ταράζουν τα λιμνάζοντα νερά της καθημερινότητάς μας.
Σε κάθε εκλογές λοιπόν η δόλια η μάνα, συναισθανόμενη την ατομική της ευθύνη και έχοντας επίγνωση ότι η ψήφος μας κρίνει τη ζωή μας, έχανε τη σκέψη της και δεν τη γλίτωνε τη ζημιά. Πότε την πλήρωνε κάποιο ρούχο απ’ το καυτό σίδερο, και πότε κάποιο γυαλικό που, από τη στιγμιαία απροσεξία της, έπεφτε και έσπαγε. Ακόμα την κλαίμε τη γυάλινη φρουτιέρα, σπάνιο οικογενειακό κειμήλιο, καθότι έπεσε απ’ το χέρι της ηρωικά «υπέρ βωμών και εκλογών».
Αλλά και ο παππούς, έχοντας τα δικά του πιστεύω, και όχι τη μια «Γκόρτσος την άλλη Μαντάς», ενώ ζούσε όλη την προεκλογική περίοδο με την ελπίδα και την πίστη ότι αυτή τη φορά θα αλλάξει ο ρους της ιστορίας, τη βραδιά των εκλογών άλλαζε απότομα η διάθεσή του. Στο άκουσμα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων από τα εκλογικά τμήματα συνειδητοποιούσε πως «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ» καθότι ακούγοντας ότι στην Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Πέρα Παναγιά, Δώθε Παναγιά, έβγαιναν πάλι οι ίδιοι, με την Παναγιά να μη βάζει ούτε αυτή τη φορά το χέρι της, απογοητευόταν. Η βραδιά του έκλεινε άδοξα οπότε προφασιζόμενος πονοκέφαλο και αδιαθεσία κουκουλωνόταν νωρίς νωρίς κάτω απ’ την κουβέρτα του. Η μόνη φορά που, όχι μόνο δεν αποχώρησε νωρίς, αλλά δεν κοιμήθηκε καθόλου ήταν τότε που «μεθύσαμε τον ήλιο». Αχ, και να’ ξερες, καημένε παππού! Καλά και έφυγες νωρίς!
Ο πατέρας πάλι, με την ορθοφροσύνη και διορατικότητά του, είχε την ικανότητα βαθύτερης προσέγγισης των πραγμάτων. Όμως ακόμα και εκείνον τον διακατείχε μια υπαρξιακή αγωνία, προερχόμενη ίσως από το φιλοσοφικό – βασανιστικό ερώτημα, τελικά «ποιος κυβερνά τη ζωή μας;»
Η μόνη εύθυμη νότα στη σοβαρότητα της όλης κατάστασης προερχόταν από μεριάς γιαγιάς η οποία όλη την προεκλογική περίοδο, έχοντας πλήρη γνώση των υποψήφιων αρχηγών, επιδιδόταν σ’ ένα αυτοσχέδιο σατυρικό λογοπαίγνιο, προς τέρψιν όλων των οικείων της. Για τον καθένα σκαρφιζόταν ένα χαρακτηρισμό και μ’ αυτόν τους αποκαλούσε. Έτσι ο ένας ήταν ο «γρύλης», ο άλλος ο «θρουβάλας» και ούτω καθεξής. Είχε φαίνεται επινοήσει ένα δικό της τρόπο εκτόνωσης.
Κάτι ανάλογο διαπίστωσα να συμβαίνει στα σπιτικά τούτες τις μέρες.
Έτσι σε προχθεσινή φιλική μάζωξη άκουσα τους προσκεκλημένους να προβληματίζονται αν θα ψηφίσουν, τι θα ψηφίσουν, ποιον θα ψηφίσουν διλήμματα που γίνονται στις μέρες μας δυσκολότερα αφού ζούμε σε μια εποχή όπου «ο ήλιος δεν είναι πια καθόλου βέβαιος για τον κόσμο».