Η παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Χιώτη συγγραφέα Κώστα Ζαφείρη «Η πόκα της πλημμύρας», από την ιστορικό, Γιάννα Κατσιαμπούρα. Το κείμενο που ακολουθεί αναγνώστηκε δια αντιπροσώπου κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο χώρο του Playgound for the Arts στο Βοτανικό το βράδυ της Κυριακής 19 Νοεμβρίου.
Θα ήθελα πάρα πολύ να πω “Να ’μαστε πάλι εδώ”, αλλά δυστυχώς ένας θάνατος, εκτός από τη βαριά απώλεια, φέρνει και μια σειρά τυπικές υποχρεώσεις που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Το μνημόσυνο του πατέρα μου, λοιπόν, με κρατάει μακριά, έτσι δυο κουβέντες για το καινούργιο βιβλίο του σ. Κώστα δι’ αντιπροσώπου.
Μικρές ιστορίες αφηγείται σε αυτό το βιβλίο ο Κώστας, “ιστορίες του μικρόκοσμου” λέει. Διαβάζοντας τα προηγούμενα, ξέρουμε ότι ο Κώστας έχει αφηγηματική ικανότητα και δυνατότητα να πλάθει και να περιγράφει χαρακτήρες σε όλο το βάθος τους.
Εδώ επιλέγει στιγμιότυπα, μικρά επεισόδια όπου οι χαρακτήρες δεν περιγράφονται λεπτομερώς, διαφαίνονται από τη συμπεριφορά ή τη θέση τους, κεντρική ή περιφερειακή, σε κάθε ιστορία. Εξίσου δόκιμος τρόπος με την εκτεταμένη περιγραφή, αλλά και πιο δύσκολος πολλές φορές. Πώς με δυο λόγια μπορεί να διαφανεί μια ανθρώπινη προσωπικότητα στην πολυπλοκότητά της, κι όχι ως καρικατούρα, ή ως φευγαλέα αντανάκλαση σε κάποιον καθρέφτη που μόνο ο συγγραφέας γνωρίζει.
Μου φαίνεται ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη. Ιστορίες που θέλει ο συγγραφέας να διασώσει, ως σπαράγματα μιας εποχής που πέρασε μεν, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη γενιά δε. Μια γενιά που μεγάλωσε στη Μεταπολίτευση, που έζησε την εποχή του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα με όσα είχε φέρει ως ελπίδα στη λαϊκή συνείδηση, που αντιμετώπισε την εκδοχή του σημιτικού εκσυγχρονισμού και της “ευμάρειας” που προσπάθησε να αντικαταστήσει κάθε όραμα, για να έρθει αντιμέτωπη με την κρίση του καπιταλισμού στην ελληνική εκδοχή της όταν πια είχε επωμιστεί όλες τις υποχρεώσεις που έφερε η ηλικία.
Και μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό, ο συγγραφέας καταγράφει στιγμιότυπα με διαφορετική χρονική και τοπική αναφορά, με διαφορετικό περιεχόμενο. «Ιστορίες του καφενείου», «ιστορίες του χωριού», «ιστορίες του σπιτιού και της γειτονιάς», «ιστορίες της κρίσης», «ιστορίες των εκλογών», «Ιστορίες της θάλασσας», «ιστορίες της μνήμης». Ωστόσο, όλες αυτές οι ιστορίες έχουν ένα κοινό: τον άνθρωπο της καθημερινότητας, που ζει δίπλα μας με τα καθημερινά του προβλήματα, τις παραξενιές, τις κακίες και τα σουσούμια του. Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, που οι περισσότερες ιστορίες διαδραματίζονται στην επαρχία. Εκεί είναι πολύ πιο προφανή τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές του γείτονα, του φίλου, του συγγενή. Ο χώρος επιτρέπει την παρατήρηση, την καταγραφή και την ανάδειξη συμπεριφορών και χαρακτηριστικών, άλλοτε χαριτωμένων, άλλοτε εκνευριστικών. Το ξέρουμε όσοι και όσες έχουμε αγκύρωση στην επαρχία, ο διπλανός σου είναι πολλές φορές ανοικτό χαρτί, σαν τα φύλλα της τράπουλας, μια που μιλάμε και για πόκα.
Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κάποια απ’ όλες αυτές τις ιστορίες, γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να ιδωθούν αποσπασματικά. Είχα διαβάσει κάποιες από αυτές μεμονωμένες, αλλά τελικά όλες μαζί συγκροτούν μια ενότητα, σαν κομμάτια μιας ενιαίας αφήγησης. Με χιούμορ, δηκτικό ώρες ώρες, με πίκρα, με θυμό, αλλά και με γέλιο. Κυρίως με γέλιο και καλή διάθεση. Φίνεται ότι στις καταστατικές αρχές του συγγραφέα Ζαφείρη καταρχήν μπαίνει η κατανόηση. Και η συμπάθεια, με την έννοια του συμπάσχειν. Τον πειράζουν καταστάσεις τον Κώστα. Δεν παρατηρεί εκ του μακρόθεν, δεν κάνει ηθογραφία από τη μέσα πλευρά του γραφείου, πίσω από το πληκτρολόγιο. Μπαίνει μέσα στα δρώμενα, τα κάνει δικά του, τα τακτοποιεί και αναδεικνύει εκείνες τις ανθρώπινες πλευρές που αξίζει γι’ αυτόν να διασωθούν. Από το παιδικό ποδήλατο μέχρι τον Βασιλάκη που δεν χάνει καμία εκλογή αποβλέποντας στο αντίδωρο. Πόσους και πόσους Βασιλάκηδες δεν έχουμε δει στα χωριά μας, πόσες και πόσες κυρά Παρούλες… Το ταλέντο του Κώστα είναι στις μικρές του αφηγήσεις να στέκεται στα ειδοποιά χαρακτηριστικά κάθε γείτονα, κάθε φίλου, κάθε θαμώνα στο καφενείο. Και να τα συνδέει με την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, την καθημερινή ιστορία κυρίως, την ιστορία σε ψίχουλα. Που είναι ακόμη ζωντανή…
Οφείλω όμως εδώ να πω ότι το βιβλίο αυτό για μένα επιβεβαιώνει ότι πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Συνομήλικη με τον συγγραφέα, με τα περίπου ίδια βιώματα (το δικό μου πρώτο ποδήλατο ήταν πράσινο και στη γειτονιά παίζαμε “Μάχη” με ήρωα τον λοχία Σόντερς κι όχι “Μαγκάρετ”, πιο πολεμοχαρείς εμείς…), διαβάζω μια προσπάθεια τακτοποίησης, διαχωρισμού του προσωπικά σημαντικού από το ασήμαντο (με διαφορετική αξιολόγηση από αυτή της “κοινής γνώμης”). Δηλαδή μια προσπάθεια κατασκευής μιας σκαλωσιάς με τα πράγματα, τα γεγονότα και τα πρόσωπα που καθόρισαν και καθορίζουν ακόμη τις προτεραιότητες και τα αιτήματά του. Κι έτσι μαθαίνουμε τον παλιό μας φίλο και σύντροφο καλύτερα, τον κατανοούμε βαθύτερα μέσα από τις “μικρές του ιστορίες”. Και κατανοούμε γιατί δεν το βάζει κάτω…
Προσωπικά, σ’ ευχαριστώ, Σπίθα, για τις ώρες που πέρασα διαβάζοντάς σε…