Ο Μανώλης Φάμελλος είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση μουσικού. Είναι συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και παραγωγός δίσκων, τόσο δικών του όσο και άλλων καλλιτεχνών. Με πείσμα και συνέπεια δίνει το «παρών» στη δισκογραφία και στη μουσική σκηνή τα τελευταία είκοσι χρόνια χωρίς να σταματά ποτέ να πειραματίζεται και να εξελίσσεται. Βρέθηκε πρόσφατα στη Χίο για δυο εμφανίσεις με το Στάθη Δρογώση και μίλησε στην «Απλωταριά» μεταξύ άλλων για την ομορφιά του να γράφεις τραγούδια, την ιδιαιτερότητα του ήχου του, την πορεία του στη δισκογραφία, τις μουσικές του προτιμήσεις, την τέχνη σε καιρό κρίσης, ακόμα και για το πόσο πολύ δοκιμάζεται όταν παίζει απέναντι σ’ ένα θορυβώδες κοινό. Συνέντευξη στην Μαρκέλλα Σπανού.
Γράφεις μουσική και στίχους, τραγουδάς, παίζεις διάφορα μουσικά όργανα, κάνεις παραγωγή δίσκων. Κάνεις κάτι άλλο που δεν ξέρουμε;
Κάνω επίσης ενορχηστρώσεις. Κι όλα αυτά τα πράγματα που είπες δεν τα ξέρω, αλλά βρέθηκα να τα κάνω αυτοσχεδιάζοντας.
Αν έπρεπε να ασχοληθείς αποκλειστικά με ένα από τα παραπάνω, ποιο θα ήταν αυτό;
Αυτό που νιώθω πως δεν θα μπορούσα να στερήσω απ’ τον εαυτό μου είναι το να γράφω τραγούδια. Δεν ξέρω βέβαια πώς θα ήταν αν βρισκόμουν συνέχεια απομονωμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο, αν θα μου έλειπαν για παράδειγμα οι υπόλοιποι άνθρωποι. Πάντως το στοιχειώδες, νομίζω, είναι να γράφω τραγούδια, όλα ξεκινάνε και τελειώνουν εκεί, δηλαδή, ακόμα κι όταν συνεργάζομαι με ανθρώπους που κάνουν δικά τους τραγούδια, νομίζω ότι ο μη ομολογημένος, ο απώτερος σκοπός μου είναι να δανειστώ πράγματα και να εμπλουτίσω τον τρόπο με τον οποίο κάνω τη δική μου μουσική.
Ο ήχος σου είναι πολύ ιδιαίτερος. Δεν κατατάσσεται εύκολα σε μια μουσική κατηγορία. Πόσο δυσκόλεψε αυτό την πορεία σου στη δισκογραφία;
Αισθάνομαι ότι δεν υπηρετώ κάποιον «ήχο». Κατά καιρούς ένιωσα την ανάγκη να πειραματιστώ σε διάφορα πεδία, γι’ αυτό, ως ένα βαθμό, η πορεία μου να έδινε αντιφατικά σήματα. Ίσως να έκανα πράγματα άλλες φορές πιο ποπ ή άλλες φορές πιο εναλλακτικά απ’ όσο θα περίμενε κανείς, αλλά αυτό είναι κάτι που το έκανα συνειδητά. Αν ένιωθα ότι είχα κάτι να πω πάνω σε κάτι, είτε με ένα τραγούδι το οποίο ήξερα ότι θα έπαιζε μαζικά στο ραδιόφωνο είτε με ένα άλλο που θα αφορούσε κάποιους λίγους μυημένους, απλά το έκανα. Νομίζω ότι είναι δύσκολο να βρεις κοινό παρονομαστή στις δουλειές που έχω κάνει. Ηχογραφώ τα τελευταία είκοσι χρόνια και ο ήχος μου συνεχώς αλλάζει. Άλλα πράγματα μ’ ενδιέφερε να προτείνω τη δεκαετία του ’90 , άλλα μετά το 2000 και αυτό δεν σημαίνει πως αυτά τα άφησα πίσω, επιστρέφω σε αυτά και τα ξαναδοκιμάζω, αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει ενιαίος ήχος. Υπάρχει μόνο η διάθεση να παίζω και να μην αφήνω απ’ έξω πράγματα που μου αρέσουν επειδή δεν είθισται να συμβαίνει αυτό.
Παρά την πτώση της δισκογραφίας, συνεχίζεις με συνέπεια να βγάζεις δίσκους. Το κάνεις με αποκλειστικό γνώμονα τη δημιουργικότητά σου και την ανάγκη σου να προβάλεις προς τα έξω τη δουλειά σου ή βλέπεις και αν υπάρχει ανταπόκριση;
Κάνω διάφορα πράγματα, όχι μόνο δικά μου, αλλά γενικά είμαι ενεργός στη δισκογραφία. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον κάποιοι άνθρωποι με εμπιστεύονται και στηρίζουν την προσπάθειά μου γνωρίζοντας ότι οι απολαβές που θα έχουν από το όλο εγχείρημα θα είναι από μηδαμινές έως ελάχιστες. Είναι κρίσιμο σημείο να υπάρχουν άνθρωποι στην ακτίνα δράσης σου, οι οποίοι να παίζουν για τη φανέλα. Και ξέρεις, επειδή αυτοί είναι οι πρώτοι αποδέκτες του έργου σου, στη χειρότερη περίπτωση και οι τελευταίοι, σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτή η όσμωση που κάνει τη διαφορά. Αν έκρινα αυστηρά από την αποδοχή που είχε αυτό που έκανα, ίσως θα έπρεπε να χαράξω μια άλλη πορεία.
Τι είδους πορεία;
Δεν ξέρω, πολλές φορές έχω σκεφτεί να εγκαταλείψω τη μουσική, ένιωθα ότι αυτό που έκανα δεν είχε κανέναν αποδέκτη, μάλλον, ίσως να είχε αποδέκτη, αλλ’ αυτός σαν να το αφομοίωνε όλο ή σαν να ήταν διάφανος και να περνούσε η μουσική και να μην τον άγγιζε καθόλου. Αυτό που πάντα ήθελα ήταν να μου επιστραφεί αυτό που κάνω μ’ ένα τρόπο, για να καταλάβω καλύτερα κι εμένα τον ίδιο. Όταν ένιωθα ότι δεν συνέβαινε αυτό, πάντα ήθελα να βγάλω τον εαυτό μου απέξω και το κάνω από καιρού εις καιρόν.
Το 2014, εκτός από το δίσκο σου «Γύρω απ’ τον ήλιο», συμμετείχες στο μουσικό σχήμα Flitcraft και ηχογράφησες έναν αγγλόφωνο δίσκο με τίτλο το όνομα του σχήματος. Μίλησέ μας γι’ αυτή σου την εμπειρία.
Ήταν μια ιδέα την οποία προσπαθούσα να υλοποιήσω για αρκετά χρόνια, ίσως όχι με αρκετό σθένος . Για μεγάλα διαστήματα την άφηνα στην άκρη, μετά επέστρεφα, είχα διάφορες ατυχίες, μέχρι που βρέθηκα με την Jessica Kilroy (σ.σ. την Αμερικανίδα τραγουδίστρια του σχήματος). Ουσιαστικά ήθελα να μεταγράψω κάποια από τα τραγούδια μου στα αγγλικά, ίσως επειδή ένιωθα πως σ’ ένα μεγάλο βαθμό κατάγονται από εκεί, ίσως κάποια να ήθελαν να επιστρέψουν, ας το πούμε ένα ταξίδι αυτογνωσίας στις ρίζες. Στην πορεία προέκυψαν και άλλα τραγούδια πρωτότυπα κι έτσι βγήκε αυτός ο δίσκος.
Πώς βλέπεις την ελληνική μουσική σκηνή; Τι καινούριο θα πρότεινες ν’ ακούσουμε;
Μ’ αρέσουν πολλά πράγματα. Θα πρότεινα περισσότερο πράγματα που είναι συγγενικά μ’ εμένα, όπως τον Κύριο Κ, το συγκρότημα Δραμαμίνη και από νέες τραγουδίστριες τη Μαρία Παπαγεωργίου.
Για ποιον ξένο καλλιτέχνη θα ήθελες να γράψεις τραγούδια;
Νιώθω, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ότι δεν έχω εξερευνήσει αρκετά τις δυνατότητες συνεργασίας με γυναίκες ερμηνεύτριες. Όσο περνάει ο καιρός νιώθω ότι αυτό έπρεπε να το είχα κάνει πιο συστηματοποιημένα. Όποτε το κάνω, το αποτέλεσμα με εκπλήσσει ευχάριστα, γι’ αυτό έκανα ένα δίσκο ουσιαστικά με μια γυναικεία φωνή. Μ’ αρέσει πολύ η αμερικανίδα τραγουδίστρια της κάντρι Emmylou Harris. Αν μου ζητούσε τραγούδια μου, ευχαρίστως θα της τα έδινα.
Πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς μουσικός μέσα στην κρίση;
Οι άνθρωποι που γράφουν μουσική βρίσκονται διαρκώς σε κρίση. Η μουσική τους είναι μια προσπάθεια να διαχειριστούν την κρίση. Υπάρχει μια προφανής κρίση, η οποία διαθέτει όλα τα επίπεδα, αλλά εμείς δεν την αποχωριστήκαμε ποτέ. Εγώ στην αγορά ανέκαθεν άκουγα για κρίση. Δεν θυμάμαι ποτέ να μην έχουμε. Ακόμα και τα χρόνια της απογείωσης, κάποιες κατηγορίες ανθρώπων μιλούσαν διαρκώς για κρίση. Τι είναι όλο αυτό; Είναι μια προσπάθεια να αποκαταστήσεις μια χαμένη ισορροπία. Η ισορροπία χάνεται κι εσύ αυτοσχεδιάζεις θέλοντας να πεις κάτι καινούριο, να φτιάξεις κάτι νέο, για να ισορροπήσεις. Και η κρίση, κρίση.
Συχνά λένε πως η κρίση ευνοεί την άνθιση των τεχνών και γενικά της δημιουργικότητας. Ισχύει ή πρόκειται για έναν ακόμη μύθο;
Η κρίση στο βάθος της είναι μια διαδικασία αλλαγής, μέσα στην οποία γεννιούνται νέες δυνάμεις, οι οποίες θα δώσουν κίνηση ξανά. Κάποια πράγματα πρέπει να πεθάνουν και να δημιουργηθούν κάποια άλλα. Όλο αυτό το βαφτίζουμε κρίση. Αναζητάμε το κομμάτι που λείπει, γιατί αυτό είναι που θα θέσει το σύστημα σε κίνηση.
Παρών τόσα χρόνια στις μουσικές σκηνές, έχεις δει τον τρόπο διασκέδασης ν’ αλλάζει ή το κοινό έχει ένα διαχρονικό κριτήριο επιλογής τραγουδιών;
Υπάρχουν διάφορες τάσεις, άλλες έρχονται από βαθιά, άλλες είναι κατευθυνόμενες ή κι αυτές που έρχονται από βαθιά επίσης μπορούν να χειραγωγηθούν. Τελευταία το κίνημα είναι σε γενικές γραμμές επιστροφή στις ρίζες. Νομίζω ότι είναι λίγο φοβική η προσέγγισή μας, αυτό φανερώνει ότι επιστρέφουμε σε μια δοκιμασμένη και ασφαλή συνταγή, η οποία στη ρίζα της έχει μια άποψη για τον κόσμο, μια κοσμοθεωρία από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Ενώ, αντίθετα, μέσα στην παράδοση υπάρχει το υλικό για να πας παρακάτω, φτάνει να το προσεγγίσεις μ’ ένα ελεύθερο πνεύμα και να μην φοβηθείς.
Τι είναι για σένα δύσκολο κοινό;
Για να συζητήσουμε κάτι τέτοιο, θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε στην έννοια «κοινό». Είναι κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να διαχειριστώ. Ξέρεις, εγώ δεν έπαιζα σε πολύ μεγάλα ακροατήρια και έμεινε η σχέση μέσα μου σαν ν’ αφορά περισσότερο πρόσωπα, μάτια και ενέργεια από ανθρώπους ή παρέες, αλλά, όταν όλο αυτό πρέπει ν’ αναχθεί σε μια έννοια μ’ ένα κοινό παρονομαστή κι αυτό λέγεται κοινό, πραγματικά εκεί χάνω τα λόγια μου. Νομίζω ότι αυτός ο όρος αδικεί τους ανθρώπους που αγαπάνε τη μουσική. Ο καθένας έχει το δικό του κώδικα, απολαμβάνει αλλιώς, μεταφράζει αλλιώς και τελικά νομίζω με το να μιλάμε για το κοινό προσπαθούμε να ομογενοποιήσουμε κάποια πράγματα που από τη φύση τους είναι ξεχωριστά. Υπάρχουν βέβαια, αν το δει κανείς ανθρωπολογικά, οι τάσεις του κοινού, υπάρχουν διάφορες κατηγορίες, αλλά, ακόμα κι αν η κατάσταση είναι πολύ σκοτεινή, δεν χάνω την ελπίδα μου, επειδή ξέρω ότι ο άνθρωπος έχει κριτήρια μέσα του, είναι μια διαρκής έκπληξη, πάντα μπορεί να δει παρακάτω και να μπει πιο βαθιά.
Είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο στα live να βλέπουμε έναν καλλιτέχνη ν’ αγωνίζεται να τραγουδήσει και γύρω του ο κόσμος να συνεχίζει αδιάφορος να μιλά με το διπλανό του. (σ.σ. δυστυχώς και τα δυο live στη Χίο δεν αποτέλεσαν εξαίρεση). Πώς το διαχειρίζεσαι όλο αυτό;
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη μουσική έχει αλλάξει και πλέον την αντιμετωπίζουμε σαν ένα στοιχείο του περιβάλλοντος χώρου το οποίο δεν αξίζει την προσοχή μας, σαν ένα μέρος της διακόσμησης, σαν άρωμα τουαλέτας. Παρατηρείς ένα φαινόμενο το οποίο δεν υπήρχε παλιότερα. Έρχονται οι άνθρωποι να παρακολουθήσουν συναυλία με γυρισμένη την πλάτη για 2 ώρες και στο τέλος θα’ ρθουν να σου πουν και συγχαρητήρια. Αυτός είναι ένας νέος «δεοντολογικός» κώδικας που αξίζει να συζητήσει κανείς αρκετά. Νομίζω ότι ο κόσμος δεν φταίει. Σίγουρα όσοι είναι ενήλικες και έχουν την ευθύνη για τις πράξεις τους φταίνε, αλλά είναι κι αυτοί θύματα μιας διαδικασίας που δρομολογήθηκε μέσ’ από την καθαρά εμπορική μουσική. Η μουσική αυτή, προσπαθώντας ν’ αρέσει όσο το δυνατό περισσότερο, προσπάθησε να ενοχλεί όσο το δυνατό λιγότερο, οπότε δημιούργησε ακροατές που αισθάνονται άνετα με τη μουσική όταν αυτή είναι σ’ ένα περιθώριο ή ν’ ανταγωνίζονται τη μουσική, γιατί πηγαίνουν πχ σ’ ένα πάρτυ με την παρέα τους και προσπαθούν ν’ ακούσουν ο ένας τον άλλο.
Αυτή την ισοπέδωση την έφερε και η κατάργηση της διάκρισης. Παλιά υπήρχε το καφέ που πηγαίναμε να συζητήσουμε ή το μπαρ που ακούγαμε μουσική και πίναμε. Τώρα όλ’ αυτά συμβαίνουν μαζί. Και τρως κιόλας. Κι αυτός που έρχεται εντελώς ανυποψίαστος, σου λέει « κάτι τέτοιο θα συμβαίνει, θα πιούμε το ποτό μας και στο μπαρ θα παίζει κάποιος άνθρωπος».
Σε λίγο δηλαδή θα κάνουν παρατήρηση στο μουσικό να παίζει πιο χαμηλά, για να μπορούν να μιλάνε.
Μου έχει συμβεί! Επειδή σ’ αυτούς τους χώρους δεν υπάρχει μια σκηνή που να δεσπόζει υπερυψωμένη, είσαι μέσα στο πλήθος, ένας από τους ανθρώπους, απλά σου’ χει δοθεί ένα μικρόφωνο, βρίσκεσαι σε μια ανταγωνιστική σχέση με τον κόσμο. Είναι πάντως μεγάλη δοκιμασία για τους καλλιτέχνες αυτό.
Τελειώνοντας, μίλησέ μας για τα μελλοντικά σου σχέδια.
Την άνοιξη θα κάνουμε κάποιες συναυλίες με τη Jessica Kilroy σε Ελλάδα και Ευρώπη, για να παρουσιάσουμε το δίσκο μας. Έχω αρκετά τραγούδια στις αποσκευές μου, αλλά ανοίγονται πολλοί δρόμοι μπροστά μου και δεν ξέρω ποιον τελικά θ’ ακολουθήσω. Οι εκδοχές που έχω στο μυαλό μου για τους δίσκους που θέλω να κάνω εκτείνονται από την ανατολή μέχρι τη δύση.