Τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, μιλάμε για ΦΠΑ, για ΦΑΠ και διάφορους μεγάλους ή μικρούς, άμεσους ή έμμεσους φόρους. Τον “κεφαλικό φόρο” που περνάει στα ψιλά της συλλογικής μας συνείδησης, δεν τον αναγνωρίζουμε. Το συστηματικό «παιδολόγι» το βαφτίσαμε κατά καιρούς με διάφορα ψευδώνυμα και ως τέτοιο, περνάει λαθραία τα σύνορα της ευδαιμονίας μας και αποκοιμίζει όνειρα, ελπίδες, δυναμικές. Πάνω του βασίστηκαν, κομματικές πλειοψηφίες, αντιπολιτευτικές πολεμικές, συνδικαλιστικά κινήματα, εκπαιδευτικά προγράμματα, παιδεία και παραπαιδεία και βέβαια χρήματα, πολλά χρήματα.
Πρόσφατη επικαιροποίησή του: “Tο πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας για 50.000 ανέργους”, με αμοιβή από 427- 490 ευρώ.
Κανείς δεν θεωρεί και ούτε βέβαια είναι αμελητέα τα 490 ευρώ. Είναι ένα σημαντικό ποσό , για τα απολύτως απαραίτητα έσοδα ενός εργαζομένου και της οικογένειάς του. Η ανάγκη λοιπόν μας οδηγεί στην «ουρά» για την διεκδίκηση μιας τέτοιας εργασίας, χωρίς να υποψιαζόμαστε, ότι «λύσεις» σαν αυτές εξανεμίζουν τη δυνατότητα μας να αυτενεργήσουμε, να επιχειρήσουμε, να δοκιμάσουμε και να δοκιμαστούμε. Έτσι “ προγράμματα” σαν αυτά, με την παροδικότητα και την περιοδικότητα που εμφανίζονται, μας καθιστούν μόνιμα εξαρτημένους, μόνιμα «υποσιτισμένους», από ένα σύστημα, πού λίγο απέχει τελικά από εκείνο του Μουράτ Β΄.
Πόσες αλήθεια προσδοκίες δεν δημιούργησαν τα διάφορα επιχειρησιακά προγράμματα, όπως : «Τα προγράμματα για την Ανάπτυξη του Ανθρώπινου Δυναμικού, Η εκπαίδευση και η δια βίου μάθηση, Η ψηφιακή σύγκλιση, κ.α». Στην πραγματικότητα όμως πόσα από τα όνειρα που έκαναν γονείς, παιδιά, φοιτητές και εργαζόμενοι, για πρόοδο, ανάπτυξη, εκπαίδευση , έρευνα, καινοτομία, δεν διαψεύστηκαν. Πόσα απ αυτά τα όνειρα, δεν συρρικνώθηκαν τόσο, ώστε να χωρέσουν σ αυτά τα προγράμματα, και πόσες θυσίες και στερήσεις δεν μετουσιώθηκαν τελικά σε «επιδόματα». Οι αρμόδιοι υπουργοί ομολογούν πως δεν κομπάζουν για την προσφορά, απλά προσφέρουν μιαν ανάσα. Απλά μια ανάσα λοιπόν , που την θεωρούν ζωτικής σημασίας και την προσφέρουν σ έναν κόσμο που έπαψε να κάνει όνειρα, να τολμά, να καινοτομεί και απλά ζει , αναπνέει.
Δίνουν αυτή τη λύση με την ελάχιστη προοπτική προόδου κι εξέλιξης, αντί να θεμελιώσουν ένα ευνοϊκό επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, μια σημαντική προϋπόθεση για ένα καλύτερο μέλλον. Πόσο αλήθεια απέχει αυτή η ανάσα, από μια στερεή βάση πάνω στην οποία θα δομηθεί μια νέα υγιής ανάπτυξη, ένα δίκαιο μικρό και αποτελεσματικό κράτος, μια ρεαλιστική προοπτική ουσιαστικής και όχι ψευδεπίγραφης ευημερίας.
Κι εμείς σπεύδουμε άβουλοι υποταγμένοι, να στελεχώσουμε τα τάγματα του καπίκουλου.
«Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» (Άξιον εστί), το πνεύμα όμως, αυτό το πνεύμα το Ελληνικό, το ανήσυχο, το επιχειρηματικό, το δαιμόνιο του Έλληνα που πήγε; Πώς εγκλωβίστηκε μέσα στα επιχειρησιακά προγράμματα χωρίς αχτίδα φωτός;