γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Ξεκολλάμε τα τελευταία χαρτάκια από το κλασικό ημερολόγιο τοίχου. Ξοφλάει όπου να ‘ναι κι ο Αύγουστος. Υπακούοντας στις ανάγκες του βιοπορισμού, των οικογενειακών υποχρεώσεων, του σχολείου των παιδιών, οι τελευταίοι θερινοί επισκέπτες αναχωρούν.
Τσάντες, δέματα και βαλίτσες ετοιμάζονται. Βλέπεις όλο και περισσότερα ΙΧ φορτωμένα με τις αποσκευές του καλοκαιριού να μπαίνουν στην ουρά για το βαπόρι. Τα κορναρίσματά τους δεν έχουν σχέση με το χαρούμενο χάος της άφιξης. Ο εκνευρισμός περισσεύει. Σε κανέναν δεν αρέσει η αναχώρηση.
Οι, όλο και πιο συρρικνωμένες, όλο και πιο σύντομες καλοκαιρινές διακοπές, δημιουργούν μεγάλες συντροφιές, αναπάντεχες συνευρέσεις. Παλιοί γνωστοί και φίλοι ανταμώνουν ξανά. Θορυβώδεις παρέες απλώνονται στα τραπέζια τα καλοκαιρινά βράδια. Αυλές και ταράτσες γεμίζουν.
Στα χωριά ιδιαίτερα ξαναζεί το, από χρόνια ματαιωμένο, όνειρο της εκτεταμένης οικογενειακής συνεύρεσης. Αδέρφια, ξαδέρφια, παιδιά κι εγγόνια κι ανίψια, σμίγουν με τους πιο ηλικιωμένους, με όσους έχουν μείνει πίσω. Ακόμα κι οι μικρές ή μεγάλες παρεξηγήσεις ξεπερνιούνται τις περισσότερες φορές. «Είναι λίγες οι μέρες για να χαλάμε τις καρδιές μας».
Όλα αυτά φτάνουν στο τέλος τους καθώς τελειώνει ο μήνας. Οι τελευταίοι κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα εξαντλούνται. Όπως κλείνουν βαρυφορτωμένες με τα πεσκέσια της τελευταίας στιγμής οι αποσκευές, δίνονται υποσχέσεις για γρήγορη συνεύρεση. Κλείνονται συναντήσεις στα αστικά κέντρα που είναι αμφίβολο αν θα πραγματοποιηθούν. Οι επισκέπτες έχουν απολέσει την καλοκαιρινή ξεγνοιασιά τους. Κινούνται βιαστικά και αγχωμένα. Έχουν ήδη μπει στους ρυθμούς της μεγαλούπολης πριν ακόμα επιστρέψουν σ’ αυτήν. «Τα κεφάλια μέσα» λέει κάποιος της παρέας που πάντα κάνει κρύα αστεία.
Το απομονωμένο ορεινό κεφαλοχώρι έχει σχεδόν αδειάσει. Οι ρυθμοί έχουν γίνει πιο αργοί, ρέπουν στην ακινησία. Τα εξοχικά και τα σπίτια των διακοπών έχουν κλειδομανταλωθεί. Η μόνιμη σχεδόν ησυχία έχει αντικαταστήσει την αδιάκοπη θερινή φασαρία. Οι μόνιμοι κάτοικοι στωικά αναλογίζονται το χειμώνα που θα ακολουθήσει. Η γερόντισσα που αποχαιρέτησε εγγόνια και δισέγγονα, κοντοστέκεται κι αφουγκράζεται την άδεια αυλή. Μόλις χτες αντηχούσε από τα ζουζουνίσματα των μικρότερων. «Καλή αντάμωση του χρόνου, πρώτα ο Θεός» μουρμουρίζει και κλείνει την εξώπορτα.