του Βαγγέλη Χαρίτου
Χτισμένοι σε απόκρημνα ακρωτήρια ή σε ασφαλή λιμάνια οι πέτρινοι φάροι πάντα μαγνητίζουν το βλέμμα, είτε ιδωθούν από τη θάλασσα ή από τη ξηρά. Η εικόνα τους πάντοτε θελκτική, λες και γεννήθηκαν μαζί με το τοπίο ή τα έργα ανθρώπων συμπλήρωσαν το κενό της φυσικής ομορφιάς. Στέκουν μοναχικοί, ασάλευτοι από τα στοιχεία της φύσης να δείχνουν τον ασφαλή δρόμο σε εκείνους που έχουν ξανοιχτεί στο πέλαγος. Η αναλαμπή τους μέσα στη νύχτα συντροφιά στη βάρδια της γέφυρας, σαν το βλέμμα ενός αγαπημένου προσώπου, φύλακας και οδηγός στη θαλασσινή ρότα.
Η ανάγκη για ασφαλέστερη ναυσιπλοΐα χρονολογείται από την αρχαιότητα, όπως μαρτυρείται σε πηγές των κλασικών χρόνων, όπου αναφέρεται η ύπαρξη πύργων στην κορυφή των οποίων άναβε φωτιά για να σηματοδοτεί είτε την είσοδο λιμανιών, είτε επικίνδυνες νησίδες και υφάλους . Βέβαια η κατασκευή του πύργου επί της νησίδος Φάρος στην Αλεξάνδρεια-ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου-έδωσε την ονομασία Φάρος από τότε μέχρι σήμερα σε όλους τους πύργους που χρησιμοποιούνταν στη ναυσιπλοΐα. Στο Βυζάντιο είναι γνωστός ο ναός της Παναγίας του Φάρου, που δηλώνει πως είχε ανεγερθεί κοντά στο φάρο του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης. Αξίζει να σημειωθεί πως οι Βυζαντινοί ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να κλείσουν τη φωτιά εντός λυχνίας “υαλόφρακτου κλωβού”. Η κατασκευή και αφή των φάρων συνεχίστηκε τόσο στις Βενετσιάνικες και Γενουάτικες κτήσεις στο Αιγαίο, φάροι στο λιμάνι της Χίου σημειώνονται στο χάρτη του Buontelmondi το 1420. Μέχρι το 18ο αιώνα ως καύσιμη ύλη χρησιμοποιείται τα ξύλα τα κάρβουνα ή ρητίνες και έπειτα λάδι και πετρέλαιο. Κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης κατασκευάστηκαν οι πρώτοι λαμπτήρες αερίου και ο Γάλλος Fresnel κατασκεύασε το πρώτο καταδιοπτρικό μηχάνημα φάρου που πολλαπλασίαζε την ισχύ του φωτιστικού σώματος, ενώ ο ωρολογοποιός Karsel το πρώτο μηχάνημα περιστροφής. Από τις αρχές του 19ου αιώνα ξεκινά παγκοσμίως αλλά και στον Ελλαδικο χώρο μια πιο οργανωμένη ανάπτυξη του φαρικού δικτύου. Πρώτοι οι Βρετανοί κατασκευάζουν ένα αξιόπιστο δίκτυο στην “Ιόνιο Πολιτεία”, δηλαδή τα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα και τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές. Στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος κατασκευάζεται πρώτος ο φάρος της Αίγινας (1827) και ακολουθούν της Κέας και της Ερμούπολης Σύρου. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία τη δημιουργία του Φαρικού δικτύου αναλαμβάνει από το 1860, η Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων (Administration General des Phares de l’ Empire Ottoman). Με την ένωση των Επτανήσων στο Ελληνικό κράτος το 1864 και με τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 το δίκτυο των Επτανήσων και μέρος του Οθωμανικού δικτύου ενσωματώνεται στο Ελληνικό. Η κατασκευή λιθόκτιστων φάρων συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία του 30. Από τότε προτιμώνται οι μεταλλικοί που έχουν μικρότερο κόστος. Μετά το 1911 το πετρέλαιο αντικαθίσταται με την ασετυλίνη, ενώ σήμερα οι φάροι είτε ηλεκτροδοτούνται από το δίκτυο είτε με φωτοβολταϊκά στοιχεία. Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου μέρους των λιθόκτιστων φάρων της χώρας. Το 1940 οι πέτρινοι φάροι ανέρχονταν σε διακόσιους έξι, ενώ μετά τον πόλεμο λειτουργούσαν μόλις δεκαεννέα. Σταδιακά συντηρήθηκαν γύρω στους ογδόντα φάρους και οι υπόλοιποι αφέθηκαν στη τύχη τους. Η πρόοδος της τεχνολογίας ήταν ο κυριότερος λόγος, αφού η εγκατάσταση των φωτοσημαντήρων ήταν ευκολότερη, γρηγορότερη και οικονομικότερη από την κατασκευή και συντήρηση των πέτρινων φάρων. Έτσι δεν χρειαζόταν πια η επιτήρηση από φαροφύλακα. Η ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών υπήρξε ακόμα ένας κίνδυνος για τη διαφύλαξη των φάρων, αφού ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν κάνει ασφαλέστερη τη ζωή των ναυτιλλομένων. Σταδιακά, άρχισε να αναγνωρίζεται πως οι λιθόκτιστοι φάροι αποτελούν μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σήμερα γύρω στους 120 λιθόκτιστους φάρους έχουν κηρυχθεί διατηρητέα μνημεία από τους 144 που έχουν καταγραφεί. Από την “Υπηρεσία φάρων” του Πολεμικού Ναυτικού στην οποιά ανήκουν καταβάλλονται προσπάθειες για τη διάσωσή τους.
Οι φάροι που κατασκευάστηκαν από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1930, αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των σωζόμενων φάρων της χώρας. Παρουσιάζουν ποικίλες μορφές, ανάλογα με τη μορφολογία του τόπου όπου ιδρύθηκαν και τις καιρικές συνθήκες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Έτσι οι φάροι που ιδρύθηκαν κοντά σε λιμάνια είναι συνήθως κυλινδρικοί, ενώ απουσιάζει το φαρόσπιτο. Εκείνοι που κατασκευάστηκαν σε μέρη με ισχυρούς ανέμους διαφόρων κατευθύνσεων ο πύργος είναι πάντοτε κυλινδρικός και συνήθως επιχρισμένος, ενώ εκείνων που κατασκευάστηκαν σε περιοχές με πιο ήπιους ανέμους είναι πάντοτε τετράγωνοι και επιχρισμένοι ή ανεπίχριστοι. Το κόστος κατασκευής των τετράγωνων είναι σαφώς χαμηλότερο από των κυλινδικών. Σπανιότεροι είναι οι εξαγωνικοί, οι οκταγωνικοί και οι κουλουροκωνικοί πύργοι. Διαφορετικές κατασκευαστικές λύσεις υπάρχουν και στη σχέση φαρόσπιτου και πύργου: Άλλοτε αποτελούν ξεχωριστά κτίρια, άλλοτε ο πύργος είναι προσκολλημένος σε μια πλευρά του φαρόσπιτου, άλλοτε η σύνδεση φαρόσπιτου-πύργου επιτυγχάνεται με έναν διάδρομο ενώ τέλος κυρίως σε τετράγωνους, ο φάρος ξεπηδά από το μέσον της πρόσοψης της οικίας των φαροφυλάκων. Οι αρχικοί μηχανισμοί των φάρων λειτουργούσαν με καύσιμη ύλη το πετρέλαιο. Για την περιστροφή του φωτιστικού μηχανήματος, ο μηχανισμός έπρεπε να κουρδίζεται και η παρουσία φαροφύλακα ήταν απαραίτητη. Αξίζει να σημειωθεί πως εκτός από την επισήμανση των ασφαλών περασμάτων οι φάροι είχαν και μια ακόμα χρήση: Ο κάθε φάρος έχει έναν μοναδικό φωτισμό, που επιτυγχάνεται με διαφορετικό χρώμα φωτισμού, σταθερός, με αναλαμπή και με το συνδυασμό αυτών καθώς και με το χρόνο αναλαμπής. Έτσι οι ναυτιλλόμενοι με την παρατήρηση των παραπάνω στοιχείων και τη σύγκριση με ένα ειδικό βιβλίο, τον φαροδείκτη, όπου αναγράφονται τα χαρακτηριστικά του κάθε φάρου, μπορεί να καταλάβει που βρίσκεται. Σύμφωνα με αυτό οι φάροι χωρίζονται σε: σταθερού φωτός, αναλάμποντος (ανάβει σταδιακά και σβήνει σταδιακά) και διαλέιποντος (ανάβει ξαφνικά και σβήνει απότομα). Η ένταση της φωτιστικής μονάδας μετριέται σε μονάδες Καρσέλ, η φωτοβολία είναι η απόσταση από την οποία μπορεί να φανεί το φως του φάρου σε ναυτικά μίλια και το εστιακό ύψος είναι η απόσταση της εστίας φωτός από τη στάθμη της θάλασσας. Η κατάταξη των φάρων γινόταν σε κατηγορίες (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Στ τάξεως ) και κατηγοριοποίηση γινόταν από την απόσταση της φωτιστικής πηγής από τα κάτοπτρα που τη περιβάλλουν. Τη μεγαλύτερη έχουν οι Α τάξεως και τη μικρότεροι οι Στ τάξεως.
Στη περιοχή της Χίου για την ασφαλή ναυσιπλοΐα είχαν κατασκευαστεί από την Γαλλική Εταιρεία οι εξής λιθόκτιστοι φάροι: Ο φάρος επί της νησίδας “Πάσπαργος” που αντικατέστησε παλαιότερο φάρο που βρισκόταν στο ακρωτήριο της Αγίας Ελένης. Σήμερα ο φάρος αυτός ανήκει στο Τουρκικό φαρικό δίκτυο. Ο φάρος Πασά Οινουσσών επί της ομώνυμης νησίδος του 1863 και ο φάρος “Κοκκινόπουλο” Ψαρών.
Ο φάρος Κοκκινόπουλου Ψαρών βρίσκεται στη νότια νοτιοανατολική άκρη του νησιού, διακόσια μέτρα εσωτερικά από το ακρωτήριο Άγιος Γεώργιος. Κατασκευάστηκε το 1909 από τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων. Το ύψος του κυλινδρικού πύργου φτάνει τα 14,5 μέτρα και το εστιακό ύψος (ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας) 78 μέτρα. Η φωτοβολία του, μια λευκή αναλαμπή ανά πέντε δευτερόλεπτα, έφτανε τα 23 ναυτικά μίλια και σύμφωνα με την εστιακή απόσταση του αρχικού μηχανισμού του ήταν φάρος Γ τάξεως. Το κτιριακό συγκρότημα του φάρου αποτελείται από κτιριακούς όγκους: Το κύριο κτίσμα, (φαρόσπιτο) όπου οι χώροι διαμονής του προσωπικού και ο πύργος του φάρου, σε επαφή με το κτίριο και το δευτερεύον, όπου στεγάζονται βοηθητικοί χώροι. Ανάμεσα από τα δυο κτίρια υπάρχει αυλή, στην οποία ανοίγεται η θύρα εισόδου. Δεξιά στον εισερχόμενο βρίσκεται το κυρίως κτίσμα. Στο κέντρο της πρόσοψης, ανοίγεται η θύρα προς το εσωτερικό του φάρου. Ένας διάδρομος οδηγεί στη κλίμακα του πύργου, ενώ εκατέρωθεν του διαδρόμου βρίσκονται τρια δωμάτια: Αριστερά ο χώρος διαμονής των φαροφυλάκων και δεξιά η κουζίνα και ο κοιτώνας/γραφείο του προϊσταμένου του φάρου. Κάτω από το δάπεδο της κουζίνας, υπάρχει δεξαμενή (φουντάνα) συλλογής ομβρίων υδάτων. Στο βάθος του διαδρόμου και μέσω λίθινος κλίμακας εξαιρετικής κατασκευής -με μονοκόμματα σκαλοπάτια και τους αυτοφερόμενους σπονδύλους, όπου δημιουργείται στο κέντρο ο στύλος στήριξης- φτάνει κανείς στο κλωβό του φάρου, όπου το φωτιστικό μηχάνημα. Το αρχικό φωτιστικό μηχάνημα ήταν της γαλλικής εταιρείας “Sauter Lemmonier et Cie” Το 1984 αντικαταστάθηκε ο μηχανισμός πετρελαίου και συνδέθηκε με το ηλεκτρικό δίκτυο της ΔΕΗ . Στο βοηθητικό κτίσμα υπάρχει φούρνος, ο χώρος υγιεινής και η απoθήκη, όπου φυλάσσονταν τα απαραίτητα για τη συνεχή λειτουργία του φάρου.
Ο φάρος Κοκκινόπουλου Ψαρών, απέχει έξι χιλιόμετρα από τον οικισμό των Ψαρών. Έχει Αριθμό Ελληνικού Φαροδέκτη (ΑΕΦ) 7510, ΣΤΙΓΜΑ ΦΑΡΟΥ: 38°53’65.02΄΄N 25°60’92.84΄΄E. Χαρακτηριστικό μια λευκή αναλαμπή ανά δέκα δευτερόλεπτα και φωτοβολία 25 ναυτικά μίλα. Έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού με την απόφαση ΥΑ ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/4192/54705/16-10-2001 – ΦΕΚ 1370/Β/18-10-2001. Αποκαταστάθηκε το διάστημα 2013-2014. Ο φάρος χρησιμοποιείται ως τόπος παραθερισμού στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού και υπεύθυνος για την συντήρησή του ο κ. Ανδρέας Δημητρίου Πετραλής, κάτοικος Ψαρών και στέλεχος του Πολεμικού Ναυτικού.
Βοηθήματα
Έντυπα
- Δημητρίου Ανδριάνα 100 χρόνια φάρου Ψαρών 1909-2009, Ιστορικές εκδόσεις δήμου Ψαρών, Ψαρά 2011
- Γεωργίου Παπαδόπουλου : Παλαιοί πέτρινοι φάροι & φανοί στις Ελληνικές θάλασσες Εκδόσεις Ωκεανίδα Αθήνα 2015
- Περιοδικό «Επτά ημέρες»: Ελληνικοί Παραδοσιακοί Φάροι Έκδοση εφημερίδας «Καθημερινή» 13 Αυγούστου 1995
Διαδικτυακοί τόποι