Αγαπημένε μου αδερφέ Γιώργη, ελπίζω το γράμμα μου να σας βρει καλά. Συγνώμη που δεν απάντησα τόσο καιρό αλλά ήμουνα βέρυ μπίζυ που λέτενε κι εσείς.
Στο χωριό, ευτυχώς, εκείνο το θανατικό που φύγανε δυό τρεις μαζεμένοι σταμάτησε κι είμαστε όλοι καλά, ίσια κάτω στην παραλία έχω καιρό να κατήβω γιατί, Γιώργη μου, τα φράγκα πια δεν περισσεύουνε ούτε για έναν καφέ. Προχτές, να φανταστείς, μου ξεκόλλησε ένα σφράγισμα στο δόντι, μάνι μάνι ήπιασα τη λόγκο και το κόλλησα κι όσο αντέξει. Πολυτέλεια εγίνανε οι γιατροί, ο κόσμος πια έχει γυρίσει στα παλιά τα γιατροσόφια, έχει πίεση θα φα σκόρδο, έχει βήχα θα πιεί λεμόνι με μέλι, στον πονοκέφαλο μόνο, μετά το ξεμάτιασμα, θα πιεί μια ασπιρίνη που ‘ναι φτηνή.
Εσείς εκεί πως τα πάτε με το γείτονα τον Τραμπ; Δεν πιστεύω να θε να σας σηκώσει κι εσάς κάνα ντουβάρι σάμπου θε να κάνει στο Μέξικο. Ίντα να πω, αδερφέ, από το κακό στο χειρότερο πάει ο κόσμος, κατά τη σάλα και τα έπιπλα όλοι μας και ποιος να αντισταθεί και πως, όλοι κοιτάνε τις οθόνες μ’ ανοιχτό το στόμα σαν τα χανάκια, αντί να βγούμε όξω και να τους πάρομε αμπάριζα, χαμένοι για χαμένοι αλλά θα έχουμε σώσει τους εαυτούς μας από την αρρώστια του φόβου.
Εδώ τους πρόσφυγες, προσπαθούνε να δούνε που θα τους βάλουνε για να φύγουν από τη Σούδα. Άλλος λέει στο 18, άλλος στο 36, άλλος σε ένα στρατόπεδο στ’ ανάθεμα, αυτοί που λένε τέτοια, στην πραγματικότητα, αν μπορούσανε θα τους είχανε βάλει μέσα σε ένα πλοίο ακυβέρνητο και θα ξαπολούσανε στο Αιγαίο και σκασίλα τους μεγάλη. Επήγαμε ένα μεσημέρι στη ΒΙΑΛ να δούμε τον Μοχάμαντ, εκείνο το γελαστό παιδί που πα και κοιμάται κάθε βράδυ απόξω εκειδά για να τον βλέπουνε οι άνθρωποι με τα γιλέκα πως υπάρχει, κοντεύει χρόνο εδώ, απηύδησε.
Εγνωρίσαμε κι άλλους από την Ερυθραία. Ο ένας, πιτσιρίκος, 23 χρονώ παιδί, σπούδαζε στη χώρα του υπολογιστές, όσοι σπουδάζουμε εκεί, είπε, το κάνουμε μόνο για τον εαυτό μας, έχουμε δικτατορία, η πληρωμή στη δουλειά είναι ένα πιάτο φαί, αν διαφωνείς πεθαίνεις. Δίπλα στις κουκέτες είχανε μια κούτα με φαγητά, έπιασα ένα να δω από περιέργεια, φακόρυζο που ούτε για κατάπλασμα δεν έκανε.
Η Μαριγώ του θείου του Σταμάτη μου γρινιάζει, πάψε να μιλάς μόνο για τους πρόσφυγες, θα καταντήσεις γραφική και της λέω πως παιδιά εγώ δεν έχω να μεγαλώνω, έχω αυτούς τους αθρώπους να νοιάζομαι, ναι, μα για τους Έλληνες τίποτα δεν κάνεις, μου είπε αυτή που κατσάδιασε το κοριτσάκι στην καφετερία γιατί δεν της κάνανε αφράτη τη σαντιγί στον καπουτσίνο. Γι αυτό σου λέω, έχει λωλαθεί ο κόσμος εδωνά και κοντεύω κι εγώ. Προχτές, να ‘ταν 9.30 το βράδυ που ανέβαινα στο χωριό από τη Χώρα κι εκειδά στο Μερσινίδι εσκιάχτηκα, έβρεχε, άστραφτε και βρόνταγε, κατράμι πίσσα θεοσκότεινα, εθυμήθηκα εκείνη την ιστορία την παλιά και σηκώθηκε η πέτσα μου, που ανέβαινε ένας με μοτοσακό και βλέπει μπροστά του ένα καπάκι από φέρετρο, λίγα μέτρα πιο κάτω τα άσπρα τα σεντόνια, πιο κάτω τον πεθαμένο και μετά την κάσα γιατί τότε μεταφέρανε τους νεκρούς με κούρσες, στο πορτ μπαγκαζ, αγγελοφόρεσε κι αγγελοφόρεσα κι εγώ που το σκέφτηκα, αλλά αψίλωσα τη μουσική, έπαιζε το δεύτερη ζωή δεν έχει, άρχισα να τραγουδώ κι ησύχασα.
Επέρασε η ώρα αδερφέ και κατουμίζω. Έσβησε και το τζάκι, εξέμεινα κι από ξύλα και σε λίγο θα κάβω τις παγκέτες. Αύριο θα πάω για χορτάρια, μου ‘μαθε η φιλενάδα μου από το Χαλέπι το σκούλο ή γένι του τράγου που είναι ο,τι πρέπει για τ’ αρθριτικά, όποτε πάμε μαζί βότα όλο και κάτι καινούργιο μαθαίνω και μαθαίνει.
Σας γλυκοφιλώ, να προσέχετε εκειδά και να ντυνούστενε, μη ψοφολογήσει το παιδί.
Με αγάπη
Η αδερφή σου