του Μιχάλη Μπάκα
Κυριακή πρωί, στην Επάνω Σκάλα, στον προσφυγικό συνοικισμό της Μυτιλήνης. Γύρω στις 9.30. Η εκκλησία του Άη Νικόλα, παλαιό τέμενος στην Οθωμανική Μυτιλήνη, δεν έχει ακόμα σχολάσει, και δεν έχει κίνηση ο δρόμος. Περιμένω έναν φίλο, έχει αργήσει λίγο και μια γιαγιά σταματά να μου μιλήσει καθώς στέκομαι σε μια κολόνα. Έχει όρεξη για κουβέντα, είναι η κυρία Τασούλα, παιδί της Επάνω Σκάλας. Χωρίς να της αναφέρω εγώ κάτι σχετικό, αρχίζει να με ρωτά για τους πρόσφυγες. Για όλο το νησί το θέμα συζήτησης είναι αυτό.
Η κυρά Τασούλα έχει περάσει τα 80, η μάνα της ήταν από τα Μοσχονήσια, ο πατέρας της από την Ανατολία. Δύσκολα χρόνια πέρασαν όταν ήρθαν από τη Μικρά Ασία αλλά σιγά σιγά τα κατάφεραν. Η μάνα της ήταν πολύ προκομμένη, άριστη μαγείρισσα. Θυμάται η κυρά Τασούλα μια λάμπα που είχαν σπίτι της όταν ήταν μικρή για φως, δεν είχαν ρεύμα βλέπεις ακόμα. Με χαρά μου λέει ότι πρόσφατα αγόρασε και αυτή μια λάμπα από τη Μυτιλήνη, με μπαταρία. Κάποια βράδια σβήνει λέει όλα τα φώτα και κάθεται μοναχά με τη λάμπα, είναι πολύ ωραία. Το φως της φαμίλιας της, των παιδικών της χρόνων, φωτίζει όλο το δωμάτιο.
«Κρίμα είναι οι πρόσφυγες μωρέλιμ’»: Σπαράζει η καρδιά της που βλέπει τα μωρά να ταλαιπωρούνται. Το καλοκαίρι έβγαινε και τους έδινε κρύο νερό στο δρόμο καθώς περνούσαν από τη γειτονιά μας περπατώντας κάτω από τον καυτό ήλιο. «Πού θα πάει αυτή η δουλειά;» Την περασμένη βδομάδα έδωσε σε μια γυναίκα το παλτό της. Ωραίο παλτό, μου το περιγράφει, με γούνα στο πέτο, αλλά πού να το φορέσει πια η κυρά Τασία, καλύτερα που το έδωσε στη γυναίκα που το έχει ανάγκη.
Με ρωτά πώς είναι τώρα τα πράγματα, τι θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, πού θα πάνε που τους κλείνουν τα σύνορα. «Κρίμα είναι μωρό μ’». Με αφήνει με μια παράκληση. Καθώς μιλώ τη γλώσσα, γιατί αυτή δεν μπορεί, να τους πω «να μην στενοχωριούνται. Έτσι είναι η ζωή. Θα φτιάξουν τα πράγματα, να μην στενοχωριούνται».