Κι εκεί που πήαινες να βάλεις το τσουκάλι στη φωτιά, ντριν το τηλέφωνο, η φιλονάδα απέ τη Χώρα: για ’δε, θες νάρτεις κάτω να φάμε; Ηβαλα όρνιθα να γίνεται με μακαρονάκι… Α! σου ’χω και μιαν έκπληξη…
Εν ήκατσες να το πολυσκεφτείς, μαγειρεύει κι όμορφα, είχε και την έκπληξη… μια και δυό επήρες τ’ αμάξι κι ήφυγες…
Με ένα κουτί γλυκά στο χέρι, για την υπογλυκαιμία ύστερα από το φαί, εχτύπησες το κουδούνι και ως δια μαγείας πέντε παιδάκια εμφανίστηκαν στην πόρτα… Εσάστισες..
Η Μαρία, η Σισίλια, η Χριστίνα, η Γκαμπριέλα κι ο μικρός Τσιχάντ… Τα παιδιά του Αμπντουλιλά και της Σαμάρ, μιας οικογένειας από την Συρία που φιλοξενείται στη Χώρα σε καμπ… Θέλησε η φίλη να τους βάλει στο σπίτι της, να φάνε ένα μαγειρευτό φαγητό, να πλυθούν, να νιώσουν καλά, ν’ αλλάξουν εικόνες, να ξεκουραστούν…
Η χαρά ξεπέρασε την έκπληξη και σε ένα λεπτό ήνιωσες πως ήσουν ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους… Η Σισίλια και η Μαρία, τα δυό νοικοκυροκόριτσα, στρώσαν το τραπέζι, ο μικρός στο βυζί της μάνας, τα άλλα δυό ζωγράφιζαν χαρούμενα…
Ο Αμπντουλιλά τρυφερός με τα παιδάκια του, ήρεμος και χαμογελαστός…
Έφτιαχνε παπούτσια στη Δαμασκό… πούλησε ο,τι είχε και δεν είχε να σώσει την οικογένεια, να φύγουν… να βρουν έναν τόπο ειρηνικό, να ζήσουν καλά… 5 μέρες το ταξίδι τους μέχρι να φτάσουν στο Τσεσμέ… Με τα ποδάρια και με ο,τι μεταφορικό μέσο μπορούσαν να βρουν… 1000 δολάρια φύγαν στο δρόμο, 4000 δολάρια από Τσεσμέ Χίο… Εγκλωβίστηκαν στο νησί, δεν πρόλαβαν να φύγουν πριν την πετυχημένη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας…
Είστε καλοί άνθρωποι εδώ, έλεγε… μας βοηθάτε πολύ…
Ήταν από τους τυχερούς που δεν έζησαν τη βία και το φόβο του λιμανιού…
Το φαγητό ετοιμάστηκε! Η οικοδέσποινα μας εκάλεσε στο τραπέζι με ένα κάρο νοστιμιές… Τρώτε, τους έλεγε η φίλη… Κι όλο γεμίζαμε τα πιάτα των παιδιών κι όλο τα βλέπαμε να δούμε αν τρώνε κι ένιωσες σα να ’σουνα γιαγιά τως… Κάπως έτσι θα ’θελες να ’τανε τα εγγόνια σου αν είχες παιδιά… Χαμογελαστά, καθόλου κακομαθημένα, προσεκτικά, ευγενικά, με υπακοή στους γονείς, διόλου απαιτητικά κι ούτε γρινιάρικα…
Όταν πια μικροί – μεγάλοι εκαλοφάγαμε λες κι ήρτενε μύγα και τα τσίμπησε… Στην κουζίνα έγινε το αδιαχώρητο… από την πιο μεγάλη ως το πιο μικρό βουτήξαν πιάτα, ποτήρια και ξεκίνησε ένα τρελό πήγαιν’ έλα… Σε ένα λεπτό το τραπέζι ήταν καθαρό… Με το ζόρι και το στανιό δεν τους αφήκαμε να ξεθερμίσουν…
Καφές και τσάι για τους μεγάλους, γλυκάκι στα παιδιά, κινούμενα σχέδια στην οθόνη, ζωγραφικές κι ορθογραφίες…
Πιο όμορφη μέρα δε θυμάσαι να ‘χεις περάσει…
Και σκέφτεσαι και λες πως αν η φίλη σου ήταν στενόμυαλη και φοβιτσιάρα δεν θα τους είχε βάλει στο σπίτι της κι εσύ θα καθόσουν στο δικό σου, πως δεν θα είχες ζήσει την ομορφιά αυτής της οικογένειας, τη ζεστασιά μιας χιώτικης φιλοξενίας σάμπου ξέρανε οι γιαγιάδες κι οι μανάδες μας… Δεν θα είχες γνωρίσει αυτούς τους συμπαθητικούς, καλούς ανθρώπους… Άσε που υποσχέθηκε η Σαμάρ ότι την επόμενη φορά θα μαγειρέψει εκείνη φαγητά από την πατρίδα της… Κι αυτό σίγουρα δεν το χάνεις με τίποτα…
Ανοικτό μυαλό και καρδιά ζεστή, αυτά χρειαζόμαστε όλοι για ν’ ανοίξουμε μιαν μεγάλη αγκάλη στους αθρώπους αυτούς… Και τότε θα νιώσουμε όλοι καλύτερα… Τη χολή και την κακία την αφήνουμε σ’ όσους βλέπουν παντού εχθρούς… σ’ όσους δεν χωνεύουνε ούτε τ’ αντεροσύκωτα τους…
Και σ’ όσους λένε: να τους πάρετε στο σπίτι σας, τους απαντάμε πως ήδη το κάνουμε καιρό και μας αρέσει…
ΥΓ. Σαν εβρέθηκες μια μέρα στο καμπ και σε πήρανε πρέφα τα μικρά, ήρθαν κοντά, σ’ αγκάλιασαν, τα φίλησες, σε πήραν από το χέρι και σε πήγαν στο ‘’σπιτάκι’’ τους… Η Σισίλια και η Μαρία σου χάρισαν ένα βραχιολάκι που φτιάξανε εκείνες κι ο Αμπντουλιλά κι η Σαμάρ με το ζόρι να σου κάνουνε καφέ…
Έτσι αρχίζουν οι σχέσεις φιλίας… απλά…