γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Ήταν το δεύτερο σκέλος της ερώτησης που συνόδευε την εξιστόρηση από τις καλοκαιρινές ανδραγαθίες μας. «Πόσα μπάνια έκανες; Τόσα. Και πόσα παγωτά;». Το παγωτό, ήταν το αναπόφευκτο συμπλήρωμα στο μπάνιο στη θάλασσα. Ένα σύμβολο αμεριμνησίας. Το έτρωγες όχι επειδή ήταν θρεπτικό και απαραίτητο αλλά επειδή απλά σου άρεσε. Κι ας γκρίνιαζαν οι μανάδες, «πόσα πια θα φας;». Συνήθως υπήρχαν καλόβολοι θείοι που μας το κερνούσαν. Για να πάρουν κι οι ίδιοι το δικό τους. Έτσι κι αλλιώς το παγωτό, άλλοτε σπάνιο και σχετικά δυσεύρετο, ήταν ένα από τα εμβλήματα του καλοκαιριού. Πλάι στις βουτιές, στα πέδιλα ή στην ξυπολισιά, στο καλάμι για το ψάρεμα, στη νιβέα πάνω στο καμένο δέρμα, στο καρπούζι και το πεπόνι, στα ξύλινα σπαθιά, στις κοτσίδες της γειτονοπούλας που μυστικά αγαπούσες να μη γίνουμε και ρεζίλι, στα σημαιάκια και στα τραπουλόχαρτα στις ρόδες του ποδηλάτου.
Ανασύρω έτσι όπως μου έρχονται μνημειώδη παγωτά από τα συρτάρια της γευστικής μνήμης. Το κασάτο στην πλατεία ή στην προκυμαία που συνήθως έκλεβες από το μπολάκι των μεγάλων. Τα ξυλάκια που έφερνε στην παραλία ο κύριος με το τρίκυκλο και το ψυγείο της ΕΒΓΑ. Το ποδήλατο-ψυγείο που ανηφόριζε στο χωματόδρομο της γειτονιάς μας το απόγευμα. Τα χωνάκια από τις παγωτομηχανές στην Απλωταριά, στη «Μέλισσα» και στου «Κοντούδη», που έβλεπες κρέμα και σοκολάτα να βγαίνουν απλόχερα. Τα κυπελάκια παρφέ σοκολάτα του «Κρόνου» που μέχρι να περπατήσεις τη μισή αγορά ήθελες να γυρίσεις πίσω να πάρεις κι άλλο. Τα παγωτά σάντουιτς, με μπισκότο και κρέμα, που ο Λάκης, ο λιχούδης της παρέας έλεγε «είναι τέλεια, και φαΐ και παγωτό». Οι πύραυλοι κάθε είδους, γόμωσης και διαμετρήματος. Το τελειότερο Σικάγο της Υφηλίου στη «Χαρά» στα Πατήσια. Το Cornetto «καρδιά από κρέμα». Οι βραζιλιάνες καλλονές στο Magnum. Το παγωταζίδικο-καφενείο-καντίνα τροχόσπιτο του Sergio και της Marina στη Μπολόνια, στην αλέα δίπλα στο Stadio Dall’ Ara. Οι τρομερές γρανίτες λεμόνι από τα καροτσάκια των πλανόδιων στα στενά της Νάπολης.
Αυτό το μακρύ και θερμό καλοκαίρι, έχει περισσέψει η ανασφάλεια, οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις μας έχουν όλες και όλους μουδιάσει… κι όμως απεγνωσμένα κάποιες φορές επιζητούμε ένα παράθυρο αμεριμνησίας, ελπίδας και ξεγνοιασιάς. Μιαν απόδραση, γιατί δεν είμαστε αδαείς να μην ξέρουμε τι έχουμε μπροστά μας, αλλά δεν είμαστε και βαρυπενθούντες προτεστάντες. Αυτό ακριβώς που είναι το παγωτό. Κάτι που το έτρωγες όπως προείπα «όχι επειδή ήταν θρεπτικό και απαραίτητο αλλά επειδή απλά σου άρεσε.». Να μια αλήθεια που δεν μπορεί να χωρέσει σε μνημόνια, λογαριασμούς δανειστών και απολογητές τους. Σκέφτομαι ότι έτσι από παιδιάστικη παλαβομάρα ανάμεικτη με λίγη αλητεία, ίσως θα έπρεπε κάποια φορά να ρωτήσουμε αυτούς τους Σάιλοκ που δυναστεύουν τις ζωές μας… «Πόσα μπάνια έκανες ρε μάγκα; Και πόσα παγωτά;»