της Θάλειας Παντελίδη
Είχε μόλις ξημερώσει καθώς βγήκε νυχοπατώντας απο το δωμάτιο, ο αέρας και τα χρώματα της άνοιξης την άρπαξαν, τονωτικά, φρέσκα και καινούργια.
Το σπίτι απο το οποίο είχε βγεί ήταν ψηλά στο λόφο-κατηφόριζε ενα στενό καταπράσινο δρομάκι κοιτάζοντας τις πασχαλιές -τώρα ξέρει να κοιτάζει τις πασχαλιές- το ότι δεν είχε κοιμηθεί δεν την ενοχλούσε καθόλου, αντίθετα της έδινε μιά έξαψη, μια διαύγεια, όχι του μυαλού αλλά των αισθήσεων. Ηξερε καθώς κατηφόριζε οτι στα δεξιά της πίσω απο τους ψηλούς τοίχους ήταν ο σκοτεινός κήπος του μοναστηριού, έβλεπε τις μύτες των κυπαρισιών πίσω απο το γείσο, φανταζόταν στο βάθος τα κελλιά των μοναχών, δίπλα στο προσκέφαλό τους τα μικρά τραπέζια που ακουμπούσαν το κερί πλάι στη νεκροκεφαλή -ο πατέρας της είχε δουλέψει χρόνια εκεί σαν κηπουρός.
Το δρομάκι καταλήγει σ΄ένα μεγάλο φαρδύ επαρχιακό δρόμο πλαισιωμένο από ψηλά δέντρα, που τον διατρέχει το τραμ. Κοιτάζει τους ανθρώπους που διασταυρώνονται φαντάζεται χίλια πράγματα γι αυτά που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί μεταξύ τους. Ομως τα βλέμματά τους συναντιούνται για μια στιγμή και μετά ξεφεύγουν, ψάχνουν άλλα πρόσωπα, άλλα σώματα δε σταματούν.
Σήμερα φοράει πέδιλα με ψηλά τακούνια κι ένα διάφανο λουλουδάτο φόρεμα που αφήνει να διακρίνονται τα πόδια της μέχρι ψηλά στους μηρούς. Περνάει δίπλα της μια γυναίκα με μάτια σχιστά και σκουλαρίκια σε σχήμα σταγόνας νερού, ενας νεαρός με τικ που γλύφει ένα παγωτό μάνγκο, ένας νοσοκόμος με τατουάζ, δυο δίδυμες που κρατάνε μπαλλόνια, ενας τραπεζικός υπάλληλος, μια μαθήτρια που σφίγγει ενα ντοσιέ στο στήθος της. Κάτι συμβαίνει μεταξύ τους, βλέμματα που συστρέφονται και σχεδιάζουν σπείρες, ευθείες, βέλη, αστεράκια κι οι συνδυασμοί που διαγράφουν στον αέρα υψώνονται και χάνονται στον ουρανό, καθώς διασταυρώνονται με νέα πρόσωπα.
Κανείς δεν της έμαθε στο σχολείο τη χαρτογράφηση της επιθυμίας, αυτό το ισχυρό αντίβαρο για τις ώρες της μαθητικής πλήξης. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τα όρια της ανατριχίλας, την φωτογράφιση του βλέμματος στον αέρα, τη αποτύπωση ενός κόσμου αόρατου. Τώρα όλα είναι διάφανα, αιχμαλωτίζει την πορεία των ματιών, τις σκέψεις τους στον αέρα, τους ψιθύρους τους, και νοιώθει οτι αυτό το χάρισμα της ενόρασης οφείλεται σ΄αυτό που έζησε, που άρχισε και τέλειωσε στο διάστημα μιας νύχτας, στον σκοτεινό θάλαμο του φωτογράφου που μύριζε οξέα, κάτω απο το κόκκινο φως, ταρακουνώντας το υγρό της εμφάνισης μέχρι να αναδυθεί η φωτογραφία.
Περπατάει με μια αίσθηση θριάμβου και καθώς ο ήλιος σηκώνεται, τα τζάμια των σπιτιών αντανακλούν τις ακτίνες,οι κεραίες του τραμ σπινθηρίζουν πάνω στα ηλεκτρικά καλώδια κάθε φορά που ακούγεται το κουδούνισμα της στάσης. Κι ο ήχος των νερών που πλησιάζει καλύπτει το θρόισμα των ανοιξιάτικων φύλλων, η ορμή της νεότητάς της ενώνεται με τα διάφανα νήματα που εξακοντίζει βίαια το συντριβάνι, στροβιλίζεται στους πίδακες, στην υδάτινη άχνη, στον αφρό.