Παλιά, με το που πατούσαμενε το ποδάρι μας στο χωριό, το καλοκαίρι, η πρώτη μας δουγιά ήτανε να πάμενε στο Γλυφό να κόψομε ένα ωραίο καλάμι για ψάρεμα… Μας ήδενε ο πάππους ένα κομμάτι μισενέζα, μας επέρναγε ένα φελλό, ήβαζενε απάνω κι ένα τριοχάλι, εζυμώναμε αλεύρι με νερό κι όξω από την πόρτα, γραμμή στο λιμάνι… Τα σύνεργα μας ήτανε ένα μικρό καλαθάκι… Άλλες φορές εκάμαμενε σκίρτο, άμα εκολυμπούσαμενε εκειδά στα Σκέλλικα… Ένα κονσερβοκούτι, ένα άσπρο πανάκι με μια τρύπα στη μέση, το πασαλείβαμενε με κοπανιστή, λίγα λιλαδάκια μέσα, το ρίχναμενε στα βαθειά και κάμαμενε συνέχεια μακροβούτια να δούμενε αν εμπήκενε κάνα ψαράκι… Θυμούμαι τον πάππου να ζαργανέβει με το κουπί, τον κύριο Γιώργο της κυρίας Εύχαρις να ψαρεύει σαν κι εμάς με το καλάμι, αλλά εκείνος σαν πρωτευουσιάνος είχενε σπαστό καρεκλάκι ενώ ο θείος ο Σταμάτης εκαθούντανε σε παγκέτα… Χανάκια, σπάροι και γύλοι τα θύματα μας, που τα πηαίναμε με καμάρι στη γιαγιά και τα ’ριχνενε στο τηγάνι…
Τώρα, το ψάρεμα έχει γίνει κι ευτό είδος προς κατανάλωση όπως όλα… Ένας ψαράς που στέκεται και ψαρεύει από τη στεριά, για να κάμει το γούστο του, θε: ένα τριπόδι για ν’ ακουμπά απάνω τα σπαστά καλάμια που ’ναι, λέει, από γραφίτη, ανθρακονήματα ή fiber glass, θε άλλο για την τσιπούρα κι άλλο για τα μεγάλα θηράματα γιατί κάποτε ελπίζει πως θα πιάσει φάλαινα… θε αρματωσιές πολλές: χιλιάδες αγκίστρια όλω τω λογιώ και μισενέζες χιλιόμετρα… θε θήκη ειδική, βαλιτσάκι που να τα βάζει μέσα, θε μηχανάκι με ρουλεμάν που άμα τσιμπούνε τα ψάρια να τυλίγει τη μισενέζα, θε μηχανισμό που να του δένει τ’ αγκίστρια, ψαλίδι, μαχαίρι, μυτοτσίμπιδο, λαβίδα, σουγιά, ζυγαριά, φακό που βάζει στο κεφάλι, ούτε να ’τανε χειρούγος σε κρατικό νοσοκομείο… Κι αν πεις για τα δολώματα.. εκεί πια χάνεσαι… βρε τι σκουλήκια, τι έτοιμες ζύμες, μαλάγρα με γεύση βανίλιας, τι ενισχυτικό άρωμα που ψεκάζουνε το δόλωμα… Θε και κουβά ειδικό για να βάζει μέσα τα δολώματα, θε ψυγείο, θε ρούχα και μπότες, θε του κόσμου τον παρά για όλα τούτα… Και σκέβομαι και λέω… αλλάξαμενε εμείς οι αθρώποι… αλλάξανε και τα ψάρια; Τσιμπούνε τη βανίλια; Εν τους αρέσει πια η κοπανιστή στη ζύμη; Βρε, όσα εργαλεία κι αν έχεις κι ας είναι και τα πιο μοδέρνα κι ακριβά η παροιμία λε: Του πουλοπιάστη το σακί και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές ειν’ αδειανό τη μια φορά γεμάτο…