του Νίκου Χούλη
Τους συναντούσες,
να ειρηνεύουνε
τους έβλεπες
τους αγαπούσες.
Είχαν μια βαθιά
παραδοχή.
Είχε μέσα τους
κοπάσει
η Ζωή.
Καθόντουσαν, συχνά,
γερτά,
με τα μάτια τους
την πιο πολύ
ώρα σφαλιχτά,
στις ρίζες
αιωνόβιων
δέντρων.
Ήταν φύλακες;
Ήταν ονειρευτές;
Να’ ταν μυσταγωγοί;
Ήτανε
κυνηγοί;
Πάντως, καμώνονταν
λίγες
δεν ήταν
οι φορές
ότι κρατούσανε
τουφέκι.